Του Ευάγγελου Κωνσταντέλου
Ο Σύριζα είναι το μοναδικό πολιτικό κόμμα, από γενέσεως πολιτικών κομμάτων στο σύμπαν, το οποίο δέχτηκε σφοδρή κριτική, αδυσώπητο έλεγχο και πόλεμο, όχι μόνο από τα ελληνικά μέσα ενημέρωσης αλλά και από τα διεθνή. Ειδικότερα κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης, η δημοσιογραφική υποκουλτούρα σε συνδυασμό με την εξίσου πολιτική, επιχειρηματική και ακαδημαϊκή παρακμή, εκχυδάιζαν τον δημόσιο βίο, παραπλανώντας και χειραγωγώντας την ήδη διχασμένη κοινή γνώμη. Από την εποχή της αλήστου μνήμης δημοσιογραφίας (τύπου MEGA) μέχρι τον σημερινό ξεπεσμό των ολοκληρωτικά και χωρίς αισχύνη διεφθαρμένων ΜΜΕ, η αποσβολωμένη κοινωνία ίσως θα έπρεπε να νιώθει, αν όχι ευγνωμοσύνη τότε σίγουρα ανακούφιση και λίγο αισιόδοξη.
Ειδικά ο λαός και οι ανυπόμονοι προοδευτικοί ψηφοφόροι θα έπρεπε, να θεωρούν τον πρωτοφανή πόλεμο, που δέχτηκε τα τελευταία πέντε χρόνια ο Σύριζα, ως μάννα εξ ουρανού για δύο κυρίως λόγους. Πρώτον, διότι όλος ο εσμός και συρφετός του Σημιτισμού, του παλαιο-Πασοκισμού, του νεοφιλελευθερισμού, της ακροδεξιάς και των νέο-χουντικών, που τόσες δεκαετίες ήταν αδέσποτος και διασκορπισμένος, τώρα βρήκε στέγη στη Νέα Δημοκρατία και αποτελεί την παρασιτική «αυλή» του Κυριάκου Μητσοτάκη. Και δεύτερον, διότι ο αδυσώπητος και άνευ προηγουμένου έλεγχος (δίκαιος ή άδικος) στον Αλέξη Τσίπρα, στους υπουργούς, στους βουλευτές και στα μέλη προστάτεψε την ευρύτερη παράταξη του Σύριζα, από το να μετατραπεί σε εκφυλισμένο και διεφθαρμένο ΠΑΣΟΚ, έτσι όπως το κατάντησαν ο Κώστας Σημίτης και ο Βαγγέλης Βενιζέλος.
Οι μεγαλο-δημοσιογράφοι και τα κέντρα δημοσιογραφικής εξουσίας κοιτώντας την πολιτική ως μια εφήμερη πρακτική, η οποία εξυπηρετεί πρόσκαιρα μια συγκεκριμένη ποινικά διωκόμενη «μεγαλοαστική» ομάδα, δεν έκαναν τίποτα άλλο, από το να προωθούν και να επιβάλλουν στην κοινή γνώμη πολιτικές τάσεις και πρόσωπα, που εν δύναμη θα μείωναν τη δύναμη του Σύριζα, αλλά και θα υπονόμευαν την καθαρότητα της φωνής του λαού. Το μεγάλο πρόβλημα όμως γι’ αυτούς ήταν, ότι αυτές οι εφεδρείες ήταν εντελώς εκφυλισμένες, χωρίς ιδεολογία και χωρίς κανένα έρεισμα στην κοινωνία. Η Ένωση Κεντρώων και το Ποτάμι ήταν «παιδιά» όχι της ανάγκης αλλά του Νίκου Χατζηνικολάου και η Χρυσή Αυγή του ΣΚΑΙ. Όπως μπήκαν στη βουλή έτσι και βγήκαν, καθώς δεν εξυπηρετούσαν πια την προσπάθεια αποδυνάμωσης του λαού και του Σύριζα, ο οποίος είτε ιδεολογικά είτε πραγματιστικά φαίνεται να αποβλέπει σε μη εφήμερες, πιο σταθερές και μόνιμες πολιτικές, που θα ευεργετούν την κοινωνία μακροπρόθεσμα.
Η πολιτική και κοινωνική στάση του Σύριζα ήταν μια ακόμη ευθεία απειλή για τη δημοσιογραφία στην Ελλάδα ως επάγγελμα. Όταν δεκαετίες τώρα η δημοσιογραφία βασίζεται στη δυστυχία, τον πόνο αλλά και την παραπλάνηση του λαού, μια ελπιδοφόρα παράταξη που θα τονώσει το ηθικό και την ψυχολογία της κοινωνίας θέτει σε κίνδυνο ολόκληρο το οικοδόμημα της παρασιτικής δήθεν ελίτ, η οποία «τρέφεται» από τον μισανθρωπισμό και την αντικοινωνικότητα. Η δημοσιογραφία, όπως και όλες οι άλλες εξουσίες, δεν υπάρχουν χωρίς τη δυστυχία του λαού… γι’ αυτό και είναι μισάνθρωπες. Εύκολα μπορεί ο καθένας να παρατηρήσει με πόσο ενθουσιασμό και σχεδόν οργασμικό τρόπο παρουσιάζονται οι άσχημες, θλιβερές και δυσάρεστες ειδήσεις, σε αντίθεση με τα καλά νέα. Ακόμη και σε περιπτώσεις ευχάριστων ειδήσεων ο μισανθρωπισμός της δημοσιογραφικής εξουσίας θα σπείρει την αμφιβολία ή θα τις υποβαθμίσει, ανεξάρτητα αν εξυπηρετούν κάποιο ιδιαίτερο σκοπό.
Το επιχείρημα «δεν είναι όλοι ίδιοι» έχει πάψει προ πολλού να έχει βαρύτητα και είναι άνευ ουσίας. Είναι ένα επιχείρημα, που εντάσσεται στη γενικότερη αντίληψη της πολιτικής ορθότητας και της γενικότερης προβολής της μετριότητας. Αλλά ποιος δημοσιογράφος νιώθει μισάνθρωπος ή μέτριος; Αντιλαμβάνεται άραγε ο Πρετεντέρης, η Τρέμη, ο Πορτοσάλτε, ο Στραβελάκης, ο Παπαδημητρίου, ο Καψής, ο Παπαπαναγιώτου, ο Ευαγγελάτος, ο Κώνστας ή ο Μπογδάνος, ότι προάγουν τη μετριότητα ή ότι βιώνουν μια αντικοινωνική δημοσιογραφική ζωή; Ή μήπως η έννοια της συνέπειας τα καθαρίζει και τα απολυμαίνει όλα; Αρκεί το να είναι κάποιος συνεπής της οποιασδήποτε αντικοινωνικής άποψης, ώστε να διαγράφεται από το δημόσιο έλεγχο στο όνομα της ελευθερίας του λόγου; Αρκεί να είναι στο απυρόβλητο, ανεξαρτήτως ιδεολογίας και δεοντολογίας, κάποιος ζηλωτής μόνο και μόνο επειδή υπάρχουν ιστορικές, πολιτιστικές ή ακόμη και κοινωνικές ενοχές, οι οποίες μας οδηγούν στο να αποφεύγουμε είτε να αρθρώσουμε μια αντίθετη άποψη είτε να ασκούμε κριτική; Μας αρκεί μια τέτοια δημοσιογραφία, μόνο και μόνο επειδή υπάρχουν πέντε – δέκα μη μισάνθρωποι και μη μέτριοι δημοσιογράφοι ή μήπως και αυτούς τους χρειάζεται το σύστημα, ώστε να αποτελούν άλλοθι, για να συνεχίζεται αυτή η μέτρια ζωή; Πιστεύει άραγε κανένας σήμερα, ότι η δημοσιογραφία υπηρετεί την αλήθεια αντικειμενικά; Αρκεί το μέτρο της ευπρέπειας του υποκειμενισμού να καθορίζει την αντικειμενικότητα, όπως ορθώς έχει πει ο Κώστας Βαξεβάνης, ή ακόμη και την ποιότητα της αλήθειας; Αλήθεια, πόση αλήθεια μπορούμε να καταναλώσουμε, να ανεχτούμε ή να αντέξουμε;
Μοιραία, σε τόσες πολλές και άλλες τόσες ερωτήσεις που απευθύνονται στην δημοσιογραφία και γενικότερα στην κοινωνία, η παιδεία και πάλι θα αναγκαστεί να αναλάβει το φορτίο των λύσεων και των απαντήσεων. Στα φαρμάκια της λογοκρισίας, της συκοφαντίας, της μισανθρωπίας και της μετριότητας, που χαρακτηρίζουν τη σημερινή μορφή της δημοσιογραφίας, πιστεύω, ότι πρέπει να αντιτάξουμε τέσσερα «φάρμακα» και να διδάξουμε τους τρόπους, οι οποίοι όχι μόνο θα βελτιώσουν το δημόσιο διάλογο, αλλά πολύ περισσότερο θα αποτελέσουν ένα συστηματικό τρόπο θεμελίωσης της καθολικότητας της αλήθειας στην κοινωνία (γι’ αυτό και δεν πρέπει η αλήθεια να περιορίζεται μόνο στη δημοσιογραφία αλλά να επεκτείνεται σε όλους τους κλάδους της επιστημονικής/ακαδημαϊκής, πολιτικής και κοινωνικής ζωής).
Η «Τετραφάρμακος» της Δημοσιογραφίας πρέπει, να συμπυκνώνει τις βασικές απαιτήσεις της λογικής κοινωνικής συμβίωσης. Πρέπει, να συνθέτει έναν καθολικό τρόπο πρόσληψης της αλήθειας. Να επεξεργάζεται και να μεταδίδει το λόγο και την πληροφορία, έχοντας ταυτόχρονα και την υποχρέωση να αναπτύσσει εργαλεία, τα οποία θα αποβάλουν ή θα περιορίζουν τα περιττά και εκφυλιστικά στοιχεία.
Αρχικά, η μεταφυσική και η οντολογία στη δημοσιογραφία θέτουν τα ερωτήματα και αναπτύσσουν το στοχασμό, ως προς το τι είναι αληθινό. Η διδασκαλία της μεταφυσικής/οντολογίας στη δημοσιογραφία, χωρίς να περιορίζεται σε συγκεκριμένα φιλοσοφικά μοντέλα, έχει τη δυνατότητα να αποκαλύπτει τη λογικότητα των επιχειρημάτων έτσι ώστε η αλήθεια να μην είναι έρμαιο του καθημερινού ή ακόμη και του ιστορικού γίγνεσθαι. Επομένως η αλήθεια δεν θα υπόκειται στη φθορά, την αλλοίωση και στην περατότητα των επιμέρους εμπειριών. Η λογικότητα της ανάδυσης της αλήθειας με αυτόν τον τρόπο θα εξισώνει τις γνώμες με τη νόηση και την καθολικότητα της κοινής αίσθησης, που έχουμε για τα πράγματα που συμβαίνουν γύρω μας.
Το δεύτερο απαραίτητο «φάρμακο» είναι η έννοια της ηθικής, η οποία πρέπει να καλλιεργηθεί διαμορφώνοντας τα πλαίσια κυρίως μέσα στα οποία όχι απλά οι συμπεριφορές να είναι ανεκτές, αλλά να επιβάλλονται κοινωνικά ως εκείνες, που προάγουν τον άνθρωπο και την κοινωνία του. Η ηθική στη δημοσιογραφία προσφέρει όλα εκείνα τα κριτήρια, που διαμορφώνουν μια γενική ορθότητα, αποκαλυπτική και οικουμενική, και όχι συγκεκριμένες εκφυλιστικές, σεμνότυφες, υποκριτικές και ενοχικές συμπεριφορές. Αυτές οι ουσιαστικές και αληθινές συμπεριφορές καθιστούν το δημοσιογράφο, λειτουργό και προστάτη του δημοσίουσυμφέροντος και άμεσο φορέα και κοινωνικό δείκτη δημοκρατικότητας σε μια πολιτεία. Με άλλα λόγια, η ποιότητα μιας πολιτικής κοινωνίας φαίνεται και από την ηθική και τη συμπεριφορά της δημοσιογραφίας, ως προς την «αλήθεια», που εκπροσωπεί ο δημόσιος λόγος της. Οι ίδιοι οι δημοσιογράφοι οφείλουν, να είναι εκείνοι οι φορείς, που θα αναλάβουν την ευθύνη και την υποχρέωση, να εκφραστεί αυτή η ποιότητα με γενναιότητα και θάρρος.
Τρίτο σημαντικό φάρμακο είναι η αισθητική στην δημοσιογραφία. Η αισθητική στη δημοσιογραφία αφορά τόσο την ποιότητα της εκφοράς και την ακρίβεια της αλήθειας όσο και την επικοινωνία του λόγου και της εικόνας. Η τέχνη της ρητορικής, η εκφορά του λόγου και η λόγια δομή των κειμένων σε συνδυασμό με την ακρίβεια, όχι μόνο ενημερώνουν σωστά την κοινωνία, αλλά δικαιώνουν και όλους εκείνους που θεωρούν τη δημοσιογραφία ένα επιπλέον διδακτικό και παιδαγωγικό μέσο αναμόρφωσης, ανάπτυξης και εξέλιξης της κοινωνικής ιδεολογίας. Ακόμη και η δηκτικότητα, η ειρωνεία, η αποδοκιμασία, η χλεύη, ο σαρκασμός και η σάτιρα χωρίς ακρίβεια και ορθότητα στο λόγο δείχνουν ιδιοτέλεια… άρα μη αλήθεια. Μια ακόμη ιδιότητα της αισθητικής στη δημοσιογραφία είναι, ότι επιτρέπει στην κοινωνία, να αντιληφθεί το μέγεθος της δουλοπρέπειας και της μετριότητας στο δημοσιογραφικό κόσμο. Η καλλιέργεια της κουλτούρας και της γενικής αισθητικής λόγου και εικόνας στους μελλοντικούς δημοσιογράφους είναι τόσο απαραίτητα, όσο σημαντική είναι και η φυσιολογία στους βιολόγους. Είναι η ουσία και το βασικό εργαλείο, που συνδέει το δημοσιογράφο με την κοινωνία και με την κοινή γνώμη.
Για να επιτευχθεί αυτό χρειάζεται φυσικά γνώση. Η γνωσιοθεωρία είναι το τέταρτο φάρμακο και ίσως το πιο σημαντικό, καθώς μέσα από αυτή ο δημοσιογραφικός κόσμος μπορεί να μελετά την ουσία, τα είδη (αντικειμενικότητα, υποκειμενικότητα), τις πηγές, τις δυνατότητες, τη δύναμη, την επίδραση, τον αντίκτυπο, την αξία και τα όρια της αλήθειας μέσα στην κοινωνία. Η διαφορά της γνωσιοθεωρίας στη δημοσιογραφία με την μεταφυσική και την οντολογία αφορά κυρίως την εγκυρότητα της αλήθειας ως γνώση. Κλασικό παράδειγμα έλλειψης αυτού του φαρμάκου είναι η σημερινή μάστιγα των ψευδών ειδήσεων. Η επιστημολογική προσέγγιση των θεμάτων, των ειδήσεων και των απόψεων βέβαια ελλοχεύει τον κίνδυνο της προπαγάνδας, γι’ αυτό και όλα τα «φάρμακα» πρέπει να συνδυάζονται, ώστε να δημιουργούν ένα «ελιξίριο» με ευεργετικές ιδιότητες για την κοινωνία και όχι ένα φαρμάκι, που δηλητηριάζει το λαό.
Η γνώση είναι δύναμη, όπως είχε πει ο Francis Bacon. Δυστυχώς όμως η αμετροέπεια, η αναισχυντία και το θράσος της μετριότητας έχουν σκεπάσει όλες τις δημιουργικές δυνάμεις της κοινωνίας, και επομένως αυτή η γνώση δείχνει να είναι άχρηστη και ενίοτε επικίνδυνη. Η εποχή που η δημοσιογραφία και τα άλλα μέσα εξουσίας διαμορφώνουν ένα κλίμα, όπου πραγματικά και αντικειμενικά ανίκανοι και επικίνδυνοι ανεβαίνουν στην εξουσία είναι εδώ και μάλιστα δεν υπάρχει και κανένας ενδοιασμός, να φανερώνουν το μέγεθος του εκφυλισμού και της στρέβλωσης. Είναι θέμα χρόνου όμως το σύστημα να καταρρεύσει, καθώς η επικοινωνία έχει προχωρήσει σε τέτοιο βαθμό, που είναι αδύνατον να την παρακολουθήσει η κοινωνία. Οι εκφυλιστικές τάσεις βέβαια είναι ορατές, αλλά εδώ υπάρχει ένα τεράστιο χάος ανάμεσα στα δύο. Η κοινωνία μπορεί, να επουλώνει τις πληγές της και να αναδημιουργείται, ενώ οι άρχουσες τάξεις μετά τον εκφυλισμό εξαφανίζονταν (δυστυχώς όμως εμφανίζονται αργότερα άλλες, γι’ αυτό και οι αγώνες συνεχίζονται).
Ο αγώνας για ποιότητα και ουσία στη δημοσιογραφία είναι πρώτα από όλα αγώνας υπέρ της αλήθειας. Η σημερινή μορφή των μέσων ενημέρωσης και επικοινωνίας θα αλλάξει και αυτό είναι νομοτέλεια. Είμαι σίγουρος, ότι η δημοσιογραφία θα γίνει καλύτερη και πιο δημιουργική. Τα προβεβλημένα απομεινάρια της αμάθειας και της μετριότητας μαζί με τα παράσιτα της πολιτικής, επιχειρηματικής και ακαδημαϊκής παρακμής, που ακόμη στοιχειώνουν και καθυστερούν την κοινωνία, δεν μπορούν να υπηρετούν την αλήθεια. Γιατί η αλήθεια είναι μια και την ξέρει μόνο ο λαός, καθώς είναι ο ίδιος που τη δημιουργεί.