«Και ποιος θα το μάθει;»
Απάντηση εκδοτικού παράγοντα της εποχής σε παρατήρηση δημοσιογράφου ότι ο τότε Πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου θα καταγγείλει τις μεθοδεύσεις σε βάρος του.
« H Le Monde εστίαζε ανέκαθεν στην ανεξαρτησία των δημοσιογράφων από την γραμμή της ιδιοκτησίας. Σήμερα η ανεξαρτησία κινδυνεύει. Εμείς, ως δημοσιογράφοι της είμαστε αποφασισμένοι να την υπερασπιστούμε και να διατηρήσουμε τη σχέση εμπιστοσύνης με τους αναγνώστες μας».
Από τη διεθνή ειδησεογραφία των ημερών
Ένα φάντασμα πλανάται το τελευταίο διάστημα πάνω από την Γ’ Ελληνική Δημοκρατία: το φάντασμα της μονόπλευρης ενημέρωσης υπέρ του κόμματος που βρίσκεται σήμερα στην κυβέρνηση.
Ενας ιστός της αράχνης -που περιλαμβάνει παροχές, συναλλαγές, παρεμβάσεις, υποσχέσεις και απειλές- παγιδεύει τα ΜΜΕ στην άκριτη υποστήριξη της κυβερνητικής παρουσίας και την τυφλή αποδόμηση της αντιπολιτευτικής δράσης.
Ειδικά μετά τις εκλογές η κυριαρχία του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στην πληροφόρηση είναι απόλυτη και εν δυνάμει απολυταρχική. Ένας κύκλος ΜΜΕ και δημοσιογράφων λειτουργούν σα να βρίσκονται στην υπηρεσία του -και συχνά βρίσκονται.
Στη χώρα ισχύει πάντα η πλήρης ελευθερία του λόγου και του Τύπου, όπως αρμόζει σε μια κοινοβουλευτική Δημοκρατία. Ο καθένας μπορεί να ιδρύσει ένα μέσο ενημέρωσης οποιασδήποτε μορφής και να υποστηρίζει οποια πολιτική και όποιο κόμμα θέλει – ασκώντας δικαίωμα. Τύποις όλα δείχνουν κανονικά.
Στην πράξη όμως έχει επιβληθεί de facto ένα ιδιότυπο καθεστώς κατά το οποίο η συντριπτική πλειοψηφία των μέσων, ολοκλήρου του μιντιακού φάσματος, αποθεώνουν την κυβέρνηση αναδεικνύοντας αρετές που δεν έχει και απομονώνουν την αξιωματική αντιπολίτευση με αποσιώπηση ή διαστρέβλωση της παρουσία της.
Εμφανώς το σύστημα ενημέρωσης βρίσκεται εκτός ισορροπίας. Με αφύσικο τρόπο. Και πέρα από την εύλογη εμπλοκή των ΜΜΕ στο πολιτικό παιχνίδι.
Κανείς δεν το επιβάλλει παρανόμως. Αλλά το επιβάλλει δια της χρήσης άλλων μέσων. Εξ αντικειμένου η μονομέρεια είναι κραυγαλέα και επεκτείνεται. Με αποτέλεσμα η ενημέρωση στη χώρα να είναι προβληματική, επειδή είναι εν πολλοίς ελεγχόμενη.
Αυτή η κατάσταση νοθεύει την ενημέρωση, ακυρώνει τη δημοσιογραφία και εγκυμονεί κινδύνους για τη Δημοκρατία.
Για πολλά ισχυρά ΜΜΕ υπάρχει μόνο η κυβέρνηση και ο Πρωθυπουργός και τους πιστώνουν ακόμη και όσα δεν τους ανήκουν. Η αξιωματική αντιπολίτευση και ο αρχηγός της ωθούνται στο περιθώριο και τους χρεώνουν μέχρι και τις εφτά πληγές του Φαραώ.
Αυτή η προβληματική κατάσταση έχει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που είναι ταυτόχρονα πηγές και αποτελέσματα της μονομέρειας.
Π.χ. στην τηλεόραση υπάρχει εμφανής προνομιακή λειτουργία υπέρ της κυβέρνησης και μεροληψία σε βάρος της αντιπολίτευσης. Με την παραβίαση της δεοντολογίας και τη μετατροπή καναλιών σε εργαλείο προσωπικών επιδιώξεων του ιδιοκτήτη τραυματίζεται ο πλουραλισμός και η ανεμπόδιστη διακίνηση της πληροφορίας.
Στον Τύπο, εκτός από το απόλυτο μονοπώλιο στη διανομή, σε κάποιες περιπτώσεις η εκδοτική ιδιότητα είναι πάρεργο ή κλάδος άλλων δραστηριοτήτων.
Στο Διαδίκτυο, παρά την φαινομενική ελευθερία, η ροή μαύρου και ανεξέλεγκτου χρήματος, αλλά και η εμφανής διαφημιστική χρηματοδότηση, δημιουργεί υπερτροφικούς πόλους ενημέρωσης που στοιχίζονται στην κυβερνητική υποστήριξη με κραυγαλέο τρόπο και καλλιεργούν την παραπληροφόρηση σε βάρος της αντιπολίτευσης- σε βαθμό μπούλινγκ κατά των στελεχών της ενίοτε.
Σε μεγάλα έντυπα, ηλεκτρονικά και ψηφιακά μέσα ενημέρωσης, η δημοσιογραφία με τους κανόνες της έχει εξοβελιστεί από τη λογοκρισία και την υποχρεωτική εξυπηρέτηση της κυβέρνησης -σε συνδυασμό με την επιβαλλόμενη άνωθεν επίθεση στην αντιπολίτευση.
Σε πολλά ΜΜΕ οι δημοσιογράφοι δεν μπορούν να γράψουν ή να μεταδώσουν τις πληροφορίες και τις ειδήσεις που γνωρίζουν, ούτε να διατυπώσουν ελεύθερα τη γνώμη τους.
Η αδέσμευτη δημοσιογραφία είναι είδος σε ανεπάρκεια. Η ανεξαρτησία του δημοσιογράφου θεωρείται ανέκδοτο. Ο διευθυντικός αυταρχισμός στα ΜΜΕ είναι αντίστοιχος της ποιότητας όσων επιλέγονται για διευθυντές.
Στην αδιαφάνεια, τον έλεγχο, τον εξαναγκασμό και την διατεταγμένη δημοσιογραφία προστίθεται και η πρωτοφανής επιχείρηση δημιουργίας κυβερνητικού στρατού δημοσιογράφων… δια νόμου. Με τις επίσημες προσλήψεις στα υπουργεία και τον κρατικό μηχανισμό εν γένει.
Με σίγουρη κρατική μισθοδοσία, πολλαπλάσια των ισχνών αμοιβών που δίνουν -όταν τις δίνουν- οι μιντιακές επιχειρήσεις, δημιουργείται μια κάστα πραιτοριανών ενός κόμματος στην ενημέρωση- με λεφτά των φορολογούμενων.
Είναι επίσης πρωτοφανής η ετερόκλητη συσσώρευση προβεβλημένων δημοσιογράφων στο Μέγαρο Μαξίμου, χωρίς επαρκείς εξηγήσεις δημοσίου συμφέροντος.
Στην ΕΡΤ ανακυκλώνεται ο… παραδοσιακός κυβερνητικός έλεγχος σε άλλη κατεύθυνση και με άλλα πρόσωπα πλέον.
Σ’ αυτό το σκηνικό η ελευθεροτυπία και η ανεμπόδιστη ενημέρωση υπάρχει μονο στα χαρτιά. Στην πράξη η δύναμη του χρήματος, η χρήση της κρατικής εξουσίας, η κομματική παρέμβαση και η στενευμένη δημόσια και ιδιωτική χρηματοδότηση τα ακυρώνουν.
Οι δημοσιογράφοι, έπαψαν να είναι λειτουργοί της ενημέρωσης. Οι περισσότεροι προσφέρουν εργασία για με εξευτελιστική αμοιβή, που δε καταβάλλεται καν συχνά. Πλέον συγκροτούν ένα αδύναμο προλεταριάτο.
Κυνηγώντας τον βιοπορισμό τους αυτοεξετελίζονται, υποτασσόμενοι σε υποδείξεις και κατ’ εντολήν αξιολόγηση ειδήσεων. Χωρίς δικαιώματα και επαγγελματική υπόσταση απλώς εκτελούν εντολές των «ανωτέρων» τους.
Στο ραδιοφωνικό τομέα δημοσιογράφοι συμπράττουν αντιδεοντολογικά με επιχειρήσεις που εμφανίζονται ως χορηγοί εκπομπών και προβάλλουν οι ίδιοι το διαφημιστικό υλικό των εταιριών ως πληροφορία -παροτρύνοντας επίμονα το κοινό να τις προτιμήσει.
Η Δημοκρατία φθίνει χάνοντας το οξυγόνο της ενημέρωσης. Αλλά η Πολιτεία δεν ασκεί ούτε καν τον βασικό έλεγχο στις μιντιακές επιχειρήσεις που παραβιάζουν την εργασιακή, την φορολογική και την ασφαλιστική νομοθεσία. Ή λειτουργούν με αδιαφάνεια και πόρους άγνωστης προέλευσης, αλλά εμφανούς σκοπιμότητας.
ΥΓ: Για όσους μιντιακούς επιχειρηματίες λένε «μαγαζί μου είναι, ό,τι θέλω κάνω»η απάντηση ήλθε από το Παρίσι, μόλις προχθές.
Πόσοι Ελληνες δημοσιογράφοι θα υπέγραφαν ένα τέτοιο κείμενο;