10 Δεκεμβρίου 1893: Ο Τρικούπης κηρύττει χρεοκοπία κι ο Σουρής γράφει ένα εκπληκτικό κείμενο κατά των δανειστών – δυναστών της Ελλάδας
Η Βουλή κηρύσσει χρεοστάσιο το 1893 και ο Τρικούπης, συνοψίζοντας το οικονομικό δράμα της Ελλάδας, αναφωνεί στις 10 Δεκεμβρίου εκείνης της χρονιάς: «Δυστυχώς Επτωχεύσαμεν!» Τα επόμενα χρόνια η χώρα θα τεθεί υπό Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο, με τα γνωστά μονοπώλια στο οινόπνευμα, τα σπίρτα κ.λ.π, οι επιπτώσεις του οποίου θα φθάσουν μέχρι την είσοδο της Ελλάδας στην ΕΟΚ.
Ο δανεισμός και τα εθνικά χρέη προς τους «διεθνείς προστάτες» δεν είναι φυσικά κάτι καινούργιο στον ελληνικό βίο. Πριν καν συγκροτηθεί, το σύγχρονο ελληνικό κράτος ήταν καταχρεωμένο. Από το 1824 – 1825, όταν οι αγωνιστές πήραν τα πρώτα δάνεια για να αντεπεξέλθουν στις ανάγκες και το κόστος του αγώνα, η μικρή ακόμη Ελλάδα ήταν περίπου θήραμα στα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα της εποχής και δέσμια έναντι των ξένων κυβερνήσεων. Στην ουσία, και πρέπει να είναι ξεκάθαρο αυτό, ουδέποτε υπήρξε περίοδος που η χώρα να μην ήταν καταχρεωμένη. Έτσι, η δύσκολη περίοδος την οποία βιώνουμε τα τελευταία χρόνια, δεν είναι πρωτόγνωρη, καθώς πάντα ήμασταν αυτό που θα λέγαμε «μόνιμοι οφειλέτες» των ξένων οικονομικών δυνάμεων. Χαρακτηριστικό είναι ότι δύο μεγάλοι Έλληνες πολιτικοί, ο Χαρίλαος Τρικούπης, το 1893, και ο Ελευθέριος Βενιζέλος, το 1932, χρεώθηκαν και χρέωσαν στη χώρα από μια χρεοκοπία.
Δεν θα ήταν υπερβολή αν σημειώναμε ότι όλος ο ελεύθερος ελληνικός βίος είναι ταυτισμένος με τα χρέη προς τους ξένους, την αναχρηματοδότηση των δανείων και την απειλή της χρεοκοπίας – όχι πάντα με το ίδιο μέγεθος κινδύνου, φυσικά- και του διεθνούς ελέγχου. Η χρεοκοπία του Δεκεμβρίου του 1893 και ο λεγόμενος «ατυχής πόλεμος» του 1897 οδήγησε τον επόμενο χρόνο στην επιβολή διεθνούς ελέγχου στην ελληνική οικονομία, ενώ τα δάνεια που πήραμε το 1893 εξοφλήθηκαν το 1978! Στο μεταξύ, φυσικά, είχαμε πάρει πολλά άλλα, με συνέπεια να έχει «χτιστεί» ένα άπατο πηγάδι διεθνών οφειλών…
Η πιο πολυσυζητημένη περίοδος χρεοκοπίας, αυτή του 1893, έμοιαζε απίστευτα με αυτή που ζήσαμε τα τελευταία χρόνια. Η καταχρεωμένη Ελλάδα κυριολεκτικά «πνιγόταν» απʼ τους δανειστές της. Κι ο πρωθυπουργός Χαρίλαος Τρικούπης, αδύναμος να αντιμετωπίσει την κατάσταση που μόλις πριν λίγους μήνες είχε παραλάβει από τον πολιτικό του αντίπαλο Θεόδωρο Δηλιγιάννη, έχοντας απέναντι του και τους υπονομευτικούς παρασκηνιακούς χειρισμούς του βασιλιά Γεωργίου Α΄ στο διεθνές πεδίο, αναγκάστηκε να κηρύξει την εθνική χρεοκοπία.
Λίγο πριν τα Χριστούγεννα εκείνης της χρονιάς ο Τρικούπης, αναγκασμένος από τα πράγματα, οδήγησε τη χώρα στη χρεοκοπία. Παρά το γεγονός ότι ο ίδιος δεν ήταν ο άμεσα υπεύθυνος για τη δραματική εξέλιξη, που έδεσε τη χώρα χειροπόδαρα, με επαχθείς δανεισμούς μπήκε στο στόχαστρο όχι μόνο των πολιτικών παραγόντων, αλλά και σχεδόν του συνόλου του τύπου. Ο Τρικούπης ταυτίστηκε με την έννοια της χρεοκοπίας, παρά το γεγονός ότι ο ίδιος είχε επιτελέσει εξαιρετικό αναδημιουργικό έργο στη χώρα. Στα χρόνια που είχε κυβερνήσει, (από το 1882 μέχρι το 1895 υπηρέτησε 9 συνολικά χρόνια πρωθυπουργός, με βασικό πολιτικό του αντίπαλο τον Θεόδωρο Δηλιγιάννη) πήρε μεν επτά δάνεια, όλα φυσικά με ληστρικούς όρους, λόγω της κακής κατάστασης της χώρας, όμως αυτά δεν σπαταλήθηκαν. Από τα 643 εκατ. χρυσά φράγκα του δανεισμού, εισπράχτηκαν τα 463 εκατ. και τα υπόλοιπα κρατήθηκαν αμέσως από τους δανειστές μας. Συνολικά μόνο τη δεκαετία του 1881-1890 πληρώθηκαν τοκοχρεολύσια που έφταναν τα 455 εκατομμύρια χρυσά φράγκα! Δηλαδή όλα σχεδόν τα χρήματα που τελικά εισέπραξε η Ελλάδα από δάνεια!
Κι όμως σʼ αυτές τις συνθήκες ο Τρικούπης κατάφερε να ανασυγκροτήσει τις ένοπλες δυνάμεις και να προμηθευτεί σύγχρονα σκάφη για το ναυτικό, να ολοκληρώσει την κατασκευή της διώρυγας της Κορίνθου, να κατασκευάσει 1.000 χιλιόμετρα γραμμές για το σιδηρόδρομο, σχεδόν 1.500 χιλιόμετρα αμαξιτών δρόμων. Εκτός από τις υποδομές ουσιαστικά οργάνωσε και ενίσχυσε την πρωτόγονη ακόμη ελληνική οικονομία, έβαλε τις βάσεις για το οργανωμένο εμπόριο και την εξαγωγική δραστηριότητα, άρχισε διαδικασίες για την ανάπτυξη αστικών κέντρων στη χώρα.
Όμως όλα αυτά έγιναν με τη φορολογία, στην οποία ακολούθησε σκληρή πολιτική, καθώς τα δάνεια στην ουσία είχαν δοθεί για τους τόκους των προηγούμενων. Η φορολογική πολιτική θα οδηγήσει τον Τρικούπη στην ήττα του 1890, που πιθανώς στάθηκε μοιραία και για τη χρεοκοπία του 1893. Τον διαδέχτηκε ο Θεόδωρος Δηλιγιάννης, που κατηγόρησε τον Τρικούπη για κατασπατάληση του δημοσίου χρήματος κι επιχείρησε να τον παραπέμψει σε ειδικό δικαστήριο, εισήγηση που απέρριψαν ακόμη κι οι δικοί του βουλευτές. Ο Δηλιγιάννης ακολούθησε εντελώς αντίθετη πολιτική, πράγματι κατασπατάλησε το ελάχιστο χρήμα που υπήρχε στη χώρα και στην ουσία για δύο χρόνια δεν έγινε η παραμικρή πολιτική ανάπτυξης. Η χώρα έφτασε στα όρια της οικονομικής καταστροφής, κι ο Τρικούπης βρέθηκε μπροστά σε αδιέξοδα, όταν επέστρεψε, με θρίαμβο στις εκλογές, στην πρωθυπουργία. Τα δύο χρόνια του Δηλιγιάννη ήταν αρκετά για να γυρίσουν τη χώρα πολλά χρόνια πίσω. Η πολιτική που αποφάσισε ο Τρικούπης ήταν νέα σκληρή φορολογία, προκειμένου να εξασφαλίσει έσοδα για τη στοιχειώδη λειτουργία του κράτους. Έφτασε στο σημείο να επιβάλει ακόμη και «εκπαιδευτικά τέλη», σʼ όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, μετατρέποντάς, στην ουσία, σε ιδιωτική. Το γεγονός αυτό φυσικά προκάλεσε κύμα αντιδράσεων.
Στο Λονδίνο για νέα δάνεια
Η φορολογική πολιτική δεν έλυσε το πρόβλημα, με αποτέλεσμα να αποφασίσει το εγχείρημα της αναχρηματοδότησης των δανείων, σε μια στιγμή όμως που τα ελληνικά ομόλογα είχαν περίπου εξευτελιστική αξία στα διεθνή χρηματιστήρια.
Τον Φεβρουάριο του 1893 ο Τρικούπης έστειλε στην Ευρώπη τον στενό φίλο και συνεργάτη του Γεώργιο Θεοτόκη, με εντολή να διερευνήσει τις δυνατότητες δανειακής αναχρηματοδότησης.
Ο Κερκυραίος Θεοτόκης ήταν τότε υπουργός Εσωτερικών, ενώ αργότερα υπήρξε διάδοχος του Τρικούπη στο κόμμα τους και τέσσερις φορές πρωθυπουργός (1899-1901, 1903, 1903-1904, 1905-1908).
Ο Θεοτόκης πήγε στο Λονδίνο, όπου αρχικά προσπάθησε, με πολλές συνεντεύξεις στις εφημερίδες, να πείσει την αγγλική κοινή γνώμη να συναινέσει στη χορήγηση δανείων προς την Ελλάδα. Παράλληλα έκανε συνεχείς επαφές με παράγοντες των τραπεζών και του χρηματιστηρίου. Όπως και τώρα, έτσι και τότε οι υποψήφιοι δανειστές έθεταν πολύ σκληρούς όρους για να προχωρήσουν σε αναχρηματοδότηση. Τα δάνεια που δέχονταν να παραχωρήσουν είχαν τοκογλυφικά επιτόκια, κι εκτός αυτού δεν έλυναν κανένα πρόβλημα, αφού τελικά στην Ελλάδα θα έφτανε ένα μικρό μέρος των ποσών, αφού τα υπόλοιπα θα πήγαιναν αμέσως για την κάλυψη των τοκοχρεολυσίων. Έθεταν ακόμη και τον όρο η δανειακή σύμβαση να μην εγκριθεί από την ελληνική βουλή, αλλά μόνο με βασιλικό διάταγμα. Η αντιπολίτευση του Δηλιγιάννη αντέδρασε σφόδρα. Την ίδια στάση είχε και ο τύπος. Ο μονάρχης, Γεώργιος Α΄, δέχτηκε πιέσεις από εκπροσώπους άλλων χωρών, και κυρίως οικονομικούς παράγοντες που σχετίζονταν με τα γαλλικά συμφέροντα, όπως ο Ανδρέας Συγγρός, και τελικά, παίζοντας και το δικό του παιχνίδι εναντίον του Τρικούπη, αρνήθηκε να υπογράψει. Η κυβέρνηση παραιτήθηκε και νέος πρωθυπουργός ορίστηκε ο Σωτήριος Σωτηρόπουλος, που άντεξε μερικούς μήνες. Όταν επέστρεψε ο Τρικούπης, τον Οκτώβριο του 1893, η χρεοκοπία ήταν πλέον αναπόφευκτη.
Οι ξένοι, πλέον, έλεγχαν τα πάντα στην Ελλάδα, και το 1898, μετά τον ατυχή πόλεμο του 1897, εγκαταστάθηκε και ο διεθνής οικονομικός έλεγχος.
Η σφοδρή κριτική του Σουρή
Οι διαπραγματεύσεις του εκπροσώπου του Τρικούπη, Θεοτόκη, με τους Άγγλους χρηματιστές και τραπεζίτες, και η προσπάθεια να κερδηθεί η συμπάθεια της αγγλικής κοινής γνώμης απασχόλησαν τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο του 1893 το σύνολο του ελληνικού τύπου της εποχής. Από το σχολιασμό των εξελίξεων φυσικά δεν θα μπορούσε να λείψει ο Γεώργιος Σουρής, ο οποίος επί εβδομάδες αφιέρωνε πολλά σατιρικά, αλλά και πολλές φορές γεμάτα θυμό, στιχουργήματά του στον «Ρωμηό». Στις 20 Μαρτίου, κι ενώ ήδη ήταν γνωστές οι απίστευτες αξιώσεις των Άγγλων προκειμένου να παραχωρήσουν το δάνεια στην Ελλάδα, ο Σουρής έγραφε θυμωμένος στην εφημερίδα του για τους τραπεζίτες του Λονδίνου:
Ουαί υμίν, που σύρετε για μας τα εξʼ αμάξης,
ουαί υμίν, που θέλετε τας εις χρυσόν εισπράξεις,
ουαί υμίν, καθάρματα Τραπεζιτών αδίκων,
οπού τους φόρους θέλετε των διαφόρων σύκων,
ουαί υμίν, που θέλετε κι αυτά τα βελανίδια,
καθώς και τα λεγόμενα Ελληνιστί κικίδια,
ουαί, που θέλετε κι αυτόν τον φόρον της σταφίδος
χωρίς να εξελέγχεται το προϊόν κατʼ είδος,
ουαί υμίν, που θέλετε και τέλη μεταλλείων,
παντοδαπών εταιριών και τόσων ατμοπλοίων,
ουαί υμίν, που θέλετε σκωρίας του Λαυρίου
και καθεμίαν πρόσοδον παντός ουρητηρίου.
Σήμερα θα αναδημοσιεύσουμε ολόκληρο το στιχούργημα του Σουρή, από το φύλλο της 20ης Μαρτίου 1893, που ήταν Σάββατο του Λαζάρου. Το φύλλο είχε τον γενικό τίτλο «Ο Πρωθυπουργός ρεμβάζει και περί πολλά τυρβάζει». Όπως γίνεται κατανοητό, στο στόχαστρο του Σουρή δεν ήταν μόνο οι ξένοι, αλλά και οι χειρισμοί του Τρικούπη και του Κόντε, όπως ανέφερε τον Κερκυραίο Θεοτόκη. Μάλιστα κατηγορούσε τον Θεοτόκη ότι στην Αγγλία περνούσε καλά, σπαταλώντας τις ώρες του σε στέκια με όμορφες Αγγλίδες!
Φυσικά διατηρούμε την ακριβή μορφή του κειμένου, ακόμη κι αν σε μερικές περιπτώσεις η γραφή μερικών λέξεων δεν υφίστανται σήμερα (π.χ., Γειωργάκης αντί Γιωργάκης, πέρνει αντί παίρνει, μεταμορφόνω αντί μεταμορφώνω, βώιδι κλπ), ενώ στον πληθυντικό χρησιμοποιεί άρθρο του ενικού (π.χ., η Αγγλίδες, αντί οι Αγγλίδες).
Ο Πρωθυπουργός ρεμβάζει και περί πολλά τυρβάζει
Α΄
Ο Κόντες τόστρωσε βαρειά…καθόλου δεν σκοτίζεται,
και μήτε για το δάνειον πολύ δεν σεκλετίζεται.
Εγώ τον Κόντε καρτερώ με πόνο και λαχτάρα
κι αυτός ο αθεόφοβος στην Λόντρα τριγυρίζει,
εμείς εδώ δεν έχομε μια κάλπικη πεντάρα
κι εκείνος με τον Ρόζβερυ τον Λόρδο σαλιαρίζει.
–
Συ αύρα εσπερία μου, κοντά στον Κόντε πέτα
και τα πολλά μας βάσανα καταλεπτώς ειπέτα.
Ειπέ του νάλθη γρήγορα με όλη του την βία,
πες του πως το παράκαμε με την εργολαβία,
κι αν κι είναι Κόντες τσελεπής από τους σεβνταλήδες
αλλʼ όμως για τα μούτρα του δεν είναι κι η Αγγλίδες.
–
Πουλιά μου, μην τον ίδατε τον Κόντε τον λεβέντη;…
Τον είδαμε…ξεφάντωνε μες ʼστου Ροτσίλδ το σπήτι,
πουλλαίδες επαράστεκαν αφράταις εις το γλέντι
κι εκείνος έχανε μʼ αυταίς Παρασκευή και Τρίτη.
Και μία η μικρότερη
κι απʼ όλαις ωμορφότερη
τούπε: «τι κοκορεύεσαι;
δεν πας να μου κουρεύεσαι;
δεν κάνεις κόρτε, τσελεπή,
με Λαίδη σαν κι εμένα,
μόνο λεπτά χωρίς ντροπή
ζητάς από καθένα;»
–
Πουλιά μου, μην τον ίδατε τον Κόντε τον ασίκη,
που τον εξενητέψαμε να φέρη χαρτζηλίκι;
Τον ίδαμε…κατάμαυρα ντυμένος σαν κοράκι
στου Μόργκαν το ρημαδιακό εσκότωνε της ώραις,
Εγγλέζαις τον σερβίριζαν, κι εκείνος με μεράκι
μια της πουδίγκαις έβλεπε και μια της σερβιτόραις.
–
Πουλιά μου, μην τον ίδατε τον Κόντε πουθενά;
μήπως δεν τον εδάνεισαν κι επήρε τα βουνά;
Τον είδαμε…ξεφάντωνε με τον γλεντζέ τον Σγούτα
και μια Μυλλαίδη σερπετή του Κόντε παραμπήκε
κι έχασε το γοβάκι της καθώς η Σταχτοπούτα
κι ευθύς εκείνος έψαξε και δίχως φως το βρήκε.
–
Πουλιά μου, μην τον ίδατε τον Κόντε της Κερκύρας;
τον ίδαμε… σεργιάνιζε εις ένα κι άλλο Πάρκο
κι απʼ όλους εδιακόνευε τον οβολόν της χήρας
και καθʼ Εγγλέζος μασκαράς του φώναζε «σαμάρκο».
–
Πουλιά μου, μην τον ίδατε τον τσελεπή Γειωργάκη;
τον ίδαμε… σεργιάνιζε με μαύρο αλογάκι…
εμπρός του παραμέριζαν ταμάξια και τα κάρα
κι οπίσω του εφώναζε των δανειστών η φάρα:
«τζάνουμ Γειωργάκη, να λεπτά και λίραις με το ζόρι,»
κι ο Κόντες ο τρικούβερτος, οπού δεν παίζει κότσα,
με περιφρόνησιν πολλήν τον Ρότσιλδ εθεώρει
και με το σκαρπινάκι του τους δανειστάς εκλώτσα.
–
Πουλιά μου, μην τον ίδατε τον Κόντε τον λεβέντη;
τον ίδαμε… χωρίς να πιή δραστήριο ραβέντι
από τα πλούτη τα πολλά δεν έκανε νισάφι
κι από τα βρακοπόδια του κυλούσε το χρυσάφι,
κι όποιος δεν είχε κάλπικο το δόντι του να ξύση
επηλαλούσε πίσω του κι εγύρευε μπαξίσι,
κι αυτός το παραξίλωνε με τα κουβαρνταλήκια
και της στερλίναις σκόρπιζε στους δρόμους σαν χαλίκια.
–
Πουλιά μου, μην τον ίδατε τον Κόντε τον καϋμένο;
τον ίδαμε… το δάνειο το έχει τελειωμένο,
κι εντός ολίγου έρχεται να σας παρηγορήση
και των Εγγλέζων γρήγορα θʼ αδειάση την γωνιά,
αλλʼ όμως να προσέξετε ο Κόντες σαν γυρίση
καμμία να μη ρίξετε για τούτον κανονιά.
–
Πουλιά μου, μην τον ίδατε τον Κόντε τον αντάμη…
τον ίδαμε…του Τάμεσι κυττούσε το ποτάμι,
κι ερέμβαζε μονάχος του με θλιβερή καρδιά
και νούμερα εχάραζε κατά την αμμουδιά,
και κάποτʼ εψιθύριζε με πόνο και με δάκρυ:
«ποτάμι για λιγόστεψε να βγω στην πέραν άκρη
Και νʼ αγναντέψω δανειστών Μυλλόρδων τα λημέρια,
Πούχουν τασήμια τα πολλά και τα βαρειά κεμέρια».
Β΄
Πώς ακόμη δεν εφάνη;
πού να είναι; τι να κάνη;
Άραγε θα κατορθώση
Την δουλειά μας να τελειώση;
άραγε θαλθή με λίραις
ή θα φέρη μόνο ψείραις;
–
Πώς ακόμη δεν εφάνη;
πού να είναι; τι να κάνη;
άρα θα δεχθούν τους όρους;
άρα κι ο χρυσός θα πέση;
Άρα τους λιμοκοντόρους
Θα τους βγάλω απʼ τη μέση;
–
Ω βάσανα και πάθη κι ολοφυρμός και θρήνος!…
σε κάθε κτύπο πόρτας θαρρώ πως είνʼ εκείνος.
Μʼ ολάνυκτα τα μάτια τον βλέπω εμπροστά …
ταγάρια με στερλίναις στην ράχη του βαστά
κι εις καθεμιά του τσέπη βροντούν του Ρότσιλδ γρούποι
και λέγει «να χρυσάφι, Μυλλόρδε μου Τρικούπη».
–
Έρχεται φορτωμένος με μπόλικους παράδες…
εμπρός, παιδιά, κουράγιο για να τον ελαφρώσωμε,
υμνήσετέ τον όλαις η κομ ιλ φο κυράδες
κι ελάτε με δαφνούλαις κρεββάτι να του στρώσωμε.
Ακούσατε τι κτύποι των στερλινών και βρόντοι!…
δος μας παράδες, μπάρμπα, δος μας παράδες Κόντη.
–
Κατέβασε τους σάκκους εκ της ʼψηλής σου ράχης…
βγάλε και τα σκαρπίνια καλά να τα κυττάξωμε…
μπορεί κι εκεί κρυμμένη καμμιά στερλίνα νάχης…
στάσου και κάθε μέρος απόκρυφο να ψάξωμε.
Δος μου στερλίναις, μπάρμπα, να φύγʼ η στενοχώρια,
δος μου στερλίναις, Κόντε, να ξέρω του λοιπού
τι μούτρο είχε κι έχει των Άγγλων η Βιτώρια
κι ο Βασιλεύς με κέφι να πάη γι Αλεπού.
Γ΄
Έλα για να γεμίσωμε τον άδειο κορβανά,
έλα για νʼ αλαλάξωμε πηδώντας «ωσανά,»
το έρδε Λάζαρε περδέ να ψάλωμε με βάγια
και στο ρουθούνι νάμπωμε τους καθενός κανάγια.
–
Έλα, Γειωργάκη, σώσε μας από το πονηρόν,
έλα να δούμε γρήγορα το φως το ιλαρόν,
έλα, Γειωργάκη, τσελεπή, με την καλοκαιριά,
έλα της Αναστάσεως νʼ ανάψουν τα κεριά,
έλα και γλυκοφίλα μου την κόκα την σοφή,
έλα ταυγά να βάψωμε με κόκκινη βαφή,
από μεγάλαις συλλογαίς για λίγο να ʼσυχάσωμε
και στου Κουλούρη την Αυλή τον μόσχο να πασχάσωμε.
–
Ω Λόντρα συ, φαγέδαινα παντός πεινώντος γένους,
οπού γελάς τους Κόντηδες και τους απεσταλμένους
και μας θαρρείς μουφλούζηδες, πτωχούς και ψωμοζήτας,
πώς ήθελα τα τέκνα σου εις εν να συναγάγω
και τότε με τα δόντια μου, που λέγουν Τραπεζίτας,
όλους τους Τραπεζίτας σου αυτοστιγμεί να φάγω!
–
Ουαί κι αλλοίμονον υμίν, ω δανεισταί σκληροί,
που τρέχει απʼ οπίσω σας ο Κόντες με κερί,
ουαί, που δεν δανείζετε τους πρώτους των ανθρώπων,
τους καταπλήξαντας την γην με κλέος απαράμιλλον,
ουαί, που διυλίζετε τα σπλάγχνα των κωνώπων
κι ευκόλως καταπίνετε ολόκληρον την κάμηλον,
ουαί, που καθαρίζετε απʼ έξω το ποτήρι
και το εντός αφίνετε ακάθαρτον ως πρώτον,
ουαί, που δεν μας κάνετε και τώρα το χατήρι
και ψήνεται ο Κόντες μας εις κάμινον ερώτων.
–
Ουαί υμίν, που σύρετε για μας τα εξʼ αμάξης,
ουαί υμίν, που θέλετε τας εις χρυσόν εισπράξεις,
ουαί υμίν, καθάρματα Τραπεζιτών αδίκων,
οπού τους φόρους θέλετε των διαφόρων σύκων,
ουαί υμίν, που θέλετε κι αυτά τα βελανίδια,
καθώς και τα λεγόμενα Ελληνιστί κικίδια,
ουαί, που θέλετε κι αυτόν τον φόρον της σταφίδος
χωρίς να εξελέγχεται το προϊόν κατʼ είδος,
ουαί υμίν, που θέλετε και τέλη μεταλλείων,
παντοδαπών εταιριών και τόσων ατμοπλοίων,
ουαί υμίν, που θέλετε σκωρίας του Λαυρίου
και καθεμίαν πρόσοδον παντός ουρητηρίου.
–
Ουαί υμίν, που θέλετε και μέρος της σταφίδος
και τρία πέμπτα του λαδιού, που βγαίνει στην Επτάνησο,
ουαί υμίν, γεννήματα ξεβράκωτης Αγγλίδος,
που σαν μωρό ποτίζετε τον Κόντε με γλυκάνισο,
ουαί υμίν, που θέλετε να σας γενούμε σκλάβοι
και τας εισπράξεις Τράπεζα σπουδαία νʼ αναλάβη,
ουαί, δυνάσται τύραννοι Ελλάδος νηστικής,
που μία εκ των Τραπεζών, η της Ιονικής,
πολύτιμα γραμμάτια κατʼ έτος θα εκδίδη
και θα τα τρων νηστεύοντες γαϊδάροι για γρασίδι.
–
Ουαί που θα πληρώνωνται τα τέλη των εμπόρων
με πίστεως γραμμάτια μεγάλης κι αοιδίου,
ουαί, που πάσα είσπραξις των υπεγγύων φόρων
θα στέλλεται προς κάλυψιν του τοκομεριδίου.
Ουαί υμίν, υποκριταί, δοχεία μαύρου δόλου,
οπού δεν εμπιστεύεσθε την πίστιν μας καθόλου
και πάσα πιστοποίησις πηγαίνει του κακού
γιατί φοβείσθε την βροντήν του πυροβολικού.
–
Ουαί υμίν, θρασύδειλα βλαστήματα ελάφων,
οπού παρέρχεσθε ψυχροί προ παναρχαίων τάφων
και λέγετε «για λείψανα και τάφους τι μας μέλει;
εμείς για τους παράδες μας γερά ζητούμε τέλη,
κι αν έχη δόξαν ο Ρωμηός κορώνα και τιμή του,
ας βράζη τον αέρα της να πίνη το ζουμί του».
–
Ουαί υμίν, κοάζοντες απόγονοι βατράχων,
που δεν σας καίγεται καρφί κι αν εις τον Μαραθώνα
ευρήκαμε τα κόκκαλα των Μαραθωνομάχων
και τούτον εδοξάσαμεν της ύλης τον αιώνα,
και λέγετε «για κόκκαλα πεντάρα δεν μας μέλει,
καθείς για τους παράδες του εισπράξεις φόρων θέλει,
κι όταν παθαίνουν οι Ρωμηοί γουργούραις των στομάχων
ας ροκανίζουν κόκκαλα των Μαραθωνομάχων».
–
Ουαί υμίν, υποκριταί, τσιφούτηδες Εβραίοι,
έντομα, περονόσποροι, ακρίδες, αρουραίοι,
ουαί υμίν, παμμίαρον Τραπεζιτών συνάφι,
που διόλου δεν συγκινούν των Μαραθώνων τάφοι,
μηδέ ρυάκων και πηγών σάς τέρπει το κελέρυσμα,
κι αρνείσθε να δανείσετε και μια στερλίνα χάρισμα.
–
Ουαί που θα τρελλάνετε τον Κόντε με τους όρους,
ουαί, που θέλετε κι αυτούς των κουκουλιών τους φόρους,
και λέτε δείχνοντες σʼ εμάς γεμάτα τα σακκούλια
πως με της δόξαις μοναχά δεν βάφονται κουκούλια,
ουαί, που δεν πιστεύετε κι εμένα τον Σωτήρα
και τα μυαλά μου, όλοι σας μου λέτε, και μια λύρα,
ουαί υμίν, που θέλετε να μας ιδήτε πτώμα
και σάλιο δεν αφίνετε μες στο στεγνό μας στόμα,
ουαί υμίν, ανίεροι, που μʼ όχεντρας φαρμάκι
κρυφά κρυφά δαγκώνετε τον Κόντε τον αχμάκη,
ουαί υμίν, ανήμερα θηρία της ερήμου,
που σκιάζομαι αν ευρεθώ και μια στιγμή κοντά σας
εκ φόβου μήπως το δεξί και το ζερβί μερί μου
το κομματιάσουν έξαφνα τα χαυλιόδοντά σας.
–
Ουαί, παμφάγα τέρατα…κακός ψυχρός σας χρόνος,
ταχόρταγά σας στόματα για τον παρά λυσσούν,
ουαί υμίν, Ιάσωνες της γραίας Αλβιόνος,
που της Ελλάδος θέλετε το δέρας το χρυσούν.
Ουαί υμίν, παληανθρωπιά…να πάτε να χαθήτε…
μʼ εκείνα τα κουπόνια σας μας τρώτε διαρκώς,
και τότε μόνον πιθανόν να ευχαριστηθήτε
όταν λωρίδα κόψετε Ελληνικής σαρκός.
–
Ουαί υμίν, που γρήγορα την πλάνην σας θα νοιώσετε, ουαί,
που για το δάνειον πικρά θα μετανοιώσετε,
ουαί, που θάλθη μια στιγμή καθείς να σας λυπήται
και τότε σεις, ω δανεισταί, προς τους Ρωμηούς θα πήτε:
«Ουαί υμίν, απόγονοι των ευκλεών προγόνων,
που χάβετε τα δανεικά με στόματα Γοργόνων,
ουαί, που μας σκοτίσατε με την πολλή σας κλάψα
κι όλους σαν κουτομόηδες μάς βάλατε στην κάψα,
ουαί, που σας δανείσαμε και τούτη τη φορά,
ουαί, που μας κατάφερε ο Κόντες μια χαρά,
ουαί που τον Εγγλέζο μας πιστέψαμε τον Λο μας,
ουαί, που μας καθίζετε σε μουλαριών καπούλια,
ουαί, που θέλει σπάσιμο το ξεροκαύκαλό μας
μʼ όλα τα βελανίδια σας, τα σύκα, τα κουκούλια,
ουαί, που τους μεγάλους σας δεν νοιώσαμε σκοπούς
και γρήγορα θα μας δεχθή προσκυνητάς η Τήνος,
ουαί, τρις πονηρότεροι κι αυτής της Αλεπούς,
που κυνηγούσε στο Γουδί ο νέος Κωνσταντίνος».
–
(Ο Φασουλής με βάδισμα γοργόν
στον έξαλλον χωρεί Πρωθυπουργόν)
–
Τρ.-Τι βλέπω;… ήλθατε λοιπόν;
Φ.-Μονάχος μου εγύρισα
αφού τους δανειστάς καλά τους εσιγύρισα.
Τρ.- Κι ο Κόντες;
Φ.-Τους Φιλέλληνας από κοντά τους πέρνει
κι ακόμη με τους δανειστάς ο δόλιος παραδέρνει
Τρ.-Μη χωρατεύσεις αδελφέ…
Φ.-Δεν χωρατεύω διόλου,
πίστεψε στα λεγόμενα εμού του Αποστόλου…
με τσέπαις άδειαις, Πρόεδρε, στην αγκαλιά σου γέρνω
κι αν δεν πιστεύης ψάξε με να δης τι μούντζαις φέρνω.
Ο Θεοτόκης μόνος του παρλάρει παραφόρως,
πλανάται δε νυχθημερόν σαν Σούτσου Οδοιπόρος,
κι όπως αυτός παράδερνε για ναύρη την Ραλλού
έτσι κι ο Κόντε –τσελεπής στην Λόντρα βασανίζεται,
και πότʼ εδώ περίλυπον τον απαντάς κι αλλού
και πότʼ εκεί καμαρωτός και ντούρος εμφανίζεται.
Με χίλια δυό καμώματα οι δανεισταί τον πνίγουν
κι αυτός βροντά της πόρταις των προς εύκλειαν ημών,
η πόρταις όμως εύκολα, Μυλλόρδε, δεν ανοίγουν
όταν η χρεία τής κτυπά κατά τον Σολωμόν.
Τρ.-Και τώρα;
Φ.-Χασμουρειόμαστε στας όχθας του Ταμέσεως
πολλά συλλογιζόμενοι περί της υποθέσεως,
και σκυθρωποί εβλέπαμε τα φώτα της εσπέρας
κι οικτείραμε το μάταιον αυτής της βρωμοσφαίρας.
Τους δανειστάς πατόκορφα μονάχοι μας ελούσαμε,
γιαλό γιαλό πηγαίναμε κι όλο για σε μιλούσαμε,
κι ενώ με πόνο λέγαμε τα τόσα βάσανά μας
και πότε πότʼ εξύναμε κι οι δυό τα πισινά μας,
από μπροστά μου έξαφνα ο τσελεπής εχάθη
και δεν ειμπόρεσε κανείς πού βρίσκεται να μάθη.
Όλη την Λόντρα έψαξα, παντού γι αυτόν ερώτησα,
και με τας ερωτήσεις μου Άγγλους κι Αγγλίδες σκότισα,
κι εξέτασα κι ανέκρινα κλητήρας κι αστυνόμους
κι έναν ντελάλη πλήρωσα να διαλαλή στους δρόμους:
«Όποιος ευρή στον δρόμο του νεοφερμένο Κόντη,
κρεμανταλά, ξερακιανό, που δεν του λείπει δόντι,
που δίχως κόρτε δεν περνά ουδʼ ώρα μια κι ημέρα του
κι ήλθε στην Λόντρα κατʼ αυτάς νʼ αλλάξη τον αέρα του,
και των Ρωμηών τους δανειστάς να περιηγηθή
και με τον Λόρδο Ρόζβερυ στενώς να συνδεθή,
όποιος ευρή στον δρόμο του αυτόν τον μπακαλιάρο
με σκαρπινάκι άιντε ντε και γυαλιστό κολλάρο,
που για παράδες δανεικούς ξεσχίζει τα μανίκια του,
να μας τον φέρη γρήγορα να πάρη τα βρεθήκια του.»
Εις μάτην όμως Πρόεδρε…τον Κόντε δεν τον βρήκα,
μάτην ο κήρυξ έσκουζε το κάθε του σημάδι,
κι απελπισθείς πώς θα τον βρω μεςʼ στο βαπόρι μπήκα
κι έφθασα σώος κι αβλαβής σε τούτο το ρημάδι.
Τρ.-Μήπως τυχόν στον Τάμεσι ο Κόντες μας επνίγη,
ή μήπως έβαλε καμμιά Μυλλαίδη στο κυνήγι;
Φ.- Ξέρω κι εγώ τι να σου πω… ανησυχώ πολύ,
αλλʼ όμως πρέπει τάχιστα γιʼ αυτόν τον ντερτιλή
εξάπαντος να μάθωμε με κάθε προθυμία
και να τηλεγραφήσωμε εις την Αστυνομία,
αλλέως, φίλε Πρόεδρε, στιγμή δεν θα ʼσυχάσωμε
και θάναι κρίμα κι άδικο τον Κόντε μας να χάσωμε.
Τρ.-Λοιπόν γι αυτό το δάνειον τι διάβολο εμάθετε;
Φ.-Το δάνειον προς το παρόν στην καραντίνα κάθεται,
εν τούτοις την γαϊδάρα μου αφήκα στην Αγγλίαν
με την ρητήν διαταγήν και την παραγγελίαν
όποιος ευρή τον Κόντε μας ευθύς να του τη δώση
κι εκείνος στην γαϊδάρα μου τους γρούπους να φορτώση.
Τρ.-Γενναίως ηγωνίσθητε στην ένδοξον μας πάλην
και σεις εκαταφέρατε τους δανειστάς και πάλιν
με την λεπτήν ανατροφήν και τους καλούς σας τρόπους.
και θʼ ανταμείψω δαψιλώς τους ευγενείς σας κόπους.
Αλλʼ όμως πάσχω και θρηνώ και μαίνομαι κι οργίζομαι
όταν την περιπλάνησιν του Κόντε συλλογίζομαι.
Φ.-Ησύχασε και πρόσμενε των δανειστών τον γρούπο,
με το κολάι θα βρεθή κι ο Κόντες οσονούπω,
και τότε μόσχον, Πρόεδρε, θα σφάξης σιτευτόν
κι αμέσως θʼ ανακράξωμεν στον Κόντε μας αυτόν∙
«ω των φρενών μας έκστασις και της ψυχής μας μέθη!…
ήτο νεκρός κι ανέζησε, απολωλώς κι ευρέθη».
Τρ.-Ως ευ παρέστης, σύντροφε του Κόντε…καλώς ώρισες!…
μα πες μου δα τους δανειστάς από κοντά τούς γνώρισες;
Φ.-Τους είδα και τους γνώρισα…
Τρ.-Και δεν μου λες τι κάνουν;
Φ.-Πολύ καλά…ευχαριστώ…στιγμή δεν σε ξεχάνουν.
Τρ.-Τι άνθρωπʼ είναι;
Φ.-Άνθρωποι με χέρια και με πόδια,
μα σαν δανείζουν των Ρωμηών τους Λόρδους και Σωτήρας
τότε μεταμορφόνονται, Πρωθυπουργέ, σε βώδια,
με άλλους λόγους γίνονται καθώς τους αροτήρας,
κι εμείς ανάγκην έχομεν κτηνών αροτριώντων
προς νέαν καλλιέργειαν των ξηραθέντων φόντων.
Τρ.-Πώς ήθελα να δω κι εγώ Εγγλέζους παλαβούς
εμπρός μου να μεταβληθούν εις αροτήρας βους…
αλλʼ όμως να!…προσέρχονται με μυκηθμούς τα τέρατα…
καλώς τα τα βωιδάκια μου με τα μεγάλα κέρατα…
(Από σφοδράν συγκίνησιν ο Πρόεδρος ζαλίζεται
και τον απεσταλμένον του θερμώς εναγκαλίζεται,
κι εκείνος για το δάνειον δακρύων τον συγχαίρει
και του φιλεί το κούτελο και το δεξί του χέρι.)