Novartis: Απότομες αλλαγές στάσης του αντεισαγγελέα Ι. Αγγελή – Άλλα γράφουν τα δικά του έγγραφα κι άλλα ισχυρίζεται ο ίδιος

Το σκεπτικό με το οποίο ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου είχε απορρίψει τον Μάιο του 2018 ως τελείως αβάσιμες τις μηνύσεις Σαμαρά, Βενιζέλου και Αβραμόπoυλου εναντίον των εισαγγελέων κατά της Διαφθοράς που χειρίζονταν την υπόθεση Novartis, γράφοντας ότι «δεν υπάρχει ούτε η απειροελάχιστη ένδειξη ενοχής» που να δικαιολογεί τις καταγγελίες περί «πολιτικο-δικαστικής σκευωρίας»

Παράξενα πράγματα συμβαίνουν με τις απότομες αλλαγές στάσης του αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ι. Αγγελή (πρώην εποπτεύοντος της Εισαγγελίας Διαφθοράς). To τελευταίο διάστημα μονοπώλησαν το ενδιαφέρον των ΜΜΕ όχι μόνο οι αναφορές που είχε κάνει προς την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, η άρνησή του να παραλάβει στοιχεία από τις αμερικανικές δικαστικές αρχές και η παραίτησή του, αλλά και οι πρόσφατες καταθέσεις του σχετικά με τα όσα θεώρησε ο ίδιος ως κακώς κείμενα στη διερεύνηση του σκανδάλου NOVARTIS.

Ειδικότερα αφού ανασύρθηκαν από το αρχείο οι μηνύσεις των πολιτικών, τα ονόματα των οποίων ανέκυψαν στη δικογραφία, ο κ. Αγγελής έγινε το πλέον περιζήτητο πρόσωπο, ενώ οι δηλώσεις του θεωρήθηκαν από κυβερνητικούς και άλλους παράγοντες ως η απόλυτη αλήθεια. Ως εδώ καλά αν και όλοι αυτοί ξέχασαν τις ανάλογες καταγγελίες Αγγελή για την πρώην εισαγγελέα Διαφθοράς Ελένη Ράικου. Ο κ. Αγγελής εντόπισε πολλά λάθη και παραλείψεις στη διερεύνηση της υπόθεσης από την Ε. Τουλουπάκη και τους δύο άλλους εισαγγελείς.

Κάπως περίεργα όμως μας τα λέει ο κ. Αγγελής δεδομένου ότι άλλα γράφουν σχετικά δικά του έγγραφα κι άλλα ισχυρίζεται ο ίδιος.

Σε έγγραφο υπογεγραμμένο από τον ίδιο στις 4/5/2018, το οποίο είχε διαβιβάσει στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου (στις 13/5/2018) ο Ι. Αγγελής απέρριπτε ως αβάσιμες τις μηνυτήριες αναφορές των Δ. Αβραμόπουλου, Ευάγγ. Βενιζέλου και Αντ. Σαμαρά κατά των τριών εισαγγελέων κατά της Διαφθοράς. Μάλιστα τότε ο ένας εκ των τριών και συγκεκριμένα ο Ευάγγ. Βενιζέλος είχε μεταξύ άλλων χαρακτηρίσει εντυπωσιακή την ταχύτητα με την οποία ο αντεισαγγελέας του Α.Π. κ. Αγγελής ολοκλήρωσε την προκαταρκτική εξέταση χωρίς να καλέσει τους μηνυτές να καταθέσουν, να υποδείξουν μάρτυρες και να προσκομίσουν στοιχεία.

«Οπως γνωρίζει πολύ καλά ο ίδιος, επειδή έχει μηνύσει στο παρελθόν την προϊσταμένη του τότε, εισαγγελέα του Α.Π., τον τότε εποπτεύοντα των εισαγγελέων Διαφθοράς αντεισαγγελέα του Α.Π. και συναδέλφους του εισαγγελείς εφετών, οι μηνύσεις ακόμη και όταν τίθενται στο αρχείο, ανασύρονται, όπως ανασύρθηκε και η δική του μήνυση όταν άλλαξε η ηγεσία της Εισαγγελίας του Α.Π.», έλεγε τότε ο κ. Βενιζέλος («Εφ.Συν.» 17/5/2018)

Προφανώς στην πορεία και μετά τη στροφή Αγγελή όλα αυτά ξεχάστηκαν δεδομένου ότι η προσπάθεια της Ν.Δ. και του ΚΙΝ.ΑΛΛ. εστιάζονται στην προσπάθεια να μετατραπεί το μεγάλο σκάνδαλο σε πολιτική σκευωρία στην οποία μάλιστα σύμφωνα με κατηγορούμενους και δημοσιεύματα εμπλέκεται ακόμα και το FBI.

Νομική τεκμηρίωση

Κι όμως το έγγραφο Αγγελή, πέρα από την όποια κατά καιρούς μεταχείρισή του, έχει ένα πλήρες και αιτιολογημένο σκεπτικό για τους λόγους που έπρεπε να απορριφθούν οι μηνύσεις των τριών πολιτικών.

Συγκεκριμένα αφού ο κ. Αγγελής παραθέτει τους Νόμους, με βάση τους οποίους τιμωρούνται τα εγκλήματα σχετικά με την υπηρεσία, εξηγεί και όλη τη νομική διαδικασία που ακολουθείται όταν υπάρχει πιθανότητα τέλεσης αξιόποινης πράξης ή απλών ενδείξεων ενοχής του μηνυομένου (όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση) ως δράστη. Μάλιστα ο αντεισαγγελέας τονίζει ότι ακόμα και με ισχνή πιθανότητα διάγνωσης διάπραξης κάποιου ατοπήματος, ακόμα κι αν ο εισαγγελέας που το εξετάζει έχει διαφορετική άποψη οφείλει να ενεργήσει και να δώσει την ευκαιρία κρίσης στο δικαστήριο.

Στο σκεπτικό του ο κ. Αγγελής τονίζει την αποκλειστική αρμοδιότητα της Βουλής να ασκεί διώξεις κατά (πρώην και νυν) μελών της κυβέρνησης την απαγόρευση θέσπισης ιδιώνυμων υπουργικών αδικημάτων και σημειώνει ότι αν προκύψουν στη διάρκεια προανάκρισης ή προκαταρκτικής εξέτασης στοιχεία που σχετίζονται με πρόσωπα και αδικήματα (όπως τα περιγράφει στην αρχή του εγγράφου) αυτά διαβιβάζονται αμελλητί στη Βουλή από εκείνον που πραγματοποιεί την προανάκριση.

Παράλληλα, κατηγορηματικά αναφέρει ότι η διαβίβαση δεν εμποδίζει την πρόοδο της έρευνας ή την εξέταση και αξιολόγηση των στοιχείων που έχουν σχέση με ενδεχόμενη ποινική ευθύνη υπουργών.

Ο Ι. Αγγελής βεβαιώνει ότι οι ανώνυμοι (προστατευόμενοι) μάρτυρες εξετάστηκαν νομότυπα και προχωρά στην αναγραφή όλων των επιχειρημάτων σε βάρος των εισαγγελέων Διαφθοράς (και όχι μόνο) που καταγράφουν στις μηνύσεις τους οι τρεις πολιτικοί.

Ο ίδιος δε καταλήγει στο συμπέρασμα ότι: «Από την εξέταση όμως των ενεργειών των καταγγελλομένων λειτουργών, σαφέστατα συνάγεται ότι αυτοί ενήργησαν νομίμως τόσο από δικονομικής όσο και από ουσιαστικής απόψεως.

Συγκεκριμένα:

1. Ενήργησαν νομοτύπως στο πλαίσιο των καθηκόντων των και δη στο πλαίσιο ποινικής προκαταρκτικής εξέτασης.

2. Οι αναφερόμενοι ως ανώνυμοι μάρτυρες εξετάστηκαν κατά τους νομίμους τύπους.

3. Οταν στο πλαίσιο της διενεργούμενης προκαταρκτικής εξέτασης διαπιστώθηκε η “εμπλοκή” προσώπων, που διετέλεσαν μέλη Κυβέρνησης ή Υφυπουργοί για ποινικά αδικήματα που τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, ενήργησαν όπως ορίζει το άρθρο 86 του ισχύοντος Συντάγματος και ο Ν.3126/2003 (άρθρα 1 και 4). Δηλαδή συνέταξαν (διά της προϊσταμένης Εισαγγελέως του τμήματος Ελένης Τουλουπάκη) την με αριθμό 268/5-2-2018 αναφορά των προς την κ. Εισαγγελέα Αρείου Πάγου και υπέβαλαν προς αυτήν τα υπάρχοντα στοιχεία, για τις περαιτέρω δικές της ενέργειες.

4. Δεν διαβίβασαν οι καταγγελλόμενοι Εισαγγελικοί Λειτουργοί τα υπάρχοντα αποδεικτικά στοιχεία στην Βουλή. Από την κρατούσα πρακτική αυτοί απευθύνθηκαν με σχετική αναφορά προς την Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου η οποία με τη σειρά της τα διαβίβασε διά του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

5. Κατά τη ρητή διατύπωση του άρθρου 4 παρ. 3 και 4 Ν. 3126/2003 “η διαβίβαση των στοιχείων, σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, δεν εμποδίζει την πρόοδο της έρευνας ή εξέτασης ως προς άλλα πρόσωπα. Σε καμιά περίπτωση δεν επιτρέπεται σε αυτόν που διενεργεί την έρευνα ή την εξέταση, αξιολόγηση των στοιχείων που έχουν σχέση με ενδεχόμενη ποινική ευθύνη Υπουργών”».

Τέλος ο Ι. Αγγελής καταλήγει ότι «από την εκτίμηση όλων των παραπάνω, με βεβαιότητα συνάγεται ότι: Α) όσον αφορά τις μηνύσεις του Δημητρίου Αβραμόπουλου και Ευαγγέλου Βενιζέλου), ουδέν σχετικό αποδεικτικό στοιχείο προσάγεται, που θα μπορούσε με βάση τους κανόνες της δικονομικής λογικής (άρθρο 177 ΚΠΔ), να δημιουργήσει έστω και την απειροελάχιστη ένδειξη ενοχής εναντίον των, ώστε να δικαιολογούν την κίνηση της προσήκουσας ποινικής δίωξης. Οσον αφορά τα καταγγελλόμενα με την τρίτη μήνυση – έγκληση του πρώην πρωθυπουργού Αντωνίου Σαμαρά περί “πολιτικό – δικαστικής” σκευωρίας που εξυφάνθη και εκτελέστηκε σε βάρος του, από τη “μηνυόμενη συμμορία” μέλη της οποίας τυγχάνουν (εκτός από τον νυν πρωθυπουργό και τον αναπληρωτή Δικαιοσύνης) και οι καταγγελλόμενοι Εισαγγελικοί Λειτουργοί, οι οποίοι διενήργησαν τη σχετική ποινική προκαταρκτική εξέταση, τα προσκομιζόμενα από τον μηνυτή αποδεικτικά στοιχεία ουδόλως μπορούν δημιουργήσουν έστω και την απειροελάxιστη ένδειξη ενοχής εναντίον τους, ώστε να δικαιολογούν την κίνηση ποινικής δίωξης, για κατάχρηση εξουσίας ή οποιοδήποτε άλλο ποινικό αδίκημα».

«Ενήργησαν νομίμως»

«Κατά συνέπεια, οι καταγγελλόμενοι εισαγγελικοί λειτουργοί» σύμφωνα πάντα με την κρίση του Ι. Αγγελή «ενήργησαν νομοτύπως, νομίμως και εντός του πλαισίου των υπηρεσιακών των καθηκόντων και υποχρεώσεων. Ουδεμία δε κατάχρηση εξουσίας ή οποιοδήποτε άλλο ποινικό αδίκημα διέπραξαν, κατά τη διερεύνηση της “υπόθεσης Novartis”. Κατά συνέπεια, οι υπό κρίση μηνύσεις – αναφορές – εγκλήσεις κατά των Εισαγγελικών λειτουργών Ελένης Τουλουπάκη, Αντεισαγγελέως Εφετών, Χρήστου Ντζούρα, Εισαγγελέως Πρωτοδικών, και Στυλιανού ΜΑΝΩΛΗ, Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών, πρέπει να απορριφθούν ως ουσία αβάσιμες, κατ’ άρθρο 29 παρ. 4 και 47 ΚΠΔ. και να τεθεί η κρινομένη υπόθεση, ως προς αυτούς στο Αρχείο»

Σε κάθε περίπτωση και μετά τις ασφυκτικές πιέσεις που ασκήθηκαν κατά κύριο λόγο από τα φιλικά προς τη Ν.Δ. ΜΜΕ, όταν οι αναφορές Αγγελή διέρρευσαν στη δημοσιότητα, η πρώην εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μη θέλοντας προφανώς να αφήσει την παραμικρή υπόνοια για δήθεν «θάψιμο» των καταγγελιών, ζήτησε με παραγγελία της να ανασυρθούν από το αρχείο οι μηνύσεις των τριών πολιτικών μετά και από το νέο αίτημα του Ι. Αγγελή.

Η Ξένη Δημητρίου επισήμαινε στην παραγγελία της ότι τα περίφημα αυτά στοιχεία ήταν στα χέρια του Ι. Αγγελή από τον περασμένο Νοέμβριο-Δεκέμβριο, ενώ ο ίδιος ήρθε «όψιμα» τον Ιούνιο του 2019 (σ.σ. ακριβώς δηλαδή πριν τις εκλογές) να ζητήσει την ανάσυρση των επίμαχων μηνύσεων που είχε αρχειοθετήσει!

Απόλυτος στόχος: η Εισαγγελία Διαφθοράς και η αφαίρεση της δικογραφίας NOVARTIS

Εποχή του εισαγγελέα Ζορμπά και τη βίαιη αφαίρεση της δικογραφίας SIEMENS από τα δικά του χέρια με παρέμβαση του «γαλάζιου» εισαγγελέα Γ. Σανιδά είχαμε να δούμε τόσες συντονισμένες προσπάθειες κατασυκοφάντησης εισαγγελέων όπως σήμερα. Πραγματικά αναρωτιέται κανείς πώς είναι δυνατόν οι άνθρωποι αυτοί να συνεχίζουν το ανακριτικό τους έργο για το σκάνδαλο της NOVARTIS, ακούγοντας και κυρίως βιώνοντας τόσες ανοίκειες επιθέσεις.

Ο νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας στο άρθρο 587 παρ. 3 (μεταβατική διάταξη) προβλέπει ότι «η αρμοδιότητα του ανακριτή, ο οποίος διορίστηκε πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος κώδικα εξακολουθεί μέχρι το πέρας της ανάκρισης ακόμα και μετά από συμπληρωματική παραγγελία του Εισαγγελέα έστω κι αν αφορά σε εγκλήματα που κατά τον κώδικα αυτόν δεν υπάγονται πλέον στην αρμοδιότητά του».

Αυτή είναι η σαφής διάταξη, σύμφωνα με την οποία δεν μπορεί με κανέναν τρόπο να αφαιρεθεί από την Εισαγγελία Διαφθοράς μέρος ή και ολόκληρη η δικογραφία της υπόθεσης NOVARTIS. Σημειωτέον δε ότι η περάτωση της κύριας ανάκρισης από την Εισαγγελία Διαφθοράς καλύπτεται με Ειδικό Νόμο που υπερισχύει του Γενικού.

Παρόλα αυτά ο νέος εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Β. Πλιώτας με μεταχρονολογημένη αιτιολογία την αποφυγή της πολυδιάσπασης της έρευνας ζήτησε τη σύγκληση της Ολομέλειας Εφετών προκειμένου να αφαιρεθεί η δικογραφία της Novartis από τους ανακριτές κατά της Διαφθοράς, στους οποίους έχει χρεωθεί να τη διερευνήσουν. Ολοι δε σπεύδουν να προεξοφλήσουν την απόφαση της Ολομέλειας!

Εχουν φυσικά… ξεχάσει ότι η ίδια προσπάθεια έγινε και το 2018 με συλλογή υπογραφών εφετών προκειμένου να αλλάξει χέρια η δικογραφία. Οπως αποκάλυψε τότε η «Εφ.Συν.» (17/2/2018) η προσπάθεια αυτή τότε απέτυχε διότι προφανώς οι εφέτες γνώριζαν καλά τον Νόμο που προβλέπει ότι η μόνη αρμόδια εισαγγελία για τη διερεύνηση παρόμοιων σκανδάλων διαφθοράς είναι η Εισαγγελία Διαφθοράς. Εξάλλου εφόσον υπήρχαν αναφορές για πολιτικά πρόσωπα πρώην κυβερνητικούς αξιωματούχους ο Νόμος καθαρά και ξάστερα προβλέπει ότι παρόμοιες υποθέσεις αναλαμβάνει αποκλειστικά η εισαγγελία κατά της Διαφθοράς.

Η προσπάθεια βίαιης αντικατάστασης της Εισαγγελέως Διαφθοράς συνεχίστηκε από τον μόνο πολιτικό που έως τώρα φέρεται να ενεπλάκη με σοβαρές ενδείξεις στο σκάνδαλο κ. Α. Λοβέρδο, ο οποίος υπέβαλε αίτημα εξαίρεσης. Το αίτημα απορρίφθηκε, ωστόσο οι επιθέσεις στο πρόσωπο της Ε. Τουλουπάκη και των συνεργατών συνεχίζονται.

Σε όλο αυτό το διάστημα οι συνάδελφοί της δεν θεώρησαν υποχρέωσή τους να εμποδίσουν τις ωμές πολιτικές παρεμβάσεις στη Δικαιοσύνη όπως π.χ. σωστά είχαν πράξει όταν συκοφαντήθηκε άλλος δικαστικός λειτουργός.

Με την αλλαγή του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας φαίνεται ότι καθίσταται δυνατή η αφαίρεση μέρους ή και ολόκληρης της δικογραφίας από την Εισαγγελία Διαφθοράς. Ωστόσο ακόμα δεν έχει ολοκληρωθεί η προανάκριση, ενώ είναι δεδομένο ότι ο σχετικός Νόμος 4022/2014 ως ειδικός νόμος υπερίσχυε και υπερισχύει του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.

Εφημερίδα των Συντακτών

Σχετικά Άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

* Το email σας δεν θα εμφανιστεί