Αυτή φαίνεται πως είναι τελικά η πρόθεση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Βασίλη Πλιώτα, που ζήτησε την σύγκληση της Ολομέλειας του Εφετείου Αθήνας (ενεργοποίηση του άρθρου 29 του ΚΠΔ) προκειμένου, με αιτιολογία την αποφυγή της πολυδιάσπασης της έρευνας, να ανατεθεί αυτή σε ειδικούς εφέτες ανακριτές.
Όπως φαίνεται να προκύπτει από νεότερες πληροφορίες, με την επίμαχη παραγγελία του, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Βασίλης Πλιώτας, ζητά την ανάθεση του συνόλου της έρευνας -σε όποιο δικονομικό στάδιο και εάν βρίσκεται- σε εφέτες ειδικούς ανακριτές λόγω της σοβαρότητας της αλλά και για την ταχύτερη ολοκλήρωση της.
Αυτό σημαίνει ότι η παραγγελία του δεν αφορά μόνο στην ανάθεση σε εφέτες ανακριτές εκείνων των σκελών της υπόθεσης που έχουν διαβιβαστεί ήδη από την κυρία Τουλουπάκη σε ανακριτές κατά της διαφθοράς μετά την άσκηση ποινικών διώξεων σε συγκεκριμένα εμπλεκόμενα πρόσωπα, όπως είναι οι Κωνσταντίνος Φρουζής -πρώην αντιπρόεδρος της Novartis- και ο καθηγητής Ν. Μανιαδάκης, σύμβουλος πρώην υπουργών για το φάρμακο. Κάτι που άλλωστε ορίζεται σαφώς από τον νόμο 4022/2011 για την εκδίκαση πράξεων διαφθοράς Πολιτικών και Κρατικών Αξιωματούχων, υποθέσεων μεγάλου κοινωνικού ενδιαφέροντος και μείζονος Δημοσίου Συμφέροντος.
Παρά λοιπόν το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι το σκάνδαλο της Novartis είναι από τις υποθέσεις που υπάγονται στον εν λόγω νόμο του 2011, ο κ. Πλιώτας – κατά τις ερμηνείες που δίνονται στην παραγγελία του- προσδοκά από την Ολομέλεια των Εφετών όχι μόνο το «άδειασμα» των ανακριτών που έχουν αναλάβει τις δικογραφίες για Φρουζή και Μανιαδάκη, αλλά και την αφαίρεση της δικογραφίας που ερευνάται σε προκαταρκτικό στάδιο από την αρμόδια εισαγγελέα κατά της διαφθοράς, Ελένη Τουλουπάκη.
Κατά τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, όπως τουλάχιστον αναφέρουν οι διαρροές σχετικά με το περιεχόμενο της παραγγελίας του, θα πρέπει η μεγάλη δικογραφία για το σκάνδαλο της Novartis να ανατεθεί στο σύνολο της σε δύο, τρεις ή και περισσότερους εφέτες, αν κριθεί αναγκαίο, για να ολοκληρωθεί τάχιστα ο κύκλος της δικαστικής διερεύνησης. Κάτι που αν γίνει δεκτό σηματοδοτεί, όχι την τάχιστη ολοκλήρωση της έρευνας, αλλά ακόμα μεγαλύτερη καθυστέρηση στις εξελίξεις καθώς οι νέοι ανακριτές -αν θέλουν να επιτελέσουν σωστά το έργο τους- θα πρέπει να μελετήσουν από την αρχή τις δικογραφίες. Θα μπορούσε όλες οι υποθέσεις να συγκεντρωθούν και να ανατεθούν, χωρίς να χρειαστεί σύγκληση ολομέλειας, στους αρμόδιους κατά το νόμο ανακριτές κατά της διαφθοράς. Επισημαίνεται ότι, σε ότι αφορά τα πολιτικά πρόσωπα, η δικογραφία παραμένει ανοικτή στο στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης μόνο ως προς τον Άδωνη Γεωργιάδη.
Η σύγκληση της Ολομέλειας των Εφετών έχει προγραμματιστεί για τις 21 Νοεμβρίου.
Είναι παράνομη η αφαίρεση της δικογραφίας
Δικαστικές πηγές ανέφεραν στο Documentonews ότι τυχόν αφαίρεση της ανοικτής δικογραφίας στο στάδιο της προκαταρκτικής έρευνας από τον φυσικό της -κατά το νόμο- δικαστή που είναι η κυρία Τουλουπάκη οδηγεί σε απόλυτη ακυρότητα όσων δικονομικών ενεργειών ακολουθήσουν καθώς η υπόθεση αυτή είναι αποκλειστικής αρμοδιότητας της εισαγγελίας κατά της διαφθοράς. Οι ίδιες πηγές επικαλούνταν ότι κάτι τέτοιο είχε επιχειρηθεί να γίνει και στο σκάνδαλο της Λαϊκής Τράπεζας με πρωταγωνιστή τον αποθανόντα Ανδρέα Βγενόπουλο και παρά την σαφέστατη και κατηγορηματική τότε σχετική γνωμοδότηση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Νίκου Παντελή, τότε προϊσταμένου των Εισαγγελιών Διαφθοράς και των Οικονομικών Εισαγγελέων.
Η απόπειρα είχε «πέσει στο κενό» καθώς με διάταξή του το 2015 (1360/22-4-2015) ο κ. Παντελής είχε αποφανθεί πως μόνο οι Εισαγγελείς Διαφθοράς έχουν αρμοδιότητα ερευνών για τη Διαφθορά. Ακόμη και δίωξη για υπόθεση Διαφθοράς από άλλο Εισαγγελέα, είναι παράνομη.
Συγκεκριμένα, στις 13 Οκτωβρίου 2015, ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Νίκος Παντελής, είχε στείλει στον τότε διευθύνοντα της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών το έγγραφο με αριθμό πρωτοκόλλου 1360. Σε αυτό το έγγραφο, ο Νίκος Παντελής διευκρίνιζε πως οι υποθέσεις διαφθοράς ερευνώνται μόνο από τους εισαγγελείς Διαφθοράς. Κάθε άλλος εισαγγελέας είναι αναρμόδιος για τέτοια έρευνα.
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου κατέστησε σαφές πως όποια άλλη άποψη υπήρχε μεταξύ των εισαγγελέων, η οποία πιθανόν να στηρίζεται σε γνωμοδοτήσεις συμβουλίων, δεν είναι συμβατή με το νόμο. Διευκρίνιζε μάλιστα, πως η έρευνα για υπόθεση διαφθοράς από άλλον εισαγγελέα μπορεί να οδηγήσει σε ακυρότητα της δίωξης. Είναι σημαντικό να παραθέσουμε όσα αναφέρει για το θέμα της ακυρότητας ο Νίκος Παντελής στην τρίτη σελίδα του εγγράφου του:
«Απόψεις που είχαν εκφραστεί παλαιότερα στη νομολογία κατώτερων δικαστηρίων (βλ. 3333/2012 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών) με αφορμή την εισαγωγή του θεσμού του εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος, σύμφωνα με τις οποίες δεν προκαλείται καμιά δικονομική ακυρότητα εξ αιτίας της άσκησης ποινικής δίωξης από τον εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, χωρίς την παραγγελία του εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος, επί των εγκλημάτων που υπήχθησαν στην καθ’ ύλη αρμοδιότητα του τελευταίου, υπό την ισχύ της διάταξης του άρθρου 76, που τροποποίησε τη διάταξη του άρθρου 2, παρ. 1 περ. Β του ν.4022/2011 και όρισε ότι “όπου στο νόμο ορίζεται ‘εισαγγελέας Πλημμελειοδικών’ νοείται ο εισαγγελέας Εγκλημάτων Διαφθοράς και οι συνεπικουρούντες αυτόν εισαγγελείς ή αντιεισαγγελείς” δεν ευρίσκουν πλέον νομικό έρεισμα». Κατέληγε δε ο κύριος Παντελής, πως «συμπερασματικά, από όσα αναλύθηκαν ανωτέρω προκύπτει ότι, ακόμη και στην περίπτωση που υποβάλλεται μήνυση ή κάθε φύσεως αναφορά στον εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, για υπόθεση που εμπίπτει στην αρμοδιότητα του εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς, ο εισαγγελέας Πλημμελειοδικών οφείλει να τη διαβιβάσει στον εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς».