Τη διπλή ζωή ενός Ταλιμπάν, που έζησε τρία χρόνια στην Ελλάδα προσπαθώντας να ξεφύγει από τον πόλεμο, χωρίς επιτυχία, περιγράφει σε άρθρο της η εφημερίδα New York Times.
Στη μία του ζωή, αναφέρουν οι NYT, ο 25χρονος Ζάμπετ Καν (Zabet Khan) ήταν ένας κανονικός νέος με απολυτήριο Γυμνασίου, τέσσερα παιδιά και με μια ιδιαίτερη αδυναμία να βγάζει φωτογραφίες με το ροζ σέλφι στικ του.
Στην άλλη του ζωή, ήταν ο διοικητής Ζαρκάουι, ένα πολύπειρος Ταλιμπάν στο ανατολικό Αφγανιστάν με 10 χρόνια εμπειρίας από μάχες, σε έναν πόλεμο από τον οποίο δεν μπόρεσε να ξεφύγει. Ακόμα και όταν ήρθε στην Ελλάδα ψάχνοντας για δουλειά, ο πόλεμος τον τράβηξε πίσω στην πατρίδα του.
Ρήγμα στους Ταλιμπάν
Όπως αναφέρει η εφημερίδα, η ζωή του Ζάμπετ Καν ξεκίνησε με ένα όπλο, και ο θάνατός του, μετά από έκρηξη σε παντοπωλείο πέρυσι τον Αύγουστο, απέδειξε πόσο πολύπλοκη έχει γίνει η αφγανική ιστορία, την ώρα που οι ΗΠΑ διαπραγματεύονται την έξοδό τους από τον μακρύ πόλεμο στο Αφγανιστάν.
Για πάνω από 18 χρόνια το κίνημα των Ταλιμπάν είναι αλληλένδετα συνδεδεμένο με τοπικές αντιπαλότητες, αιματηρές βεντέτες και μια ακμάζουσα μαύρη αγορά. Και μπορεί να έχει δημιουργηθεί ένα ρήγμα μεταξύ ορισμένων νέων μαχητών, όπως ο Ζάμπετ Καν, και της πιο δογματικής ηγεσίας των Ταλιμπάν.
Σημάδια αυτής της διαίρεσης διεφάνησαν πέρυσι, στη διάρκεια μίας κατάπαυσης του πυρός, όταν ορισμένοι μαχητές Ταλιμπάν διαφώνησαν ανοικτά με τους ηγέτες τους. Από τότε η αντάρτικη ηγεσία έχει αντισταθεί σε όλες τις εκκλήσεις των Αμερικανών διαπραγματευτών και των Αφγανών ηγετών για νέα κατάπαυση του πυρός, με κορυφαίους ηγέτες των ανταρτών να λένε κατ’ ιδίαν ότι μια νέα εκεχειρία θα μπορούσε να έχει καταστροφικές συνέπειες για το μοναδικό τους πλεονέκτημα σε μια πολεμική εξόρμηση: το μομέντουμ του πεδίου της μάχης.
Αυτός ακριβώς ο «εμφύλιος» οδήγησε στη δολοφονία του, όπως πιστεύει η οικογένειά του. «Ο γιος μου σκοτώθηκε από τους Ταλιμπάν -από κανέναν άλλο πέρα από τους Ταλιμπάν», λέει ο πατέρας του 25χρονου Καν, Αρέφ Καν, 70 χρόνων. «Τον σκότωσαν γιατί σταμάτησε να εργάζεται μαζί τους».
Ο διοικητής Ζαρκάουι είχε προσπαθήσει τουλάχιστον δύο φορές να τερματίσει το αντάρτικό του -και να γίνει πάλι Ζάμπετ Καν. Ο μεγαλύτερος από τα τέσσερα αδέλφια, Ζάμπετ Καν, πήρε τα όπλα στην όγδοη τάξη, γύρω στο 2008. Ο αμερικανικός στρατός είχε κοντά εκεί έναν σταθμό, και κάθε φορά που οι στρατιώτες άφηναν τη βάση τους, οι μαχητές σαν τον Καν προσπαθούσαν να τους στήσουν ενέδρα.
Αλλά στη διάρκεια της ημέρας ο Καν σπάνια έχανε τα μαθήματά του στο τοπικό σχολείο, που ήταν μεν κρατικό, αλλά με χορηγίες διεθνείς. Οι συμμαθητές του αγνοούσαν το ένοπλο κομμάτι του μέχρι που έγινε διοικητής μονάδας όταν ήταν στη 10η ή στην 1η1 τάξη, παίρνοντας το στρατιωτικό όνομα «διοικητής Ζαρκάουι». Η αποκάλυψη δεν ανησύχησε τους συμμαθητές του, είπε ένας από αυτούς, ο Σαγιάντ Τζαλάλ. «Το σχολείο ήταν κρατικό, αλλά η περιοχή ήταν των Ταλιμπάν και ο καθένας είχε έναν Ταλιμπάν στην οικογένειά του», είπε.
Οταν ο Καν αποφοίτησε, παντρεύτηκε και άρχισε να σκέφτεται πώς θα αλλάξει τη ζωή του. Το 2014, όταν οι Αμερικανοί άρχισαν να αποχωρούν από την περιοχή του Khogyani, σκέφτηκε ότι ο δικός του ρόλος στον πόλεμο είχε τελειώσει. Δίσταζε να χτυπήσει Αφγανούς στρατιώτες που αντικατέστησαν τους Αμερικανούς, κάτι που δεν άρεσε στους ηγέτες των Ταλιμπάν, όπως λένε συγγενείς και φίλοι του 25χρονου.
Στην Ελλάδα το 2014 ο διοικητής των Ταλιμπάν
Ετσι, ενώθηκε με το μεταναστευτικό καραβάνι προς την Ευρώπη, φτάνοντας στην Ελλάδα το 2014, όπου έμεινε για τρία χρόνια, τα περισσότερα εκ των οποίων δούλεψε σε μία αγροτική φάρμα στην Κρήτη, καλλιεργώντας λαχανικά και πηγαίνοντάς τα στις τοπικές αγορές. Η ελληνική οικογένεια για την οποία δούλευε του είχε δώσει το εύκολο όνομα Αλί.
Ο Καν, φοβούμενος την απέλαση, έμενε κυρίως στη φάρμα και στην κοντινή κωμόπολη. Αλλά κάποιες φορές πήγαινε στην Αθήνα για εξερεύνηση. Σε φωτογραφίες από εκείνη την εποχή, ο μαχητής Ταλιμπάν έμοιαζε σαν οποιοδήποτε νεαρό μετανάστη, με δέος για τον νέο κόσμο, με μικρό γενάκι και μαλλιά καρφάκια. Για ένα χωριατόπαιδο και Ταλιμπάν, έμοιαζε άνετος με τις γυναίκες, με τους αγκώνες του να ακουμπάνε απαλά στους ώμους τους στις φωτογραφίες.
Αλλά ο μακρύς πόλεμος πίσω στην πατρίδα συνεχιζόταν και τον τράβηξε πίσω. Οι φίλοι του τον πίεζαν να μείνει στην Ελλάδα, αλλά αυτός τούς έλεγε ότι είχε νοσταλγήσει τον τόπο του και δεν του άρεσε να κρύβεται από την αστυνομία. Ετσι, γρήγορα επέστρεψε στο αυτόματο τουφέκι του και στους περί τους είκοσι αντάρτες που διοικούσε έναντι 90 δολαρίων τον μήνα που τον πλήρωναν οι Ταλιμπάν με πακιστανικό χρήμα. Μεγάλωσε τα γένια του και τύλιξε τα σγουρά μαλλιά πίσω από τα αυτιά του.
Μετά τα ταξίδια του, όμως, είχε εξελιχθεί σε ένα περίεργο είδος αντάρτη, φανερά σε σύγκρουση με τον εαυτό του όσο και με τον εχθρό. Κάποιες φορές συνελάμβανε στρατιώτες ή αστυνομικούς, αλλά συχνά τους άφηνε ελεύθερους.
«Νόμιζε ότι ο δικός του πόλεμος είχε τελειώσει», δήλωσε ο ξάδερφός του Σιρίν Καν, αναφερόμενος στην αναχώρηση του Καν για την Ελλάδα το 2014. «Οταν ήρθε πίσω από την Ελλάδα, του είπαμε να μην ξανασηκώσει όπλο, αλλά είπε ότι δεν έχει επιλογή γιατί θα είχε προβλήματα διαφορετικά».
Η εκεχειρία που οδήγησε στον θάνατό του
Τα προβλήματα κορυφώθηκαν το περασμένο καλοκαίρι, όταν ήδη ήταν πάνω από έναν χρόνο πίσω στην πατρίδα του ο Καν. Κάτι σπάνιο συνέβη στον αιματηρό πόλεμο. Οι Ταλιμπάν και η αφγανική κυβέρνηση κήρυξαν τριήμερη εκεχειρία για το μουσουλμανικό φεστιβάλ Eid al-Fitr.
Τα ΜΜΕ γέμισαν με εικόνες ευτυχισμένων Ταλιμπάν και καθημερινών Αφγανών. Ανάμεσά τους και ο διοικητής Ζαρκάουι. «Αυτή είναι μία από τις καλύτερες στιγμές της ζωής μου», είχε πει σε συνέντευξή του στην αφγανική τηλεόραση, που έκανε τον γύρο του διαδικτύου. «Η κυβέρνηση μας μεταχειρίστηκε καλά. Σε κάθε σημείο ελέγχου μας δίνουν συγχαρητήρια για το φεστιβάλ και εμείς τους ανταποδίδουμε», είχε προσθέσει.
Για πρώτη φορά στα εννέα χρόνια, όπως είχε πει, μπόρεσε να επισκεφτεί ένα φημισμένο μέρος στην Τζαλαλαμπάντ, όπου οι οικογένειες πήγαιναν για παγωτό. «Ηταν 1 μετά τα μεσάνυχτα όταν επιστρέφαμε προς την Τζαλαλαμπάντ», είπε ο νεαρός διοικητής. «Δεν κοιμήθηκα από την ευτυχία μου».
Αλλά είχε ξεπεράσει μια κόκκινη γραμμή. Η ηγεσία των Ταλιμπάν το είχε ξεκαθαρίσει: κανείς κατά τη διάρκεια της εκεχειρίας δεν επιτρεπόταν να αφήσει το πόστο του για να πάει προς τις πόλεις. Σε αυτή την κρίσιμη φάση του πολέμου, οι ηγέτες των Ταλιμπάν ήθελαν να σιγουρευτούν ότι οι μαχητές τους δεν θα γίνονταν πιο μαλακοί από αυτά που θα μπορούσαν να δουν εκεί.
Ο διοικητής Ζαρκάουι γύρισε πίσω στους μαχητές του, αλλά συνέχισε να μιλάει για τις επιλογές του, για να επιστρέψει στην Ελλάδα, είπε ο ξάδερφός του. Μέσα σε λίγες εβδομάδες ήταν νεκρός.
Η ημέρα της δολοφονίας του διοικητή των Ταλιμπάν
Είχε κληθεί για να παραλάβει ένα πακέτο σε ένα παντοπωλείο. Ανατινάχθηκε μαζί με τον έφηβο παντοπώλη, ενώ ο πατέρας του είδε τη σκηνή από απέναντι, χωρίς να ξέρει ότι ήταν ο γιος του. Οταν το έμαθε, ένιωσε τη γη να υποχωρεί από τα πόδια του.
Φίλοι, συγγενείς, ακόμα και ένας διοικητής των Ταλιμπάν υπέθεσαν ότι η δολοφονία του Καν έγινε «εσωτερικά». Μάλιστα, ο Καν είχε λάβει απειλητικά τηλεφωνήματα από ηγέτες των Ταλιμπάν στο Πακιστάν, που του έλεγαν ότι «μπορεί να ήθελαν να τον συνετίσουν».
Και υπάρχει και άλλη μία ένδειξη: κάθε φορά που ένας μαχητής Ταλιμπάν σκοτώνεται, οι αντάρτες δίνουν αποζημίωση 700 δολαρίων στην οικογένειά του. Ο διοικητής Ζαρκάουι δεν ήταν ένας συνηθισμένος μαχητής, αλλά αξιοσέβαστος διοικητής μιας ομάδας με πάνω από 20 άντρες. Ωστόσο, η οικογένειά του δεν πήρε τίποτα…
Σε μια συνέντευξή του, ο Ζαμπιχουλάχ Μουτζαχίντ, εκπρόσωπος των Ταλιμπάν, αρνήθηκε ότι η οργάνωση σκότωσε τον Ζαρκάουι. Μάλιστα, είπε ότι στην περιοχή επιχειρούσαν και μαχητές του Ισλαμικού Κράτους, που είναι σε πόλεμο με τους Ταλιμπάν, οπότε υποστήριξε ότι η δολοφονία θα μπορούσε να είναι έργο των ισλαμιστών.
Η τελευταία «επιχείρηση»
Το πρωινό της δολοφονίας του, ο διοικητής Ζαρκάουι έκανε την τελευταία του προσφορά για έναν από τους μαχητές του -για έναν μαθητή όπως ήταν και αυτός, στο ίδιο σχολείο. Το αγόρι φοβόταν πως θα αποτύγχανε σε μία εξέταση και ο διοικητής ζήτησε από τον δάσκαλο επιείκεια. Ο δάσκαλος αρνήθηκε.
«Πρόσφατα ο δάσκαλος μού είπε “μακάρι να του είχα πει ναι, να έδινα στον μαχητή του μεγάλο βαθμό”», εξήγησε ο Σιρίν, ξάδερφος του Ζαρκάουι. «”Ετσι ώστε ο πόνος που πέθανε δυσαρεστημένος με μένα να μη με απασχολούσε τόσο πολύ”».
iefimerida.gr