Τα συγχαρητήρια ΔΝΤ για τον εργασιακό μεσαίωνα…
Συγχαίρει θερμά την κυβέρνηση Μητσοτάκη για το «ξήλωμα» των κλαδικών συμβάσεων και την ακύρωση του ρόλου της διαιτησίας στα εργασιακά, επικροτεί το πάγωμα των αυξήσεων στον κατώτατο μισθό, επαναφέρει το αίτημα μείωσης του αφορολόγητου και ζητά… μόνον λίγη προσπάθεια παραπάνω στις «διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις» και τις ιδιωτικοποιήσεις προφανώς για να μπορέσει να διακηρύξει ότι «το ΔΝΤ τώρα δικαιώνεται!».
Η δήλωση συμπερασμάτων του ΔΝΤ μετά την ολοκλήρωση των διαβουλεύσεων με τις ελληνικές αρχές ( στο πλαίσιο του άρθρου 4) μπορεί και να διεκδικεί επάξια τον τίτλο του πιο αποθεωτικού κειμένου που έχει συγγράψει ποτέ το Ταμείο για οποιαδήποτε κυβέρνηση στον κόσμο. Και, στην πράξη, δικαιώνει – πολύ νωρίς μάλιστα – τον Αλέξη Τσίπρα και τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ που, προεκλογικά και μετεκλογικά, προειδοποιούσαν ότι το πρόγραμμα της «αναπτυξιακής έκρηξης» του Κυριάκου Μητσοτάκη δεν ήταν, και δεν είναι, τίποτα λιγότερο από ένα νέο Μνημόνιο ελληνικής αυτή την φορά ιδιοκτησίας. Όπως δικαιώνει και τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης πως οι ισοπεδωτικές αλλαγές Βρούτση και Α. Γεωργιάδη στα εργασιακά ήρθαν καθ´υπαγόρευση και κατ´ εντολή του ΣΕΒ και του ΔΝΤ.
«Το ΔΝΤ συγχαίρει και στηρίζει την κυβέρνηση για τις επιλογές της στα εργασιακά. Και για να μην ξεχνιέται της θυμίζει να κόψει συντάξεις και αφορολόγητο. Κάτι σαν η φωνή της συνείδησής της», δήλωσε χαρακτηριστικά η Έφη Αχτσιόγλου μετά τη δημοσιοποίηση της έκθεσης του Ταμείου.
Η πραγματικότητα όμως μπορεί να είναι ακόμη χειρότερη. Διότι, ουσιαστικά, εκείνο που κάνει το ΔΝΤ είναι να επαναφέρει ατόφια, χωρίς καμία ευρωπαϊκή πίεση αλλά και χωρίς καμία κυβερνητική αντίσταση στην Ελλάδα, όλη την σκληρή νεοφιλελεύθερη ατζέντα που είχε καταφέρει να αποκρούσει η κυβέρνηση Τσίπρα μέσα από τις πολύ δύσκολες διαπραγματεύσεις της διετίας 2016-2017:
Στα εργασιακά, το Ταμείο υμνεί την κυβέρνηση για την ελαστικοποίηση της αγοράς εργασίας και την διευκόλυνση των απολύσεων και ζητά την πλήρη επιστροφή στο πρώτο μνημονιακό μοντέλο της πλήρους κατάργησης των συλλογικών συμβάσεων:
«Οι πρόσφατες προτάσεις της κυβέρνησης για την αγορά εργασίας είναι άξιες στήριξης», αναφέρει, «αν και χρειάζονται παραπάνω προσπάθειες για τη στήριξη της υψηλότερης απασχόλησης, της ανάπτυξης και της ανταγωνιστικότητας. Το προσωπικό στηρίζει την πρόσφατη νομοθεσία για την άρση των νέων περιορισμών στις απολύσεις και την πρόθεση να περιοριστεί η μονομερής προσφυγή στη διαιτησία.
Τα σχέδια αναφορικά με την εισαγωγή ενός μηχανισμού εξαίρεσης από τις συλλογικές διαπραγματεύσεις (opt-out) είναι προς τη σωστή κατεύθυνση αλλά θα έπρεπε να στοχεύουν στην πλήρη αποκατάσταση των μεταρρυθμίσεων-ορόσημο που εισήχθησαν κατά την περίοδο 2011-2013».
Στο μέτωπο των μισθών θυμίζει ποιος είναι ο εμπνευστής του νεοφιλελεύθερου δόγματος που θέλει τις αμοιβές των εργαζομένων καθηλωμένες έως ότου… έρθει η ανάπτυξη και επικροτεί τη «διασύνδεση της προσαρμογής των κατώτατων μισθών με το επίπεδο παραγωγικότητας». Κοινώς, υπενθυμίζει και επικροτεί την προεκλογική δέσμευση Μητσοτάκη ότι ο κατώτατος μισθός θα αυξηθεί «όταν η ανάπτυξη φθάσει στο 4%». Παρεμπιπτόντως, το Ταμείο δεν δίνει καμία προοπτική για ανάπτυξη 4% – την προσδιορίζει στο 2% για τον επόμενο χρόνο – αλλά επι αυτού μάλλον ισχύει το… τόσο το χειρότερο για τους μισθούς και τους μισθωτούς.
Το ίδιο μάλλον ισχύει και για τους συνταξιούχους, καθώς ο εκπρόσωπος του Ταμείου Πίτερ Ντόλμαν, παρουσιάζοντας τα βασικά συμπεράσματα της αξιολόγησης δεν παρέλειψε να χαρακτηρίσει «λάθος» την επαναφορά της 13ης σύνταξης. Την ίδια άποψη, ως γνωστόν, έχει διατυπώσει και ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, ενώ το νέο, φιλικό πολιτικό περιβάλλον προς το ΔΝΤ δίνει την ευχέρεια στο Ταμείο να επαναφέρει και τις επίσης γνωστές δικές του θέσεις υπέρ της περικοπής των συντάξεων και του αφορολόγητου. Πρόκειται για τα «φιλικά προς την ανάπτυξη μέτρα» με τα οποία ο κ.Ντίκμαν κάλεσε την κυβέρνηση να αντιμετωπίσει το δημοσιονομικό κενό του 2020, ενώ απολύτως ενδεικτική είναι και η κριτική που ασκεί το Ταμείο στην απόφαση της προηγούμενης κυβέρνησης να ακυρώσει τις μειώσεις των συντάξεων και του αφορολόγητου. Όπως αναφέρει, οι προοπτικές της οικονομίας «μετριάστηκαν περαιτέρω από την ευρεία υποχώρηση πολιτικών μετά την έξοδο από το πρόγραμμα τον Αύγουστο του 2018, με μεταρρυθμίσεις που προβλέπονταν από το πρόγραμμα να καθυστερούν (π.χ. δημοσιονομικές-διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις), να ακυρώνονται (π.χ. τα προνομοθετημένα μεταρρυθμιστικά πακέτα για τις συντάξεις και τη φορολογία εισοδήματος) ή να ανατρέπονται (π.χ. βασικά στοιχεία των μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας που εισήχθησαν κατά την περίοδο 2011-2013 και προσπάθειες διεύρυνσης της φορολογικής βάσης και ενίσχυσης της νοοτροπίας πληρωμών).».