Της Χρύσας Κακατσάκη*
Οσοι έχουν επισκεφθεί την Κρήτη χωρίς την τουριστική φορεσιά μα με ανοιχτά τα μάτια και τ’ αυτιά τους ίσως να έχουν συναντήσει κάποιον/κάποιαν ηλικιωμένο/η που να απαγγέλλει από μνήμης τους 10.000 στίχους του «Ερωτόκριτου».
Αλλά κι αυτοί που πήγαν για διακοπές ή σκοπεύουν να πάνε προσεχώς σίγουρα θα πέσουν σε κάποια από τις δεκάδες εκδηλώσεις που γίνονται σε πόλεις και χωριά για να τιμήσουν το έτος «Ερωτόκριτου», με αποκορύφωμα το διεθνές συνέδριο που πραγματοποιήθηκε στις αρχές Αυγούστου στο Ηράκλειο.
Οι Κρητικοί βέβαια δεν χρειάζονται μια τέτοια αφορμή για να αποδείξουν πόσο βαθιά ριζωμένο μέσα τους είναι το αριστούργημα της αναγεννησιακής λογοτεχνίας. Οι ρίζες του και η πρακτική της αποστήθισης φτάνουν μέχρι τους ομηρικούς ραψωδούς και μετασχηματίζονται διαμέσου του πολιτισμού κάθε εποχής στις τραγωδίες, στα δημοτικά τραγούδια, τα εκκλησιαστικά άσματα ή στην όπερα. Ο λόγος που διατηρήθηκε ζωντανή η παράδοση είναι ότι περιέχει προτάγματα που νοηματοδότησαν το ατομικό φαντασιακό, όπως η ανδρεία, η τιμή, η φαυλότητα της βίας, το κάλλος και η φρόνηση, παρόμοια με κείνα των ομηρικών επών, αποτελώντας εγχειρίδια αξιακής θεμελίωσης και συμπεριφορικής ηθικής. Η ιδιαιτερότητά τους έγκειται στο γεγονός ότι δεν ήταν ούτε ακριβώς τραγούδια ούτε ποιήματα ούτε θεατρικά έργα. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ήταν εκστατικές παραστατικές αφηγήσεις.
Και μπορεί σήμερα τα ατέλειωτα χειμωνιάτικα βράδια να μην περνάνε με τις δυσκολίες του ερωτευμένου ζευγαριού και τις επικές περιγραφές των μαχών αλλά με επεισόδια από το «Τατουάζ» ή τον αυτισμό του FB, αλλά είναι ενθαρρυντικό να βλέπεις νέους ανθρώπους κάθε τόσο να τον μελοποιούν, να τον διασκευάζουν σε κόμικ, να στήνουν θεατρικές ή μουσικές παραστάσεις και να εμπνέονται από την ποιητική του για να σκαρώνουν μαντινάδες χωρίς να ξεπέφτουν σε μια γλυκερή ή φολκλορική κοινοτοπία.
Ο Κορνάρος δημιούργησε ένα λαϊκό έπος πατώντας γερά στο γλωσσικό υπόστρωμα μιας ντοπιολαλιάς με την οποία αξιοποίησε τον ρυθμό του ιαμβικού δεκαπεντασύλλαβου, αγκάλιασε τα ανθρώπινα πάθη και αντιμετώπισε την ομορφιά της φύσης σε ισοτιμία με τους πρωταγωνιστές. Μέχρι και τον Αριστοτέλη και τη διάκρισή του στα τέσσερα βασικά υγρά του σώματος έχει εντάξει αριστοτεχνικά στην πλοκή.
Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι επηρέασε τόσο πολύ τη νεότερη λογοτεχνία από τον Σολωμό μέχρι τον Σικελιανό, από τον Παλαμά μέχρι τον Σεφέρη και από τον Πρεβελάκη μέχρι τον Ρίτσο. Ο Σεφέρης μάλιστα δεν αρκέστηκε στην ανάλυση του έργου: «Εδώ βρίσκουμε τη σύγκρουση της ορμής της νιότης και του ερωτικού πάθους με τη φρόνηση. Ο Ερωτόκριτος είναι αντρειωμένος και αγαπά, η Αρετούσα είναι γενναία και αγαπά· χωρίς να επεμβαίνουν οι θεοί των σωμάτων».
Η Αρετούσα επομένως μπορεί να αισθάνεται χαρούμενη όχι μόνο γιατί τέλειωσαν τα βάσανά της αλλά και γιατί τα μαντάτα είναι ευχάριστα. Ο αγαπημένος της τελικά δεν εξορίστηκε αλλά παρέμεινε στις καρδιές των ανθρώπων και η δική της ερωτική προσμονή δικαιώθηκε.
* Η Χρύσα Κακατσάκη είναι φιλόλογος – ιστορικός Τέχνης
Δημοσιεύτηκε στο τεύχος 144 του Documento την Κυριακή 18 Αυγούστου