Για την δημοσιονομική κρίση στην Ελλάδα, τις διαπραγματεύσεις, το ΔΝΤ, το ελληνικός χρέος και τη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, μίλησε ο Αλέξης Τσίπρας στην εκδήλωση εγκαινίων έδρας δημοσίου χρέους στο πανεπιστημίου Sciences Po.
Μετά την ελάφρυνση χρέους του Ιουνίου 2018, το ελληνικό δημόσιο χρέος είναι βιώσιμο ακόμα και κάτω από αυστηρές οικονομικές παραδοχές, τόνισε ο Αλέξης Τσίπρας στην κεντρική ομιλία που απηύθυνε στην εκδήλωση εγκαινίων της έδρας δημοσίου χρέους του πανεπιστημίου Sciences Po, ως προσκεκλημένος του πρύτανη της σχολής και πρώην πρωθυπουργού της Ιταλίας, Ενρίκο Λέτα.
Με αντικείμενο της ομιλίας του την ελληνική εμπειρία από την κρίση, τα μνημόνια και το χρέος, ο τέως πρωθυπουργός και πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ σημείωσε ότι η ανάκτηση της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους, αποτελεί μία από τις μεγάλες επιτυχίες της κυβερνητικής θητείας του, που δίνει έναν καθαρό ορίζοντα για χρόνια στην Ελλάδα. Ο Αλ. Τσίπρας άσκησε έντονη κριτική στο ΔΝΤ και στους πολιτικούς που, όπως είπε, επέλεξαν να επιβάλουν ένα πρόγραμμα που συνδύασε «λιτότητα από το ΔΝΤ με ευρωπαϊκό βέτο σε ουσιαστική αναδιάρθρωση χρέους» και εναντιώθηκαν στην αναδιάρθρωση του χρέος για να υπερασπιστούν τα συμφέροντα των τραπεζών. Επέκρινε το ΔΝΤ για σκόπιμες απαισιόδοξες προβλέψεις και εμμονές που λειτουργούσαν υπονομευτικά για την πορεία ανασύνταξης της οικονομίας. Σημείωσε τον ρόλο της Αριστεράς ως της κατεξοχήν δύναμης-εχθρού του χρέους, ενώ υπογράμμισε την αναγκαιότητα για γενναίες αποφάσεις στην ΕΕ για αλλαγή του κυρίαρχου παραδείγματος στην κατεύθυνση της ειλικρινούς και ουσιαστικής ευρωπαϊκής αλληλεγγύης.
Oλόκληρη η ομιλία:
Θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά τον Enrico Letta, τον Frederic Mion και την Anne-Laure Kiechel για την σημερινή πρόσκληση.
Θεωρώ ότι η ίδρυση της Έδρας Δημοσίου Χρέους είναι εξαιρετικά σημαντική όχι μόνο για την Γαλλία και την Ευρώπη αλλά σε παγκόσμιο επίπεδο.
Κυρίως δεδομένων των κοινών προκλήσεων που δημιουργεί το θέμα του επιπέδου του παγκόσμιου δημοσίου χρέους (υπολογίζεται στα 255 τρις ευρώ) και δεδομένων των πολιτικών που εφαρμόσθηκαν ως τώρα από διεθνείς θεσμούς και κράτη, για την αντιμετώπισή του.
Η ανάληψη της διακυβέρνησης από τον ΣΥΡΙΖΑ, μετά τις εκλογές στις 25 Ιανουαρίου 2015, συνέπεσε με την κορύφωση μιας κρίσης που είτε θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί, είτε να είχε πολύ πιο διαχειρίσιμη εξέλιξη.
Πρόκειται για μια κρίση δημοσιονομική που εξαιτίας των άστοχων χειρισμών της εξελίχθηκε σε μείζονα κρίση χρέους, σε μείζονα χρηματοπιστωτική κρίση.
Η εμπειρία της Ελλάδας είναι πολύ ενδιαφέρουσα για δυο λόγους :
Πρώτον γιατί η Ελλάδα αν και με πολύ μικρό μερίδιο στο ευρωπαϊκό και παγκόσμιο ΑΕΠ και αντίστοιχα πολύ μικρό μερίδιο χρέους στο σύνολο του ευρωπαϊκού ή του παγκόσμιου, εντούτοις αποτελούσε συστημικό κίνδυνο για το ευρώ και κατ’ επέκταση για την σταθερότητα της ΕΕ, εξαιτίας της μεγάλης παρουσίας ομολόγων του ελληνικού δημοσίου στις μεγάλες Γερμανικές και Γαλλικές τράπεζες.
Δεύτερον γιατί ανέδειξε τις μεγάλες αδυναμίες τις Ε.Ε. και ειδικότερα της ζώνης του ευρώ να διαχειριστούν συστημικούς κινδύνους, στο βαθμό που για πολιτικούς λόγους δεν είναι σε θέση να εμβαθύνουν τη νομισματική και τραπεζική ενοποίησης και άρα στερούνται εργαλείων που θα μπορούσε πχ να έχει η FED στις ΗΠΑ, για να αντιμετωπίσει μια παρόμοια κρίση (πχ δανεισμός έκτακτης καταφυγής, τραπεζικές εγγυήσεις καταθέσεων, τύπωμα χρήματος)
Τέλος η ελληνική εμπειρία έχει και έντονο πολιτικό ενδιαφέρον γιατί αναδεικνύει εύγλωττα τον κυνισμό και τη πολιτική υποκρισία, τόσο στο εσωτερικό της χώρας, που εθελοτυφλούσε για χρόνια, όσο, κυρίως, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, που αντιμετωπίστηκε ως πειραματόζωο.
Όταν ο ΣΥΡΙΖΑ παρέλαβε τη διακυβέρνηση βρισκόμασταν ήδη στη πέμπτη συνεχόμενη χρονιά ατελέσφορών προγραμμάτων λιτότητας, που είχαν ήδη συρρικνώσει το 25% του ΑΕΠ της χώρας, η ανεργία είχε σκαρφαλώσει στο 29% και στο 60% για τους νέους, η χώρα βρισκόταν σε βαριά ύφεση και μεγάλο μέρος του πληθυσμού στα πρόθυρα ανθρωπιστικής κρίσης.
Το χρέος είχε ανέλθει από το 124% πριν τα προγράμματα διάσωσης στο 184% μετά την εφαρμογή τους και 5η αξιολόγηση του 2ου προγράμματος που έπρεπε να είχε ολοκληρωθεί έξι μήνες νωρίτερα, δεν είχε ποτέ ξεκινήσει.
Ήταν απολύτως φανερό ότι τα δύο πρώτα Προγράμματα Δημοσιονομικής Προσαρμογής, το πρώτο από το Μάιο του 2010 έως το Μάρτιο του 2012 και το δεύτερο από το Μάρτιο του 2012 είχαν αποτύχει παταγωδώς.
Και το σημαντικότερο είναι ότι απέτυχαν όχι γιατί δεν εφαρμόστηκαν σωστά, αλλά, ακριβώς επειδή εφαρμόστηκαν. Ο σχεδιασμός τους ήταν καταδικασμένος να αποτύχει.
Το φάρμακο που επιλέχτηκε έκανε περισσότερο κακό στον ασθενή από ότι η ίδια η ασθένεια.
Επιτρέψτε μου όμως, πριν σας μιλήσω για το κακό φάρμακο, να σας μιλήσω για την ασθένεια.
Για το πως φτάσαμε στη κρίση.
Σε μία πρώτη ανάγνωση, αιτία της μεγάλης ελληνικής ύφεσης 2010-2013 ήταν τα δίδυμα ελλείμματα (δημοσιονομικό και τρεχουσών συναλλαγών) που επιτάθηκαν από τα εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια της περιόδου που ακολούθησε την ένταξη της χώρας στο ευρώ.
Παρά τη δόση αλήθειας που περιέχει αυτή η ερμηνεία, μία πιο προσεκτική ανάγνωση διαπιστώνει πως τα πραγματικά αίτια της κρίσης είναι βαθύτερα και εδράζονται στις δομικές παθογένειες του ελληνικού καπιταλισμού αλλά και του τρόπου που λειτούργησε το ελληνικό πολιτικό σύστημα τις δεκαετίες που ακολούθησαν την αποκατάσταση της δημοκρατίας το 1974 με κορύφωση το περίοδο λίγο πριν και αμέσως μετά την ένταξη της χώρας στη ζώνη του ευρώ:
– Χαμηλές δημόσιες επενδύσεις αλλά υψηλή δημόσια σπατάλη, χωρίς τη δημιουργία ισχυρού τομέα εξαγωγών
– δημιουργία εκτεταμένου πελατειακού κράτους αντί για σύγχρονο κράτος πρόνοιας
– διαρκής υστέρηση δημόσιων εσόδων εξαιτίας της εκτεταμένης φοροαποφυγής και υποφορολόγησης του μεγάλου πλούτου.
Δημόσια ελλείμματα χωρίς συνεκτική στρατηγική οικονομικής ανάταξης, που διευρύνονταν τόσο σε καιρούς οικονομικής επιβράδυνσης όσο και σε καιρούς ισχυρής ανάπτυξης.
Αυτές είναι οι παθογένειες που ευθύνονται για τη διόγκωση του δημοσίου χρέους σε επίπεδα μη βιώσιμα και οδήγησαν στον αποκλεισμό της χώρας από τις διεθνείς αγορές και την οικονομική κατάρρευση του 2010.
Η Αριστερά αναγνώρισε και ανέδειξε έγκαιρα τόσο τις αιτίες όσο και τις ολέθριες συνέπειες του διογκούμενου χρέους.
Από τη δεκαετία του ’80 η Ελληνική Αριστερά είχε μια συνεπή πολιτική καταγγελίας της διαφθοράς στα δημόσια έργα και στις σχετικές διαγωνιστικές διαδικασίες, στην οικοδόμηση του πελατειακού κράτους από τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ στη δημόσια διοίκηση, στον τρόπο χρηματοδότησης των Ολυμπιακών Αγώνων και στην εξοπλιστική πολιτική.
Διότι, παρά τα αντιθέτως λεγόμενα, αποτελεί ευθύνη της Αριστεράς να είναι ο κατ’εξοχήν εχθρός πολιτικο-οικονομικών πρακτικών που οδηγούν στη δημιουργία χρέους και σε αυτήν την κατεύθυνση θα εργαστούμε ακόμα περισσότερο στο μέλλον.
Με την εκλογική νίκη του Ιανουαρίου και Σεπτεμβρίου 2015, η Αριστερά όφειλε να αποκαταστήσει τους όρους επανένταξης της χώρας στο διεθνές οικονομικό σύστημα, ώστε η χώρα να ανακτήσει την εθνική της ανεξαρτησία που περιορίστηκε δραματικά στα χρόνια της κρίσης, αλλά ταυτόχρονα όφειλε και οφείλει να συνεχίσει την προσπάθεια ώστε να εξαλειφθούν οι δομικές αιτίες που οδήγησαν στην κατάρρευση και αναπαράγουν πολλαπλές μορφές ανισοτήτων.
Αυτός άλλωστε ήταν ο στόχος της διαπραγμάτευσης.
Μια έντιμη συμφωνία ήπιας δημοσιονομικής προσαρμογής συνοδευόμενη από ένα σχέδιο ριζικών διαρθρωτικών αλλαγών για τη καταπολέμηση των δομικών γενεσιουργών αιτιών.
Και ταυτόχρονα μια ριζική λύση για το δημόσιο χρέος.
Είτε αντίστοιχη της γενναίας λύσης που η παγκόσμια κοινότητα απλόχερα έδωσε στη Γερμανία το 1953, είτε έστω μέσω μιας σοβαρής αναδιάρθρωσης που θα έπρεπε όμως να έρθει μπροστά, πριν τη δημοσιονομική προσαρμογή για να έχει αξιοπιστία και αποτελεσματικότητα.
Δυστυχώς πέσαμε στο τοίχο μιας συντηρητικής και ιδεοληπτικής Ευρώπης.
Και ταυτόχρονα στον αμοραλισμό ενός ΔΝΤ που αντί να μιλάει τεχνοκρατικά έπαιζε πολιτικά παιχνίδια.
Έτσι φτάσαμε στο όριο, στο χείλος της καταστροφής και εν τέλει σε μια συμφωνία που εμπεριείχε μέρος των στόχων μας.
Κερδίσαμε την ηπιότερη δημοσιονομική προσαρμογή, την προστασία συλλογικών διαπραγματεύσεων και την μη περαιτέρω περικοπή συντάξεων, αλλά όχι την ριζική ανατροπή των πολιτικών εσωτερικής υποτίμησης.
Κερδίσαμε τη διευθέτηση του χρέους δίνοντας έναν καθαρό ορίζοντα για πολλά χρόνια, αλλά με καθυστέρηση 8 ετών και όχι προκαταβολικά, όπως θα έπρεπε.
Η διευθέτηση του χρέους ήρθε τελικά το 2018 και όχι το 2010.
Με τη χώρα να έχει θυσιάσει μεγάλο μέρος του ΑΕΠ της και έχοντας καθυστερήσει δραματικά σε αναγκαίες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.
Άλλα δυστυχώς αυτό είναι το βασικό χαρακτηριστικό τη σημερινής Ευρώπης: too little too late.
Έρχομαι τώρα στη λανθασμένη συνταγή, στο λάθος φάρμακο.
Κάθε πρόγραμμα διάσωσης που σχεδιάζει και συμμετέχει το ΔΝΤ περιλαμβάνει τρία τουλάχιστον στοιχεία.
(α) Ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους και διαπραγμάτευση για την αναδιάρθρωσή του στις περιπτώσεις που το χρέος κρίνεται μη βιώσιμο.
(β) Υποτίμηση του εθνικού νομίσματος ώστε να αντισταθμισθούν οι υφεσιακές συνέπειες που συνήθως συνοδεύουν ένα πρόγραμμα προσαρμογής.
(γ) Δημοσιονομική προσαρμογή ώστε να διορθωθούν οι μακροοικονομικές ανισορροπίες.
Η περίπτωση της Ελλάδας αποτελεί εξαίρεση.
Όχι μόνο δεν μπορούσε να υλοποιηθεί το σημείο (β), καθώς η χώρα ήταν μέλος νομισματικής ένωσης, αλλά και επειδή το ΔΝΤ επέλεξε να παίξει τα πολιτικά παιχνίδια των κυρίαρχων στην Ευρώπη δυνάμεων.
Επέλεξε λοιπόν, προς διευκόλυνση της Γερμανίας και της επιλογής της να φέρει το ΔΝΤ στο πρόγραμμα, να μην ζητήσει ούτε την προκαταβολική αναδιάρθρωση του μη βιώσιμου δημοσίου χρέους, παρότι αυτό αποτελεί πάντα προϋπόθεση προκειμένου να χρηματοδοτήσει πρόγραμμα διάσωσης. Προτίμησε μάλιστα να τροποποιήσει το καταστατικό του, αφήνοντας τη χώρα χωρίς μέτρα αντιστάθμισης απέναντι σε μία τεράστια δημοσιονομική προσαρμογή.
Αυτός είναι και ένας από τους κύριους λόγους αποτυχίας των δύο πρώτων προγραμμάτων διάσωσης και μία από τις βασικές αιτίες του μεγέθους και της διάρκειας της ελληνικής ύφεσης.
Αν όμως η ευθύνη βαραίνει το ΔΝΤ, βαραίνει εξίσου και τους πολιτικούς που επέλεξαν να επιβάλουν ένα πρόγραμμα που συνδύασε το ΔΝΤ και ευρωπαϊκού θεσμούς σε ένα τραγικό χορό που έφερε την Ελλάδα τα χειρότερα και των δύο πλευρών: λιτότητα από το ΔΝΤ με ευρωπαϊκό βέτο σε ουσιαστική αναδιάρθρωση χρέους.
Η ευθύνη βαραίνει του πολιτικούς που εναντιώθηκαν στην αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους προκειμένου να προστατευθούν τα συμφέροντα τραπεζών, μεταφέροντας έτσι το βάρος της προσαρμογής μονομερώς στους Έλληνες φορολογούμενους.
Διότι για πολιτικούς λόγους που όλοι γνωρίζουμε, διάφοροι μέτριοι τεχνοκράτες που τυγχάνει όμως να κατέχουν καίριες θέσεις στην ευρωπαϊκή γραφειοκρατία, εστιάζουν σήμερα στη συζήτηση για το πόσο κόστισε η 6μηνη καθυστέρηση με τη διαπραγμάτευση του 15.
Το κάνουν μόνο και μόνο για να αποφύγουν την ουσία της συζήτησης για το πόσο κόστισε η επιμονή τους σε μια ανορθόδοξη οικονομικά λύση.
Και κυρίως να κρύψουν την υποκρισία τους επι χρόνια πριν το 2015, που έλεγαν εν γνώση τους δημόσια ψέματα για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους.
Δεν αρνούμαι ότι ιστορία οφείλει να αναγνωρίσει το γεγονός ότι η ΕΕ παρείχε μια μεγάλη οικονομική στήριξη στην Ελλάδα. Αν δεν είχε δανείσει στην Ελλάδα πάνω από 200 δις, η χώρα θα είχε χρεοκοπήσει και θα είχε οδηγηθεί εκτός ευρωζώνης. Ωστόσο ταυτόχρονα οφείλουμε όλοι να αναγνωρίσουμε ότι αυτή η στήριξη ήρθε με ένα τεράστιο κοινωνικό και οικονομικό τίμημα και με προϋποθέσεις που δυσχέραναν την ταχεία ανάκαμψη. Κανείς δεν μπορεί να κλείσει τα μάτια στις τεράστιες ευθύνες που Ευρωπαίοι πολιτικοί έχουν για τη διάρκεια και το βάθος της ελληνικής κρίσης, που κόστισε 25% του ΑΕΠ, 1,5 εκ ανέργους και έναν λαό σε απόγνωση.
Επιτρέψτε μου επομένως μια μικρή παρένθεση για να αναφερθώ ακριβώς στα μνημόνια που συνόδευαν τις δανειακές συμβάσεις και αποτελούσαν το αντάλλαγμα/ το τίμημα που έπρεπε να πληρώσει η Ελλάδα για την ρύθμιση του χρέους.
Και προκαταβολικά θα πω το εξής:
Ρύθμιση του χρέους, δάνεια του επίσημου τομέα προς την Ελλάδα και μνημόνια δεν είναι τρία ξεχωριστά στοιχεία του προγράμματος διάσωσης που δεν έχουν σύνδεση μεταξύ τους.
Στην πραγματικότητα η ρύθμιση του χρέους και η σε δόσεις εκταμίευση των δανείων με αντάλλαγμα τις μεταρρυθμίσεις των μνημονίων συγκροτούν έναν ενιαίο μηχανισμό – μια τεχνολογία πειθάρχησης.
Οι θεσμοί με λίγα λόγια μας έλεγαν: αν δεν εφαρμόσετε μια σκληρή και νεοφιλελεύθερη πολιτική θα σας αφήσουμε να χρεοκοπήσετε. Ή θα κάνετε αυτό που σας λέμε από άποψη αποτελεσμάτων αλλά και μεθοδολογίας ή θα καταστραφείτε και θα πρέπει να τα βγάλετε πέρα μόνοι σας.
Τρία σημεία λοιπόν θα μπορούσε κανείς να εντοπίσει ως κυρίως προβληματικά στην πολιτική που ενσάρκωναν τα μνημόνια.
α) Την πολιτική εσωτερικής υποτίμησης – δηλαδή τον σκληρό πυρήνα των δύο πρώτων προγραμμάτων διάσωσης που εφαρμόστηκαν στην Ελλάδα ως αντάλλαγμα για το δανεισμό και την ελάφρυνση του χρέους
β) την διαπραγματευτική εμμονή των εκπροσώπων των πιστωτών σε δευτερεύοντα ζητήματα ενώ άφηναν στο απυρόβλητο δομικές παθογένειες της ελληνικής οικονομίας
γ) τις υπερβολικά και ίσως σκοπίμως απαισιόδοξες δημοσιονομικές προβλέψεις του ΔΝΤ την περίοδο 2015-2018 οι οποίες βραχυκύκλωναν διαρκώς την πορεία προσαρμογής και με τις οποίες στο τέλος οι Ευρωπαίοι συντάσσονταν
Ως προς το πρώτο σημείο δεν χρειάζεται να πω πολλά. Από την πρώτη στιγμή κεντρικό ζητούμενο εκ μέρους των θεσμών ήταν η μείωση του μισθολογικού κόστους σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα αλλά και η ολοκληρωτική απορύθμιση της αγοράς εργασίας με την πλήρη απελευθέρωση των ελαστικών μορφών απασχόλησης και την κατάργηση ακόμα και των συλλογικών διαπραγματεύσεων.
Κοινή και λανθασμένη παραδοχή εξάλλου εκ μέρους όλων των θεσμών ήταν ότι η μειωμένη ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας οφειλόταν στο αυξημένο εργασιακό κόστος και την άκαμπτη αγορά εργασίας πράγμα που διαψεύδεται από όλα τα διαθέσιμα στοιχεία και τις σχετικές έρευνες.
Ως προς το δεύτερο σημείο, δηλαδή τις διαπραγματευτικές εμμονές των εκπροσώπων των πιστωτών δεν έχω το χρόνο να μπω σε αναλυτικά παραδείγματα. Θα πω μόνο ότι αντί οι θεσμοί να χρησιμοποιήσουν την πολιτική τους ισχύ ώστε να διορθωθούν δομικές παθογένειες της ελληνικής οικονομίας και διοίκησης πολλές φορές λειτούργησαν ως ιμάντες μεταβίβασης και επιβολής αιτημάτων κατεστημένων ειδικών συμφερόντων. Εκατοντάδες ώρες εργασίας και διαπραγμάτευσης χάθηκαν επειδή οι θεσμοί επικεντρώνονταν σε ιδεοληπτικές λεπτομέρειες, όπως, για παράδειγμα, να λύσουν το «κορυφαίο θέμα» πόσες Κυριακές το χρόνο θα είναι ανοιχτά τα εμπορικά καταστήματα. Ή ποια φάρμακα θα πωλούνται στα Super markets. Ή ποια είδη γάλατος μπορούν να πωλούνται ως «φρέσκα».
Πολύ καλά όλα αυτά.
Αλλά ποτέ δεν ζήτησαν με την ίδια επιμονή να μας βοηθήσουν να προωθήσουμε μεταρρυθμίσεις για τη καταπολέμηση της διαφθοράς, την επιτάχυνση της δικαιοσύνης ή την ολοκλήρωση του κτηματολογίου.
Έρχομαι τώρα στο τρίτο ζήτημα που είναι και το πλέον εξοργιστικό. Το ζήτημα των σκοπίμως απαισιόδοξων δημοσιονομικών προβλέψεων του ΔΝΤ που διέβλεπε διαρκώς δημοσιονομικό κενό πράγμα που κατέληγε να βραχυκυκλώνει την πορεία προσαρμογής, να καθυστερεί την ολοκλήρωση των αξιολογήσεων και να λειτουργεί υπονομευτικά για την πορεία ανασύνταξης της ελληνικής οικονομίας. Ήταν τέτοια η εμμονή του ΔΝΤ σε συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις όπως πχ η μείωση του αφορολόγητου ορίου ή η ακόμα μεγαλύτερη μείωση των συντάξεων που για να επιβάλλει αυτά τα μέτρα δεν απέφυγε να απολέσει την αξιοπιστία του διεθνώς σε όποιον στοιχειωδώς σοβαρό τεχνοκράτη παρακολουθούσε το ελληνικό πρόγραμμα.
Για να σας δώσω την τάξη μεγέθους: την ώρα που η ελληνική οικονομία από το 2016 σημείωνε πρωτογενή πλεονάσματα κάθε χρόνο κοντά ή και πάνω από 4% το ΔΝΤ προέβλεπε πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 0,1 έως 1%. Και το χειρότερο από όλα ήταν ότι ενώ οι Ευρωπαίοι πιστωτές έβλεπαν τα προφανή λάθη στις προβλέψεις αυτές στο τέλος πάντοτε έκαναν δεκτές τις εκτιμήσεις του ΔΝΤ για να το κρατήσουν στο πρόγραμμα και το τίμημα τελικώς πλήρωναν οι Έλληνες πολίτες.
Θα μπορούσα να μιλήσω πολύ παραπάνω για την εμπειρία της μνημονιακής διαπραγμάτευσης. Αυτό όμως που νομίζω ότι πρέπει να κρατήσουμε από αυτή την αναδρομή είναι ότι το χρέος χρησιμοποιήθηκε ως μοχλός πίεσης ώστε να εφαρμοστούν πολιτικές οι οποίες προκάλεσαν τεράστιο οικονομικό και κοινωνικό κόστος και οδήγησαν σε έναν φαύλο κύκλο.
Το παιχνίδι ήταν απλό το ΔΝΤ μας έλεγε να πείσουμε τους ευρωπαϊκούς θεσμούς για την ανάγκη αναδιάρθρωσης σε αντάλλαγμα για πιο ελαφρά μέτρα λιτότητας και οι ευρωπαϊκοί θεσμοί απαντούσαν ότι η αναδιάρθρωση είναι αδύνατη και έπρεπε το ΔΝΤ να πειστεί ότι μπορούσαν να ληφθούν πιο ελαφρά μέτρα.
Τελικά όμως ήρθε το πλήρωμα του χρόνου και μετά από τις τεράστιες προσπάθειες της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και τις θυσίες του ελληνικού λαού που πλήρωσε ένα τεράστιο τίμημα ήρθε τελικά η πολυπόθητη ρύθμιση του χρέους.
Και μπορούμε να πούμε ότι μετά την συμφωνία ρύθμισης και ελάφρυνσης τον Ιούνιο του 2018 το ελληνικό δημόσιο χρέος είναι βιώσιμο ακόμα και κάτω από αυστηρές οικονομικές παραδοχές.
Ανακεφαλαιώνοντας, λοιπόν, δύο από τα βασικά διδάγματα που αντλήσαμε από τα δύο πρώτα ελληνικά προγράμματα διάσωσης ήταν
(α) η σημασία να τεθεί η ελάφρυνση του χρέους ως συστατικό στοιχείο της προσαρμογής.
(β) η σημασία η αναδιάρθρωση αυτή να είναι γενναία και χωρίς αιρεσιμότητες προκειμένου να είναι αξιόπιστη.
Αν και το τρίτο πρόγραμμα διάσωσης μετέθεσε σκοπίμως όπως προείπα την ελάφρυνση χρέους στο τέλος της περιόδου προσαρμογής, παρά τη δική μας επιθυμία αυτή να προηγείται, εντούτοις επέτρεψε εντέλει την υιοθέτηση ενός ρεαλιστικού «μονοπατιού» δημοσιονομικής προσαρμογής ακριβώς λόγω των διαπραγματευτικών προσπαθειών της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ.
Και συνέβαλε με τρόπο κρίσιμο στη σταθεροποίηση της οικονομίας, στην επιτυχή ολοκλήρωση του προγράμματος, και την επιστροφή της χώρας στις διεθνείς αγορές με τρόπο διατηρήσιμο.
Ακόμη και υπό αυστηρές οικονομικές παραδοχές, προβλέπεται πως οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας δεν θα υπερβούν το 15 τοις εκατό σε χρονικό ορίζοντα 40 ετών ενώ οι επισφάλειες από δυσμενή μεταβολή των επιτοκίων δανεισμού μεσοπρόθεσμα είναι μικρές καθώς στο μεγάλο μέρος του το χρέος έχει σταθερά επιτόκια και μεγάλη μέση ωρίμανση.
Θεωρώ ότι η ανάκτηση της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους, αποτελεί μία από τις μεγάλες επιτυχίες της κυβερνητικής μου θητείας που δίνει έναν καθαρό ορίζοντα για χρόνια στην Ελλάδα.
Θέλω, όμως, να κλείσω την εισαγωγική μου αυτή τοποθέτηση τονίζοντας ότι το θέμα του δημόσιου χρέους δεν έχει κλείσει για την Ευρώπη, ειδικά αν δεν επικεντρωθεί στην ανάπτυξη.
Πολλές χώρες αυτή τη στιγμή στην ΕΕ αντιμετωπίζουν θέμα με το δημόσιο χρέος και το ερώτημα που πρέπει να τεθεί σε όλους μας είναι το εξής: Θα αφήσουμε κάθε χώρα να αντιμετωπίσει το πρόβλημα μόνη της υπό την απειλή του ηθικού κινδύνου (moral hazard) που θα δημιουργούσε μια κοινή ευρωπαϊκή πολιτική ή θα επιχειρήσουμε να αλλάξουμε το κυρίαρχο παράδειγμα για να κινηθούμε στην κατεύθυνση της ειλικρινούς και ουσιαστικής ευρωπαϊκής αλληλεγγύης;
Και από αυτή την κοινή ευρωπαϊκή πολιτική δεν μπορεί να απουσιάζει φυσικά η αναπτυξιακή πτυχή. Διότι η ταχύτητα μείωσης του δημόσιου χρέους στην Ελλάδα και την ευρωπαϊκή περιφέρεια εξαρτάται και από τον ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης στην υπόλοιπη Ευρώπη.
Σε ένα περιβάλλον εξαιρετικά χαμηλών ή αρνητικών επιτοκίων, χώρες όπως η Γερμανία, η Ολλανδία ή η Γαλλία θα πρέπει να στηρίξουν πολιτικές στήριξης της ζήτησης και να επενδύσουν σε έργα υποδομής χωρίς το κίνδυνο αύξησης του δικού τους χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ, με σημαντικά οφέλη για τις ίδιες αλλά και για την οικονομική σταθερότητα στην υπόλοιπη Ευρώπη.
Το κύριο εμπόδιο, όμως, σε ένα τέτοιο σχέδιο, είναι οι δυνάμεις της αδράνειας και ο φόβος πως το χρέος μπορεί να καταστεί εκ νέου ανεξέλεγκτο.
Τα οικονομικά δεδομένα μας προτρέπουν όμως να ξανασκεφτούμε τις βασικές παραμέτρους της ευρωπαϊκής οικονομικής και νομισματικής ενοποίησης
Θεωρώ πολύ σημαντικό ότι ο Πρόεδρος Μακρόν άνοιξε τη συζήτηση για αναθεώρηση της ευρωζώνης στην Πνύκα πριν 2 χρόνια και ότι σήμερα επιμένει στην αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας. Και είναι σημαντικό ότι ο Ολαφ Σόλτς ξανάνοιξε τη συζήτηση για κοινή ευρωπαϊκή ασφάλιση καταθέσεων. Και είναι σημαντικό ότι η Γαλλία και Γερμανία συμφώνησαν στην αναζωογόνηση του διαλόγου για το μέλλον της Ευρώπης.
Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν υπάρχει τελικά αυτή η αναγκαία πολιτική βούληση για γενναίες αποφάσεις.
Υπάρχει;
Η απάντηση ανήκει σε εσάς.