Σε άρθρο του στην κυριακάτικη έκδοση της εφημερίδας «Καθημερινή», ο πρώην πρωθυπουργός υποστηρίζει πως ο κίνδυνος επεισοδίων με τη γειτονική χώρα θα είναι υπαρκτός, εάν δεν βρεθούν λύσεις, που ενδεχομένως να μην είναι ευχάριστες.
Ο κ. Σημίτης εκφράζει την πεποίθηση ότι «το πρόβλημα των Ιμίων το 1996 δεν προέκυψε τυχαία» και πως η «τουρκική ηγεσία τότε θέλησε να εκμεταλλευτεί την κρίση που προκάλεσε η ασθένεια του Ανδρέα Παπανδρέου». Στο άρθρο του αναφέρει: «Δεν αποκλείεται να υπάρξουν παρόμοιες σκέψεις στη σημερινή τουρκική ηγεσία».
«Η έντονη πολιτική αντιπαράθεση στην Ελλάδα λόγω των εκλογών δημιουργεί ευνοϊκές προϋποθέσεις για δράσεις. Η Τουρκία μπορεί να θεωρήσει ότι η περίοδος αυτή προσφέρεται για να επιβάλει τις απόψεις της στα θέματα των ορίων τόσο της ελληνικής αιγιαλίτιδας ζώνης όσο και της ελληνικής υφαλοκρηπίδας. Ένα τουρκικό πλοίο με στόχο την έρευνα κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου πλέει ήδη επί της κυπριακής υφαλοκρηπίδας. Μπορεί πιθανότατα η Τουρκία να στείλει πλοίο σε τμήμα της υφαλοκρηπίδας, που η Ελλάδα θεωρεί ελληνική αλλά η Τουρκία τουρκική», γράφει ο πρώην πρωθυπουργός.
Όπως υποστηρίζει, το γεγονός αυτό ενδέχεται αντί να προκαλέσει την αρνητική στάση και τη διαμαρτυρία των συμμάχων της Ελλάδας «πιθανόν να τους οδηγήσει σε μια επιφυλακτική στάση».
«Να θεωρήσουν ότι έχουν την ευκαιρία να τελειώνουν με τις ελληνοτουρκικές διαφορές και έτσι να ισχυροποιήσουν την παρουσία τους στην Ανατολική Μεσόγειο. Είναι ενδεικτική η τοποθέτηση του πρέσβη των ΗΠΑ στην Ελλάδα, που σε ερωτήσεις σχετικά με “τις προκλήσεις της Τουρκίας” στην κυπριακή ΑΟΖ, “σημείωσε την ανάγκη σταθερότητας στην Ανατολική Μεσόγειο” και “μίλησε για συμφωνίες εξίσου επωφελείς για τα εμπλεκόμενα μέρη”, μία απάντηση που υποδηλώνει πρωτοβουλίες που ίσως δεν θα είναι συμφέρουσες για τη χώρα μας», υπογραμμίζει ο κ. Σημίτης και συμπληρώνει: «Πολλοί πιθανώς θα θεωρήσουν ότι μια τέτοια στάση των “συμμάχων” δεν είναι επιτρεπτή. Θα εκφράσουν την πεποίθησή τους ότι όλοι “όπως συνήθως” στρέφονται κατά της Ελλάδας. Αγνοούν, όμως, όπως η πλειοψηφία των Ελλήνων, ότι ακολουθήσαμε και ακολουθούμε μέχρι τώρα συνειδητά μια πολιτική, στην οποία κυριαρχεί η επίκληση των δικαιωμάτων μας, αλλά αποφεύγουμε να τα κατοχυρώσουμε για να μην προκαλέσουμε αμφισβητήσεις. Αναγνωρίζουμε τους κανόνες του διεθνούς Δικαίου, αλλά εν γνώσει μας δεν επιδιώξαμε την εφαρμογή τους γιατί θεωρούμε πιθανό να προκύψουν αρνητικές επιπτώσεις για τη χώρα. Υπογράψαμε και κυρώσαμε τη διεθνή σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας το 1982, η οποία προβλέπει ότι η αιγιαλίτιδα ζώνη μιας χώρας έχει εύρος 12 μίλια. Παρ’ όλα αυτά δεν έχουμε αυξήσει τα χωρικά μας ύδατα στα 12 μίλια».
Ο πρώην πρωθυπουργός δίνει ένα ακόμη παράδειγμα εκκρεμότητας -λόγω των υφιστάμενων διαφορών με την Τουρκία. Πρόκειται για τη μη κατάθεση των συντεταγμένων (του γεωγραφικού μήκους και πλάτους) για τα όρια της ελληνικής υφαλοκρηπίδας στον γενικό γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών -μια υποχρέωση της χώρας μας με βάση το δίκαιο της θάλασσας.
Η Ελλάδα, όπως λέει ο πρώην πρωθυπουργός, υποστηρίζει δημόσια την άποψη ότι η ελληνική υφαλοκρηπίδα εντείνεται μέχρι την υφαλοκρηπίδα της Κύπρου. Με τη σειρά της, η Τουρκία διεκδικεί ένα τμήμα του χώρου αυτού και έχει ενημερώσει τον Οργανισμό των Ηνωμένων Εθνών για τις απόψεις τους. «Η ελληνική και η τουρκική άποψη για τα όρια των υφαλοκρηπίδων δεν συμβιβάζονται και συγκρούονται» γράφει ο κ. Σημίτης, και σε άλλο σημείο του άρθρου του, τονίζει: «Κατά την ελληνική άποψη όλα τα νησιά μας έχουν υφαλοκρηπίδα και αυτή ανήκει στην ελληνική ΑΟΖ. Η Κρήτη π.χ. όπως και τα Δωδεκάνησα έχουν υφαλοκρηπίδα που πρέπει να θεωρείται και θεωρείται ελληνική. Η Τουρκία αμφισβητεί ότι τα ελληνικά νησιά, όπως τα Δωδεκάνησα ή η Κρήτη, έχουν ελληνική υφαλοκρηπίδα. Η Τουρκία επικαλείται την άποψη ότι τα νησιά δεν έχουν υφαλοκρηπίδα. Παρερμηνεύει τη νομολογία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης».
Κλείνοντας τον συλλογισμό του, ο πρώην πρωθυπουργός αναφέρει: «Πιστεύω ότι η τακτοποίηση των εκκρεμοτήτων μετά τις εκλογές είναι αναγκαία. Ο κίνδυνος επεισοδίων με αρνητικές επιπτώσεις θα είναι υπαρκτός, εάν δεν προσπαθήσουμε να βρούμε λύσεις, όχι πάντα ευχάριστες ίσως, αλλά που κατοχυρώνουν την ειρήνη στην περιοχή. Σε μια τέτοια προσπάθεια η Ελλάδα θα έχει, πιστεύω, την συμπαράσταση τόσο της Ευρωπαϊκής Ενωσης όσο και των ΗΠΑ».