Το Β2 Εργατικό Τμήμα του Αρείου Πάγου δικαίωσε απολυθέντα, κρίνοντας ότι η απόλυσή έγινε για εκδικητικούς λόγους από την εργοδοτική πλευρά και για λόγους εμπάθειας προς το πρόσωπο του εργαζόμενου, καθώς αρνήθηκε να αποδεχθεί την αξίωση της επιχείρησης για εικονική απόλυσή του», χωρίς την καταβολή αποζημίωσης και τη συνέχιση της εργασίας του χωρίς ασφάλιση.
Το έτος 2008 εργαζόμενος προσλήφθηκε σε αναψυκτήριο-εστιατόριο με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου και 14 μήνες μετά καταρτίστηκε νέα σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, πλήρους απασχόλησης και πενθήμερης εργασίας. Στη συνέχεια, υπό την απειλή της απόλυσης, ο εργαζόμενος αναγκάστηκε να υπογράψει νέα σύμβαση, εκ περιτροπής εργασίας 16 ήμερων τον μήνα, ενώ στην πραγματικότητα εργαζόταν με καθεστώς πλήρους απασχόλησης.
Όμως, τον Σεπτέμβριο του 2011 απολύθηκε χωρίς την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης. Συγκεκριμένα, ο εργαζόμενος αρνήθηκε να υπογράψει την καταγγελία της σύμβασής του, γιατί είχε ανακριβή στοιχεία.
Πριν την απόλυση, όπως αναφέρουν οι αρεοπαγίτες, η εργοδότρια εταιρεία ζήτησε από τον εργαζόμενο να αποδεχθεί η απόλυσή του να γίνει εικονικά, χωρίς να του καταβληθεί αποζημίωση απολύσεως και παράλληλα να συνεχίσει να εργάζεται χωρίς ασφάλιση.
Έτσι, ο απολυθείς προσέφυγε στο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας διεκδικώντας όλες τις εργασιακές του αξιώσεις, καταγγέλλοντας, παράλληλα, την απαίτηση της τέως εργοδότριας εταιρείας για εικονική απόλυση, κλπ.
Ο ‘Αρειος Πάγος, επικυρώνοντας την απόφαση του Εφετείου που είχε δικαιώσει και πάλι τον εργαζόμενο, επισημαίνει ότι «η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας ήταν άκυρη, καθόσον ασκήθηκε κατά κατάχρηση του σχετικού δικαιώματος της εναγομένης εταιρείας, και ειδικότερα από εμπάθεια προς το πρόσωπο του εργαζόμενου, επειδή αρνήθηκε να αποδεχθεί την μη σύννομη αξίωσή της για εικονική απόλυσή του χωρίς την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης απολύσεως και συνέχιση της εργασίας του χωρίς ασφάλιση και δεν συναίνεσε έτσι στη μη νόμιμη εργασιακή αυτή πρακτική της και επιπροσθέτως γιατί δεν του καταβλήθηκε η νόμιμη αποζημίωση απολύσεως».
Παράλληλα, αναφέρει η απόφαση του Αρείου Πάγου: «Η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας είναι άκυρη, καθόσον ασκήθηκε κατά προφανή υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του σχετικού δικαιώματος της εταιρείας ως εργοδότριας.
Ασκήθηκε καταχρηστικά από πλευράς της εταιρείας από εμπάθεια και εκδικητικότητα προς το πρόσωπο του ενάγοντος ως εργαζόμενου, επειδή αυτός αρνήθηκε να αποδεχθεί την μη σύννομη αξίωσή της και εργασιακή της πρακτική περί εικονικής απόλυσής του και συνέχιση της εργασίας του χωρίς ασφάλιση και επιπροσθέτως επειδή ο απασχολούμενος είχε προσφύγει στην αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας, διεκδικώντας όλες τις έως τότε εργασιακές του αξιώσεις εναντίον της και επιπλέον, καταγγέλλοντας τη μη νόμιμη απαίτηση της τελευταίας για εικονική απόλυση και συνέχιση της εργασίας του ως ανασφάλιστος, ενέργειες οι οποίες ήταν απολύτως σύννομες από πλευράς του ενάγοντος, αλλά ουδόλως αρεστές στην εναγομένη-εργοδότριά του, η οποία για το λόγο αυτό προέβη στην απόλυσή του, προκειμένου να απαλλαγεί οριστικά από αυτόν, ο οποίος ως εργαζόμενος απέκρουσε την αντισυμβατική και μη σύννομη συμπεριφορά της».
Το Ανώτατο Πολιτικό Δικαστήριο απέρριψε παράλληλα τον εργοδοτικό ισχυρισμό ότι η απόλυση έγινε για οικονομικοτεχνικούς λόγους (δηλαδή λόγω αναδιοργάνωσης της επιχείρησης κάτι που καθιστά αναγκαία τη μείωση του προσωπικού), αφού το έτος εκείνο (2011) είχε κέρδη ύψους 59.460 ευρώ.
Ακόμη, οι αρεοπαγίτες χαρακτηρίζουν «προσχηματικό» τον ισχυρισμό ότι η απόλυση έγινε για οικονομικοτεχνικούς λόγους, καθώς «υποκρύπτει την πραγματική της βούληση, που ήταν να απαλλαγεί από τον εργαζόμενό της αυτό, που διεκδικούσε τα εργασιακά και ασφαλιστικά του δικαιώματα».
Τέλος, το ποσό των 41.556 ευρώ επιδικάστηκε στον απολυθέντα ως αποζημίωση, καταβολή επιδομάτων, κ.λπ.
Πηγή: ΑΠΕ