Δημοσιονομική αστοχία από το 2020 διαπιστώνει το Ταμείο και συστήνει ελάφρυνση των πλεονασμάτων
«Κόλαφο» αποτελεί για την κυβέρνηση η έκθεση που έδωσε χθες στη δημοσιότητα το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο για την ελληνική οικονομία. Σε ένα κείμενο το οποίο διαπνέεται από έντονη απαισιοδοξία, διατυπώνονται δυσοίωνες προβλέψεις για όλα τα κύρια μέτωπα, από την ανάπτυξη μέχρι τα πλεονάσματα και το δημόσιο χρέος.
Με βάση δε την απαισιοδοξία του αυτή, η οποία, αν μη τι άλλο, επισφραγίζει και τυπικώς την περίοδο της -εν πολλοίς αυθαίρετης και διαψευσθείσας- μετεκλογικής ευφορίας, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο επανέρχεται, με την έκθεση του άρθρου 4 για την ελληνική οικονομία, στις κλασικές «συνταγές» των μεταρρυθμίσεων, οι οποίες συνίστανται σε ιδιαίτερα σκληρά μέτρα, όπως είναι η μείωση του αφορολόγητου ορίου, η περικοπή της 13ης σύνταξης και των προσωπικών διαφορών για τους παλαιούς συνταξιούχους, αλλά και η κατάργηση της προστασίας της πρώτης κατοικίας.
Η έκθεση αφήνει έκθετη την κυβέρνηση και ειδικά την ατολμία που επιδεικνύει στη διεκδίκηση για χαμηλότερα πλεονάσματα, τα οποία το ΔΝΤ θεωρεί αναγκαία. Και σαν να μην αρκούσαν όλα αυτά, το Ταμείο αφήνει πολλές αιχμές για την επίτευξη των δημοσιονομικών και των αναπτυξιακών στόχων.
Συγκεκριμένα, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο επισημαίνει στην έκθεσή του για την ελληνική οικονομία η οποία δόθηκε χθες στη δημοσιότητα, την ανάγκη μείωσης των πρωτογενών πλεονασμάτων σε συμφωνία με τους θεσμούς της Ε.Ε. Αποκαλύπτει πάντως, αναφορικά με το φλέγον αυτό ζήτημα, ότι, κατά τη διάρκεια της συζήτησης της εν λόγω έκθεσης στο Διοικητικό Συμβούλιο του Ταμείου την προηγούμενη Τετάρτη, εμφανίστηκαν ορισμένα κράτη – μέλη τα οποία εκφράστηκαν εναντίον μιας τέτοιας κίνησης, ζητώντας εν προκειμένω να διατηρηθεί η συμφωνία του Eurogroup ώστε να διαφυλαχθεί η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους.
Κάτι το οποίο αναφέρουν για το όλο θέμα οι συντάκτες της έκθεσης είναι η «επίτευξη συναίνεσης με τους Ευρωπαίους εταίρους για χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα, τα οποία θα προσφέρουν πρόσθετο δημοσιονομικό χώρο για πολιτικές κοινωνικής ένταξης και ανάπτυξης, αλλά δεν θα υποκαταστήσουν τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Καλύτερος προγραμματισμός για τους φορολογικούς κινδύνους, μαζί με έναν μηχανισμό εξομάλυνσης που θα επιτρέπει προσωρινές αποκλίσεις από τους δημοσιονομικούς στόχους σε περίπτωση σοκ, θα βοηθούσε».
Δημοσιονομική τρύπα την επόμενη πενταετία
Στις δημοσιονομικές προβλέψεις του το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο εκτιμά μεν ότι υπερκαλύπτεται ο στόχος για φέτος με πρωτογενές πλεόνασμα ίσο με 3,7% του ΑΕΠ, σημειώνει ωστόσο ότι αυτό δεν θα καταστεί εφικτό ούτε το 2020 (3,1% πρωτογενές πλεόνασμα) αλλά ούτε και στη συνέχεια (2,7%, με 2,2% πρωτογενές πλεόνασμα από το 2021 έως το 2024), λόγω των ασκούμενων πολιτικών. Η εν λόγω πρόβλεψη του Διεθνούς Νομισματικού ταμείου έρχεται σε αντίθεση με τις εκτιμήσεις που έχουν διατυπώσει και η Ελλάδα αλλά και η Κομισιόν, που βλέπει επίτευξη του στόχου το 2020 και το 2021. Υπογραμμίζει δε τον κίνδυνο, προκειμένου να καλύψει η κυβέρνηση τον στόχο μπορεί να επαναλάβει και τον επόμενο χρόνο την επιλογή της υποεκτέλεσης του προϋπολογισμού δημοσίων επενδύσεων.
Χρέος 152% του ΑΕΠ στην πενταετία
Στο 152% του ΑΕΠ εκτιμά το ποσοστό του δημοσίου χρέους για το 2024 το ΔΝΤ, το οποίο θα αποκλιμακώνεται χρόνο με τον χρόνο ως εξής:
2019: 176,5% του ΑΕΠ
2020: 171,4% του ΑΕΠ
2021: 166,3% του ΑΕΠ
2022: 161,0% του ΑΕΠ
2023: 155,6% του ΑΕΠ
2024: 152,0% του ΑΕΠ.
Αναφορικά με το ποσοστό της ανεργίας, το ΔΝΤ το εκτιμά σε 17,5% φέτος, 15,6% το 2020, 14,4% το 2021, 13,6% το 2022, 12,9% το 2023 και 12,9% το 2024.
«Παρά τη δέσμευση της κυβέρνησης για την εμφάνιση πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ για το 2020, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο προβλέπει πως το πρωτογενές πλεόνασμα θα περιοριστεί στο 3% του ΑΕΠ στο πλαίσιο των τρεχουσών πολιτικών», εκτιμώντας επίσης ότι τα μέτρα εξισορρόπησης «είναι ανεπαρκή ή/και εξαιρετικά αβέβαια».
Το Ταμείο διατυπώνει ακόμη ιδιαίτερα συγκρατημένες εκτιμήσεις για τον ρυθμό ανάπτυξης σε μακροχρόνια προοπτική, για τα οφέλη στο κόστος δανεισμού και στη βιωσιμότητα του χρέους από την αλλαγή συνθηκών στην αγορά ομολόγων, αλλά και για την επάρκεια των παρεμβάσεων μείωσης των NPLs και για τον εμπροσθοβαρή χαρακτήρα των μεταρρυθμίσεων.
Η έκθεση βιωσιμότητας δείχνει «κινδύνους για τη μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητα, συμπεριλαμβανομένης της πιθανής ασθενέστερης ανάπτυξης, των χαμηλότερων πρωτογενών πλεονασμάτων ή/και της υλοποίησης των ενδεχόμενων υποχρεώσεων», όπως είναι οι αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, αναφέρει το Ταμείο.
Ακόμη ασκεί κριτική και για το εργασιακό, επιμένοντας στη διεύρυνση της φορολογικής βάσης και στη μείωση της δαπάνης για συντάξεις ώστε να αλλάξει το «μείγμα» πολιτικής και να γίνει πιο αναπτυξιακό.
Δυσαρέσκεια από ελληνικής πλευράς
Εμφανής υπήρξε η δυσαρέσκεια της ελληνικής πλευράς, όπως αυτή διατυπώθηκε μέσω του εκπροσώπου στο ΔΝΤ Μιχάλη Ψαλιδόπουλου και της επιστολής του, που περιλαμβάνεται στο πακέτο εκθέσεων που ανακοινώθηκαν χθες. Συγκεκριμένα, αναφέρεται πως η έκθεση του Ταμείου δίνει υπερβολική έμφαση στο παρελθόν και σε προκλήσεις και υποτιμά τις θετικές πρόσφατες εξελίξεις, οι οποίες βελτιώνουν σημαντικά τις προοπτικές -τόσο τις βραχυπρόθεσμες όσο και τις μεσοπρόθεσμες- της ελληνικής οικονομίας.
Η ελληνική πλευρά μέσω του εκπροσώπου της εκτιμά επίσης ότι η αξιολόγηση της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους από το ΔΝΤ «είναι εξαιρετικά απαισιόδοξη, διότι δεν λαμβάνει υπόψη την εντονότατη μείωση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων και των επιτοκίων δανεισμού που παρατηρήθηκαν τους τελευταίους δεκαοκτώ μήνες και ειδικότερα τους τελευταίους τρεις μήνες».
Αυγή