Μπορεί να άκουσε πάρα πολλές υποσχέσεις προεκλογικά από τον σημερινό πρωθυπουργό, ωστόσο μόνο ευχαριστημένη δεν θα πρέπει να είναι η μεσαία τάξη για τα όσα δεσμεύτηκε ο Κυριάκος Μητσοτάκης από το βήμα της ΔΕΘ την προηγούμενη εβδομάδα. Και αυτό διότι κάποια μέτρα, όπως η μείωση της εισφοράς αλληλεγγύης, παραπέμφθηκαν για το 2023, ενώ το μεγαλύτερο μέρος των φοροελαφρύνσεων τις οποίες εξήγγειλε με ορίζοντα εφαρμογής το 2020 αφορούν τα «παχιά» πορτοφόλια.
Από το περίπου 1 δισ. φοροελαφρύνσεων που εξαγγέλθηκε για την επόμενη χρονιά, η μείωση του φόρου των επιχειρήσεων από το 28% στο 24% αφορά τα μισά, ήτοι 500 εκατ. ευρώ! Αν δει κανείς τα στοιχεία των εκτιμήσεων του φετινού προϋπολογισμού, θα διαπιστώσει πως τα έσοδα από τον φόρο εισοδήματος των επιχειρήσεων αναμένεται να ανέλθουν στα 4,42 δισ. για το 2019. Συνεπώς, την επόμενη χρονιά, οι επιχειρήσεις θα κληθούν να συνεισφέρουν στον κρατικό προϋπολογισμό περίπου 3,92 δισ. ευρώ. Όταν τα αναμενόμενα έσοδα από τον φόρο εισοδήματος των φυσικών προσώπων αναμένεται να είναι κοντά στα 11 δισ. Για φέτος και δεν αναμένεται ελάφρυνσή τους για το 2020 (η μείωση του κατώτατου φορολογικού συντελεστή από το 22% στο 9% θα εφαρμοστεί το 2021).
Το ζήτησε ο ΣΕΒ και έγινε
Αλλά δεν είναι μόνο η εύνοια στις επιχειρήσεις. Το ζήτημα είναι πως η κυβέρνηση Μητσοτάκη υλοποιεί μεταρρυθμίσεις οι οποίες είναι υπέρ των πολύ μεγάλων επιχειρήσεων, υλοποιώντας αιτήματα του ΣΕΒ. Ας δούμε τι έγραφε ειδική έκθεση του ΣΕΒ για την «υπερφορολόγηση», η οποία δημοσιοποιήθηκε στις 27.6.2019:
«Το φορολογικό πλαίσιο στην Ελλάδα παραμένει ασταθές», ενώ επισήμαινε ότι «λιγότερες από 500 επιχειρήσεις με κέρδη άνω των 3 εκατ. ευρώ πληρώνουν πάνω από το 50% του φόρου εισοδήματος νομικών προσώπων» (ο σχετικός πίνακας, ο οποίος προσετίθετο παρακάτω, έκανε λόγο για 468 επιχειρήσεις).
Τι σημαίνει αυτό πρακτικά; Πως η κυβέρνηση της Ν.Δ. προσφέρει απευθείας φοροελάφρυνση πάνω από 250 εκατ. στις 468 μεγαλύτερες επιχειρήσεις της χώρας. Το βασικό ζήτημα λοιπόν είναι η επιλογή της συγκεκριμένης κυβέρνησης να προχωρήσει σε μεγάλη ελάφρυνση των πολύ πλουσίων, όπως έγινε και στην περίπτωση του ΕΝΦΙΑ.
Το 80% της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης
Ας δούμε όμως αν θα μπορούσαν να γίνουν ελαφρύνσεις σε άλλα πεδία του προϋπολογισμού, τα οποία να αφορούν μισθωτούς, συνταξιούχους, αγρότες. Σύμφωνα με σχετική έκθεση της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (27 Μαρτίου 2019), το 2018 το συνολικό «βάρος» από την επίδοση της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης από τους φορολογούμενους προς το Δημόσιο ανήλθε στο ποσό των 616,9 εκατ. ευρώ. Συνεπώς η φοροελάφρυνση Μητσοτάκη προς τις επιχειρήσεις (κυρίως τις πολύ μεγάλες) των 500 εκατ. ευρώ αποτελούν περίπου το 80% της συνολικής ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης. Ή, αν προτιμάτε, η σημερινή κυβέρνηση θα μπορούσε να μειώσει κατά 80% την εισφορά αυτή. Απλώς δεν το επέλεξε…
Τη μείωση της εισφοράς αλληλεγγύης είχε υποσχεθεί προεκλογικά ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας με την προοπτική να ισχύσει από του χρόνου, με κατάργηση του συντελεστή μέχρι τα 20.000 ευρώ εισόδημα.
Η κλίμακα που είχε σχεδιάσει ήταν ως εξής: Για εισοδήματα έως 20.000 ευρώ συντελεστής 0%. Από 20.000 έως 30.000 ευρώ συντελεστής 2%. Από 30.000 έως 40.000 ευρώ συντελεστής 4%. Από 40.000 έως 64.000 ευρώ συντελεστής 6%. Από 65.000 έως 220.000 ευρώ συντελεστής 8%. Για εισοδήματα από 220.000 ευρώ και άνω ο συντελεστής παραμένει στο 10%.
Η ταξικότητα των μέτρων που εξαγγέλλει η Ν.Δ. προκύπτει και αν συγκρίνει κανείς την κατανομή του δημοσιονομικού χώρου που χρησιμοποιεί. Όπως προαναφέρθηκε, η μείωση του φόρου για τις επιχειρήσεις θα στοιχίσει στον κρατικό προϋπολογισμό κοντά στα 500 εκατ. ευρώ. Η μείωση του εισαγωγικού φορολογικού συντελεστή από το 22% στο 9% κοστίζει περί τα 250 εκατ. ευρώ, δηλαδή τα μισά από όσα «ξοδεύονται» συνολικά για τις επιχειρήσεις.
Τι χάνουν τα μεσαία στρώματα
Σαν να μην έφταναν τα παραπάνω, ακυρώθηκαν και μια σειρά μέτρα που έφερνε ο ΣΥΡΙΖΑ. Πρόκειται για τη μείωση της προκαταβολής φόρου από το 100% στο 50% που είχε δρομολογηθεί από την προηγούμενη κυβέρνηση για το 2020. Επιπλέον αποτελεί μείζον πρόβλημα η επικείμενη αύξηση στα τιμολόγια του ηλεκτρικού ρεύματος κατά 16% μεσοσταθμικά, καθώς θα επηρεάσει δραματικά τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και ιδιαίτερα αυτές της εστίασης.
Επίσης ακυρώνονται τα ακόλουθα θετικά μέτρα για το 2020 που είχε αξιόπιστα εξαγγείλει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, καθώς είχε διασφαλίσει τον απαραίτητο δημοσιονομικό χώρο:
* Επιπλέον μείωση του ΕΝΦΙΑ ώστε αυτή να φτάσει μεσοσταθμικά στο 30% και στο 50% για μικρές και μεσαίες ιδιοκτησίες.
* Επιδότηση των ασφαλιστικών εισφορών επιχειρήσεων και νέων εργαζομένων μέχρι 25 ετών με ποσοστό 80%, ενώ για νέους εργαζόμενους έως 29 ετών η επιδότηση προσδιορίζεται στο 25% εφόσον πρόκειται για συμβάσεις πλήρους απασχόλησης.
* Μείωση φόρου εισοδήματος και ΕΝΦΙΑ για τους κατοίκους των μικρών νησιών.
* Μείωση φόρου συνεταιρισμών στο 10% για όλους τους συνεταιρισμούς ανεξαρτήτως κλάδου ως κίνητρο για την ενίσχυση του μοντέλου της συνεταιριστικής οικονομίας.
* Έκπτωση 10% στο φορολογητέο εισόδημα των συνεταιρισμένων αγροτών για την περαιτέρω ενίσχυση του μοντέλου της συνεταιριστικής οικονομίας στον αγροτικό τομέα.
* Επαναφορά του μέτρου της αφαίρεσης των ποσών για αποπληρωμή δανείων πρώτης κατοικίας από το φορολογητέο εισόδημα.
Τα μεσαία κοινωνικά στρώματα πλήττονται από τις εξαγγελίες Μητσοτάκη στη ΔΕΘ και επειδή ο κ. Μητσοτάκης “ξέχασε” να επαναλάβει την προεκλογική του δέσμευση για αύξηση το 2020 του κατώτατου μισθού σε ποσοστό διπλάσιο της ανάπτυξης και βεβαίως δεν πρόκειται να εφαρμόσει τη δέσμευση του Αλέξη Τσίπρα για αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 7,5% το 2020. Αξίζει να σημειωθεί ότι από την αύξηση, εκτός από τους μισθωτούς εργαζόμενους, ενισχύονται και οι επιχειρήσεις καθώς ενισχύεται η ζήτηση.