Η μεγαλύτερη τρομοκρατική επίθεση που έγινε πάνω σε πλοίο συνεχίζει να έχει, εδώ και 31 χρόνια, πολλά αναπάντητα ερωτήματα.
Ποιοι ήταν οι δράστες, για ποιους «δούλευαν» και κυρίως ποιος ήταν ο στόχος της επίθεσης στο ελληνικό κρουαζιερόπλοιο «Σίτυ οφ Πόρος» («City of Poros»), ανοιχτά της Αίγινας, είναι μερικά από τα κρίσιμα θέματα που παραμένουν «σκοτεινά».
Ελληνικές και ξένες διωκτικές αρχές εντόπισαν ορισμένους από τους πρωταγωνιστές της επίθεσης, που έγινε στις 11 Ιουλίου 1988, χωρίς να έχει διευκρινιστεί με ακρίβεια η ταυτότητά τους και κυρίως εάν βρίσκονται στη ζωή.
Είναι χαρακτηριστικό ότι για την ελληνική Δικαιοσύνη ο φάκελος παραμένει «ανοιχτός» μέχρι να βρεθούν στοιχεία για δύο άτομα που έχουν εντοπιστεί ως εμπλεκόμενοι στην επίθεση, στην οποία έχασαν τη ζωή τους 9 άτομα και τραυματίστηκαν περίπου 100.
Συγκεκριμένα, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Πειραιά με το υπ’ αριθμόν 771/1989 βούλευμά του ανέβαλε την ποινική διαδικασία για τους δύο κατηγορούμενους, αποτρέποντας το ενδεχόμενο παραγραφής, μέχρι να βρεθούν στοιχεία για το εάν είναι ζωντανοί και να διευκρινιστεί η ταυτότητά τους.
Οι συγκεκριμένοι κατηγορούμενοι μαζί με άλλο ένα τρίτο «φάντασμα» δικάστηκαν, προ εξαετίας, στη Γαλλία σε μια διαδικασία που δεν προσέφερε κανένα νέο στοιχείο εκτός από μια καταδίκη χωρίς… αντίκρισμα και ίσως την ηθική ικανοποίηση των συγγενών των γαλλικής καταγωγής θυμάτων μιας ιδιαίτερα ταραγμένης δεκαετίας όπως ήταν αυτή του 1980.
Εκείνη τη δεκαετία, όπως και την τωρινή, στον απόηχο μιας μεγάλης οικονομικής κρίσης γίνονταν παγκόσμιες ανακατατάξεις που προκαλούσαν εντάσεις στη Μέση Ανατολή και τροφοδοτούσαν τη διεθνή τρομοκρατία.
Το «Ακίλε Λάουρο»
Οι τρομοκρατικές ενέργειες εκδηλώνονταν σε χερσαίες υποδομές, σε αεροδρόμια ή σε αεροπλάνα. Ομως, στις 9 Οκτωβρίου 1985 έγινε, για πρώτη φορά, επίθεση σε κρουαζιερόπλοιο.
Ηταν το ιταλικό «Ακίλε Λάουρο», που καταλήφθηκε, μετά την αναχώρησή του από την Αλεξάνδρεια, από τέσσερις Παλαιστίνιους οπλισμένους με «Καλάσνικοφ» και χειροβομβίδες.
Οι Παλαιστίνιοι εμφανίζονταν να ζητούν την απελευθέρωση 50 ομοεθνών τους που κρατούνταν στο Ισραήλ. Στην πραγματικότητα όμως, η πειρατεία ήταν μια απάντηση στην επίθεση της ισραηλινής αεροπορίας στην Τύνιδα εναντίον του αρχηγείου της PLO, όπου σκοτώθηκαν 70 άτομα. Ο ηγέτης της οργάνωσης, Γιάσερ Αραφάτ, επέζησε μάλλον από τύχη.
Πηγή έμπνευσης
Η ομηρία, κατά την οποία εκτελέστηκε ο Αμερικανοεβραίος ανάπηρος επιβάτης Λεόν Κλινγκχόφερ, διήρκεσε δύο ημέρες και έληξε μετά από διαπραγματεύσεις με την εμπλοκή πολλών κρατών, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα.
Ωστόσο, πιστεύεται ότι αυτή η ενέργεια ενέπνευσε τους δράστες για τον σχεδιασμό της επίθεσης στο «Σίτυ οφ Πόρος», που έγινε τρία χρόνια αργότερα.
Οπως έχουν καταλήξει οι ελληνικές και ξένες διωκτικές αρχές, την υλοποίηση του σχεδίου ανέλαβαν τουλάχιστον τέσσερα άτομα, αραβικής καταγωγής, που άρχισαν να καταφτάνουν μεμονωμένα μέσα στον Μάιο στην Αθήνα.
Οι δράστες
Φαίνεται, όμως, ότι κάποιοι απ’ αυτούς είχαν εντοπιστεί από ξένες μυστικές υπηρεσίες και όπως γράφει το ξενόγλωσσο βιβλίο του Καμίλ Νασρ «Αραβική και ισραηλινή τρομοκρατία», διάφοροι πράκτορες κυκλοφορούσαν στην Αθήνα, με αποτέλεσμα οι Αραβες να αλλάζουν συνεχώς ξενοδοχεία και να εξελίσσεται ένα παιχνίδι «της γάτας με το ποντίκι».
Πρώτοι έφτασαν δύο νεοσύλλεκτοι μαχητές, ο 21χρονος Αντνάν Σουτζούντ (Adnan Sojod) και o Αμούντ Αμπούλ Χαμίντ (Amoud Aboul Hamid). Ξεκίνησαν μαζί από τη Βηρυτό του Λιβάνου και μετά από μια ενδιάμεση στάση στη Σόφια έφτασαν στο Βελιγράδι. Εκεί χωρίστηκαν για να έρθουν στην Αθήνα, με διαφορά δύο ημερών, ο πρώτος σιδηροδρομικώς και ο δεύτερος αεροπορικώς.
Ακολούθησε ο Μεχεντίν Μέρχι (Mehieddine Merhi), που τα ίχνη του χάνονται από τις 23 Ιουνίου και μετά.
Τελευταίος αφίχθη την 1η Ιουνίου, από την Κοπεγχάγη, ο «ελεγκτής». Ενα άτομο με επιτελικό ρόλο στην οργάνωση του Αμπού Νιντάλ, που έχει καταγραφεί από τις Αρχές με 8 διαφορετικά ονόματα από ισάριθμα διαβατήρια.
Πιο γνωστός έγινε, πάντως, με τα ονόματα Χετζάμπ Τζαμπάλα (Hejab Jaballa) ή Σαμίρ Μοχάμεντ Χαϊντάρ (Samir Mohamed Khaidir ή Khaidar). Εθεωρείτο ο επιτόπιος «ελεγκτής» των επιχειρήσεων της οργάνωσης του Αμπού Νιντάλ, ενός τρομοκράτη εφάμιλλου με τον διαβόητο «Κάρλος το Τσακάλι», ορκισμένου αντιπάλου της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PLO).
Τις επόμενες μέρες ξεκίνησε η προετοιμασία της επίθεσης με μεταφορές όπλων και πυρομαχικών, αναγνώριση του χώρου και ενοικίαση αυτοκινήτων. Μάλιστα, ο Σουτζούντ έκανε στις 8 Ιουλίου μια ημερήσια κρουαζιέρα στον Σαρωνικό με το «Σίτυ οφ Υδρα», που ήταν ίδιο με το «Σίτυ οφ Πόρος».
Η έκρηξη μυστήριο
Μέρα της δράσης είχε οριστεί η 11η Ιουλίου 1988, αλλά τα πράγματα πήραν απροσδόκητη τροπή.
Συγκεκριμένα, περίπου 15 λεπτά πριν από τις 3 το μεσημέρι, στο πάρκινγκ του Ναυτικού Ομίλου Αμφιθέας, στο Τροκαντερό, κοντά στο σημείο όπου «έδεναν» τα ημερόπλοια για τις κρουαζιέρες στον Σαρωνικό, έγιναν δύο ισχυρότατες εκρήξεις, με μερικά λεπτά διαφορά η μια από την άλλη.
Οι εκρήξεις κατέστρεψαν ένα νοικιασμένο αυτοκίνητο ενώ διαμελίστηκε ο Αμούντ Αμπούλ Χαμίντ. Από δύο φωτογραφίες που βρέθηκαν στα συντρίμμια θεωρήθηκε ότι είχε σκοτωθεί και ο «ελεγκτής», στου οποίου το όνομα είχε νοικιαστεί το όχημα.
Ωστόσο, τα δακτυλικά αποτυπώματα του Τζαμπάλα ή Χαϊντάρ που είχαν οι κυπριακές αρχές και διέθεσαν στις ελληνικές δεν ταίριαζαν με αυτά που βρέθηκαν στο αυτοκίνητο και παρότι ο Αμπού Νιντάλ εφέρετο να έχει επιβεβαιώσει τον θάνατο του στενού συνεργάτη του, δεν άργησαν να διαδοθούν φήμες ότι ο Τζαμπαλά ήταν ζωντανός.
Μάλιστα, αμερικανικές και ευρωπαϊκές μυστικές υπηρεσίες εξέφραζαν την πεποίθησή τους ότι ο Τζαμπάλα ή Χαϊντάρ με την έκρηξη του αυτοκινήτου σκηνοθέτησε τον θάνατό του στην Αθήνα. Ετσι, το 1994, ένα περιφερειακό δικαστήριο της Στοκχόλμης εξέδωσε ένταλμα σύλληψης εναντίον του, ενώ ο επικεφαλής της τοπικής αστυνομίας, επιθεωρητής Λαρς Φορστ, δήλωνε πως υπάρχουν ενδείξεις «ότι η έκρηξη του αυτοκινήτου ήταν σχεδιασμένη για να πιστέψουμε ότι ο Χαϊντάρ σκοτώθηκε».
Στη διάρκεια της δίκης, που έγινε τον Φεβρουάριο του 2012, ένας Γάλλος επιθεωρητής είπε πως μετά την έκρηξη στην Αθήνα χάθηκαν τα ίχνη του Τζαμπάλα και πιθανολογείται ότι κατέφυγε στη Λιβύη, όπου εκτελέστηκε αργότερα στο πλαίσιο «εκκαθαρίσεων» της οργάνωσης.
Αλλοι πάλι υποστήριξαν ότι κατ’ εντολήν του Αμπού Νιντάλ είχε ρυθμιστεί η βόμβα που εξερράγη στο αυτοκίνητο[1] ενώ ορισμένοι Δυτικοί διπλωμάτες φαίνεται ότι δεν απέκλειαν να προκλήθηκε η έκρηξη από ισραηλινό «δάκτυλο».[2]
Λίγες ώρες αργότερα, περίπου στις 6.50 το απόγευμα, οι Αρχές ενημερώνονται για εκδήλωση φωτιάς στο «Σίτυ οφ Πόρος».
Εκτελέσεις εν πλω
Το πλοίο βρισκόταν ανοιχτά της Σουβάλας στην Αίγινα επιστρέφοντας στο Τροκαντερό από μια ημερήσια κρουαζιέρα στον Σαρωνικό, με 471 επιβάτες, οι περισσότεροι Γάλλοι τουρίστες, και 25 Ελληνες ναυτικούς ως μέλη του πληρώματος.
Αμέσως, παραπλέοντα σκάφη και πυροσβεστικά πλοιάρια ειδοποιήθηκαν και άρχισαν να κατευθύνονται κοντά στο πλοίο.
Οι σκηνές που αντίκρισαν ήταν συγκλονιστικές.
«Μόλις πλησιάσαμε στα 200 μέτρα, βλέπαμε ανθρώπους να πηδάνε σαν τρελοί στη θάλασσα. Η γέφυρα του κρουαζιερόπλοιου δεν φαινόταν από τις φλόγες. Τα πυροσβεστικά έριχναν νερό», περιέγραφαν στο «Εθνος» (φ. 14.7.1988) οι Γιώργος Παπαλεξάνδρου και Νίκος Παναγιώτου, μέλη του πληρώματος του ρυμουλκού «Αλκυών», από τα πρώτα που είχαν φτάσει κοντά στο κρουαζιερόπλοιο.
Από τις διηγήσεις των επιβατών και των μελών του πληρώματος διαπιστώθηκε ότι η φωτιά ήταν αποτέλεσμα της επίθεσης που έκανε ξαφνικά ο Αντνάν Σουτζούντ.
Λίγες αρχικές μαρτυρίες ανέφεραν ότι υπήρχε και δεύτερος ένοπλος εκτελεστής, αλλά αυτό τελικά δεν επιβεβαιώθηκε.
Οπως όλα δείχνουν, ο Σουτζούντ, που σε όλη την κρουαζιέρα συμπεριφερόταν σαν ένας ξέγνοιαστος τουρίστας, παίζοντας χαρτιά με συνεπιβάτες του και κάνοντας περιηγήσεις στα νησιά, πήγε ξαφνικά στο πάνω κατάστρωμα του πλοίου και άρχισε να πυροβολεί αδιακρίτως με ένα αυτόματο ενώ έριξε και μια ή δύο χειροβομβίδες.
Πάντως, η ισχυρότερη έκρηξη που ακούστηκε φαίνεται ότι προκλήθηκε από εκρηκτικά που είχαν τοποθετηθεί.
Να σημειωθεί ότι ο τότε αρχηγός του Λιμενικού Σώματος, ο αείμνηστος Χρήστος Ντούνης, έγραφε σε βιβλίο του ότι «εκρηκτικός μηχανισμός εξερράγη και στη γέφυρα από τον οποίο προκλήθηκε πυρκαγιά και εκτεταμένες ζημιές».[3]
Μέχρι σήμερα πιθανολογείται ότι ο 21χρονος προχώρησε σε αυτή την επίθεση αυτοκτονίας αφού πληροφορήθηκε από το απογευματινό δελτίο ειδήσεων κάποιου από τα δύο κρατικά κανάλια, που εξέπεμπαν τότε, για την έκρηξη στο Τροκαντερό και κατάλαβε την αποτυχία του σχεδίου.
Από την επίθεση έχασαν τη ζωή τους 9 άτομα, ανάμεσα στους οποίους και ο ένοπλος τρομοκράτης, χωρίς ποτέ να αναγνωριστεί, αφού το πτώμα του είχε διαμελιστεί.
Επίσης έχασε τη ζωή του ο ηρωικός ύπαρχος του πλοίου, Αντώνης Δεϊμέζης, ο οποίος έπεσε με αυτοθυσία πάνω στον εκτελεστή και περιόρισε τον αριθμό των θυμάτων, αφού προς στιγμήν σταμάτησαν οι πυροβολισμοί.
Οι Αρχές από την πρώτη στιγμή είχαν καταλήξει ότι η έκρηξη στο αυτοκίνητο και η επίθεση στο κρουαζιερόπλοιο ήταν δύο πράξεις της ίδιας υπόθεσης.
Ωστόσο, μέχρι σήμερα δεν έχει διευκρινιστεί ποιο ήταν ακριβώς το σχέδιο των τρομοκρατών και κυρίως σε τι αποσκοπούσαν, ενώ είναι αξιοσημείωτο ότι καμία οργάνωση δεν ανέλαβε την ευθύνη του «χτυπήματος».
Δεν ανέλαβε ποτέ την ευθύνη η οργάνωση του Αμπού Νιντάλ
Η Οργάνωση του Αμπού Νιντάλ, που ονομαζόταν Φάταχ – Επαναστατικό Συμβούλιο, ιδρύθηκε το 1974, μετά από διάσπαση της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης, με τη στήριξη του Ιράκ, και έδρασε μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1980, έχοντας πραγματοποιήσει τρομοκρατικές επιθέσεις σε 20 κράτη, τραυματίζοντας ή σκοτώνοντας περίπου 900 ανθρώπους.
Ο ιδρυτής και αρχηγός της οργάνωσης, το πραγματικό όνομα του οποίου ήταν Σάμπρι Χαλίλ αλ-Μπάνα, είχε γεννηθεί το 1937 στη Γιάφα, στην τότε υπό βρετανική κυριαρχία Παλαιστίνη, και θεωρήθηκε ένας από τους πιο σκληρούς τρομοκράτες. Πάντα αναλάμβανε την ευθύνη των επιθέσεων της οργάνωσης, ακόμα και περιστατικών με τα οποία δεν θα μπορούσε να έχει καμία σχέση.
Ωστόσο, όχι μόνο δεν ανέλαβε την ευθύνη για την επίθεση στο «Σίτυ οφ Πόρος», αντίθετα διέψευσε με δήλωσή του στην ιταλική εφημερίδα «Ρεπούμπλικα» οποιαδήποτε εμπλοκή του.
Κατά μία εκδοχή, η αποκήρυξη της συγκεκριμένης ενέργειας οφειλόταν στην αποτυχημένη έκβασή της. Ομως, άλλες πιο ρεαλιστικές απόψεις υποστηρίζουν ότι ο ίδιος δεν είχε κανέναν λόγο να διαταράξει τις σχέσεις του με την Ελλάδα.
«Δεν ήταν το συμφέρον του Αμπού Νιντάλ [να κάνει το χτύπημα]», μετέδιδε, λίγες μέρες μετά το τρομοκρατικό χτύπημα στο «Σίτυ οφ Πόρος» (27.7.1988), το διεθνές ειδησεογραφικό πρακτορείο Γιουνάιτεντ Πρες, επικαλούμενο δηλώσεις Γάλλου αξιωματικού ασφαλείας, ο οποίος σημείωνε:
«Θα μπορούσαν να είναι μέλη [της οργάνωσης] του Αμπού Νιντάλ, αλλά δεν δούλευαν για τον Αμπού Νιντάλ».
Ο ίδιος βάσιζε αυτή την εκτίμησή του στο ότι ο Αμπού Νιντάλ είχε αγοράσει τον Ιούνιο του 1987 δύο διαμερίσματα κοντά στο αεροδρόμιο της Αθήνας, δείχνοντας ότι τον ενδιέφερε να συνεχίσει να έχει πρόσβαση στην Ελλάδα.
Τέλος, ο Γάλλος αξιωματούχος δεν απέκλεισε ότι μερικά μέλη της οργάνωσης του Αμπού Νιντάλ μπορεί να έδρασαν μισθοφορικά για άλλες μουσουλμανικές οργανώσεις. Αλλωστε και ο ίδιος ο Νιντάλ φαίνεται ότι πολλές φορές είχε δράσει ως μισθοφόρος εκτελεστής.
Το ίδιο «θολός» παραμένει ο σκοπός της ενέργειας.
Σε έκθεση της πρεσβείας των ΗΠΑ στην Αθήνα, που υπογράφεται από τον τότε πρέσβη Ρόμπετ Κίλι και έχει αποκαλυφθεί στα WikiLeaks, σημειώνεται ότι «αν και ο σκοπός της επίθεσης στο «Σίτυ οφ Πόρος» παραμένει ένα θέμα μελέτης, φαίνεται πιθανό ότι μια πολύ μεγαλύτερη τρομοκρατική πράξη προετοιμαζόταν και πήγε στραβά».
Η βασικότερη υπόθεση που έγινε για τα κίνητρα των δραστών ήταν πως με την κατάληψη του πλοίου θα ζητούσαν να απελευθερωθούν από τις ελληνικές αρχές τρεις κρατούμενοι Παλαιστίνιοι.
Ο ένας για τον οποίο έγινε μεγάλη συζήτηση ήταν ο Μοχάμεντ Ρασίντ, που είχε συλληφθεί στις 30 Μαΐου στο αεροδρόμιο του Ελληνικού με πλαστό διαβατήριο και οι ΗΠΑ ζητούσαν την έκδοσή του.
Οι άλλοι δύο, που έχει γραφτεί ότι ήταν μέλη της οργάνωσης του Νιντάλ, δεν έγιναν ποτέ γνωστοί.
Ομως, αυτό θα πρέπει να αποκλειστεί, διότι τα μέλη της ομάδας που πήραν μέρος στην επίθεση είχαν φτάσει στην Αθήνα πριν από τη σύλληψη του Ρασίντ και γενικά ο Νιντάλ δεν ενήργησε ποτέ αναφερόμενος σε κρατούμενους της οργάνωσής του.
Μια άλλη εκδοχή που διακινήθηκε από τις ελληνικές αρχές ανέφερε ότι οι δράστες ζητούσαν συγκεκριμένα άτομα στο πλοίο είτε για να τα εκτελέσουν είτε για να τα απαγάγουν, αλλά για άγνωστο λόγο το σχέδιό τους ανατράπηκε.
Κάποιοι υποστήριξαν ότι η οργάνωση του Νιντάλ έκανε την επίθεση στο πλοίο σε αντίποινα για την πτώση ενός ιρανικού αεριωθούμενου αεροσκάφους από αμερικανικό καταδρομικό στον Περσικό Κόλπο, ελπίζοντας να κερδίσει προνόμια από την Τεχεράνη.
Ωστόσο, αυτό αποδυναμώνεται διότι ο Νιντάλ δεν είχε, μέχρι το τέλος της ζωής του, σχέσεις με το Ιράν.
Τέλος, έχει γραφτεί πως ο ίδιος «είπε στο Πολιτικό Γραφείο του ότι από μια λανθασμένη πληροφορία είχε ενημερωθεί ότι το «Σίτυ οφ Πόρος» ήταν ένα ισραηλινό πλοίο που πήγαινε στη Χάιφα. Φαίνεται απίθανο ότι κάποιος θα μπορούσε να έχει κάνει ένα τέτοιο τεράστιο λάθος».[4]
Πάντως, μετά το χτύπημα στο «Σίτυ οφ Πόρος», η οργάνωση του Νιντάλ άρχισε να αποδυναμώνεται και να περιορίζει τη δράση της μέχρι την οριστική «αποστρατεία» της τη δεκαετία του 1990.
Ο Νιντάλ κατέφυγε αρχικά στη Λιβύη απ’ όπου υποχρεώθηκε να φύγει το 1999 σε μια προσπάθεια του Καντάφι να αποστασιοποιηθεί από την τρομοκρατία. Μετά από σύντομη παραμονή του στην Αίγυπτο, κατέληξε στη Βαγδάτη, όπου πέθανε τον Αύγουστο του 2002.
Οι αρχικές αναφορές έλεγαν ότι έπασχε από ανίατη ασθένεια και πως όταν έφτασε στο σπίτι του η μυστική αστυνομία του Σαντάμ για να τον ανακρίνει, αυτοπυροβολήθηκε στο κεφάλι.
Ομως, έξι χρόνια αργότερα αποκαλύφθηκε ότι πέθανε αφού είχε συλληφθεί και ανακριθεί ως ύποπτος κατασκοπίας για το Κουβέιτ και την Αίγυπτο και έμμεσα για τις Ηνωμένες Πολιτείες.