Καλό ήταν το ξεκίνημα της Ελλάδας στη μεταμνημονιακή περίοδο, σύμφωνα με την έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την ελληνική οικονομία, ωστόσο διαπιστώνει τους τελευταίους μήνες επιβράδυνση της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας και κινδύνους για τα δημοσιονομικά, λόγω των μέτρων της κυβέρνησης.
Η έκθεση, που έγινε στο πλαίσιο της ενισχυμένης εποπτείας, επισημαίνει ότι η Ελλάδα μπήκε «με σύνεση» στη μεταμνημονιακή περίοδο από τον Αύγουστο του 2018, ωστόσο διαπιστώνει ότι ορισμένα μέτρα που έχουν εφαρμοστεί δεν είναι «συνεπή» με τα συμφωνηθέντα και δεν διασφαλίζουν τις δεσμεύσεις που έχουν αναληφθεί έναντι των Ευρωπαίων εταίρων, ενώ ενέχουν «κινδύνους» για την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων.
Μοσκοβισί και Ντομπρόφσκις
Οι δύο Ευρωπαίοι αξιωματούχοι αρμόδιοι για την οικονομία, ο Πιερ Μοσκοβισί και ο Βλάντις Ντομπρόφσκις, στη συνέντευξη Τύπου που δόθηκε για την παρουσίαση της έκθεσης, υπογράμμισαν την πρόοδο που έχει σημειωθεί στην ελληνική οικονομία μετά την έξοδο από το μνημόνιο, αλλά και τον κίνδυνο να μην επιτευχθούν οι δημοσιονομικοί στόχοι.
Ειδικότερα, ο επίτροπος Οικονομικών, Πιερ Μοσκοβισί, αναφέρθηκε σε «αξιόλογα αποτελέσματα» που πέτυχε η χώρα τα τελευταία χρόνια, με σημαντικό πλεόνασμα για τρίτη συνεχή χρονιά το 2018, υπογραμμίζοντας τη σταδιακή επαναφορά της στις αγορές, κάτι που, όπως είπε, είναι «πολύ θετικό για τον ελληνικό λαό».
Ο Πιερ Μοσκοβισί, απαντώντας σε σχετικές ερωτήσεις, τόνισε ότι η Ελλάδα «έχει διανύσει μεγάλη απόσταση για να βγει από το πρόγραμμα και να διασφαλίσει ότι η μεταρρυθμιστική διαδικασία είναι εντός τροχιάς».
Όπως εξήγησε, μετά την έξοδο από το μνημόνιο, η Ελλάδα έχει κάνει πολύ θετικά βήματα, όπως η επίτευξη του στόχου πρωτογενούς πλεονάσματος για τρίτη συνεχή χρονιά, η σταδιακή επιστροφή στις αγορές και η μείωση του χρέους εφαρμόζοντας τα μέτρα ελάφρυνσης.
Ωστόσο, επανέλαβε ότι η έκθεση σημειώνει κάποιες καθυστερήσεις και κάποια βήματα προς τα πίσω, τα οποία, είπε, δεν αποτελούν το «σωστό δρόμο», δηλώνοντας ότι η Επιτροπή θα παρακολουθεί τους επόμενους μήνες τον αντίκτυπο των πολιτικών αυτών στην επίτευξη του δημοσιονομικού στόχου.
Επισήμανε δε ότι δεν είναι η θέση της Επιτροπής να κάνει πολιτικά σχόλια και ότι το μήνυμα στην επόμενη κυβέρνηση, όποια και να είναι αυτή, είναι ότι πρέπει η Ελλάδα να συνεχίσει στη σωστή τροχιά και ότι η Επιτροπή θα βοηθήσει τη χώρα στην επίτευξη βιώσιμης ανάπτυξης.
Πάντως, ο Πιερ Μοσκοβισί τόνισε ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα παρακολουθήσει στενά τους επόμενους μήνες την πορεία του πλεονάσματος και ότι, όποια κι αν είναι η επόμενη κυβέρνηση, θα συνεχίσει να στηρίζει την ανάκαμψη της χώρας και θα διατηρήσει τον εποικοδομητικό διάλογο.
Ο αντιπρόεδρος της Κομισιόν, Βάλντις Ντομπρόφσκις, από την πλευρά του σημείωσε ότι χάρη στις μεταρρυθμίσεις που έχει εφαρμόσει η Ελλάδα και τα «υγιή» δημοσιονομικά της, έχει αυξηθεί απασχόληση καθώς και η εσωτερική ζήτηση.
Ωστόσο, δήλωσε, τους τελευταίους μήνες υπάρχουν καθυστερήσεις στις μεταρρυθμίσεις και ότι το τελευταίο πακέτο μέτρων που έλαβε η κυβέρνηση είναι «δαπανηρό» και δεν ακολουθεί «τη σωστή δημοσιονομική κατεύθυνση».
Επίσης, ανέφερε ότι ανατρέπει παλαιότερες θετικές μεταρρυθμίσεις, δημιουργώντας κίνδυνο να μην επιτευχθούν οι δημοσιονομικοί στόχοι από το 2019 και εφεξής.
Ο αντιπρόεδρος της Επιτροπής προειδοποίησε ότι δεν υπάρχει «περιθώριο ελιγμών» εάν η Ελλάδα θέλει να συνεχίσει την επιτυχή επιστροφή στις αγορές και, επομένως, θα πρέπει να τηρήσει τις δεσμεύσεις της, τόσο σε ό,τι αφορά τη δημοσιονομική πορεία όσο και τις μεταρρυθμίσεις.
Τέλος, ανέφερε ότι το ζήτημα θα συζητηθεί στο Eurogroup του Ιουνίου, όπου αναμένει μια «δύσκολη συζήτηση».
Τι λέει η Έκθεση
Όσον αφορά τα θετικά επιτεύγματα της ελληνικής οικονομίας, στην έκθεση που συντάχθηκε στο πλαίσιο της τρίτης μεταμνημονιακής αξιολόγησης, η Επιτροπή αναφέρει ότι επιτεύχθηκε πρωτογενές πλεόνασμα μεγαλύτερο του 3,5% που ήταν ο στόχος, χάρη στις μειωμένες δαπάνες, ειδικά για δημόσιες επενδύσεις.
Όσον αφορά τον ΕΝΦΙΑ, αναφέρεται ότι έχει επιτευχθεί σημαντική πρόοδος στη μεταρρύθμιση του σχετικού νομοθετικού πλαισίου, παρόλο που δεν έχει ολοκληρωθεί η προσαρμογή των αντικειμενικών αξιών.
Ωστόσο, αναφέρει ότι στο Πρόγραμμα Σταθερότητας που κατέθεσε η ελληνική κυβέρνηση στις 15 Μαΐου, ανακοίνωσε την πρόθεσή της να μην εφαρμόσει το ήδη νομοθετημένο πακέτο φορολογικών μέτρων που ήταν να τεθεί σε εφαρμογή τον Ιανουάριο του 2020, κάνοντας ευθεία αναφορά στην πρόθεση της κυβέρνηση να μην προχωρήσει σε νέα μείωση του αφορολόγητου.
Τα μέτρα αυτά η Επιτροπή εκτιμά ότι θα έχουν δημοσιονομικό κόστος άνω του 1% του ΑΕΠ το 2019 και μετέπειτα και η ποιότητα των μέτρων αυτών δημιουργεί ανησυχία για την επίτευξη του συμφωνηθέντος στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ έως το 2022.
Αναφέρει ότι τα μέτρα αυτά δεν είναι φιλικά προς την ανάπτυξη, θέτοντας σε κίνδυνο και την υιοθέτηση κοινωνικών μέτρων που θα μπορούσαν να εφαρμοστούν υπέρ των κοινωνικών ομάδων που είναι εκτεθειμένες στη φτώχεια.
Όσον αφορά τις 120 δόσεις, αναφέρει ότι η διάρκεια της ρύθμισης είναι υπερβολικά μεγάλη και το σχήμα περιλαμβάνει περιορισμένες προβλέψεις για να αποτιμηθεί η δυνατότητα εξόφλησης.
Σχολιάζοντας τη 13η σύνταξη αναφέρει ότι ανατρέπει εν μέρει μέτρα του 2012 και του 2016 και υποστηρίζει ότι αυτές οι μεταρρυθμίσεις θα αυξήσουν τις δημόσιες δαπάνες για τις συντάξεις, οι οποίες είναι ήδη οι υψηλότερες στην Ε.Ε. ως ποσοστό του ΑΕΠ.
Προσθέτει ότι αυτό έρχεται σε αντίθεση με μέτρα που υιοθετήθηκαν στον προϋπολογισμό του 2019 και αφορούσαν τους νέους και τους εργαζόμενους που αντιμετωπίζουν υψηλότερο κίνδυνο φτώχειας.
Όσον αφορά την πρόθεση της κυβέρνησης να αναθεωρήσει προς τα κάτω τον στόχο του πρωτογενούς πλεονάσματος στο 2,5%, καλύπτοντας το υπόλοιπο ποσό προς τους δανειστές με το «μαξιλάρι ρευστότητας», η Έκθεση αναφέρει ότι όποια τροποποίηση της συμφωνίας του 2018 θα πρέπει να συζητηθεί στο Eurogroup σε σχέση με το θέμα της βιωσιμότητας του χρέους.
Ειδική επισήμανση για σημαντικούς δημοσιονομικούς κινδύνους γίνεται και αναφορικά με δικαστικές υποθέσεις που βρίσκονται σε εξέλιξη και αφορούν οικονομικές διεκδικήσεις και εξαιρέσεις από το ενιαίο μισθολόγιο στο ελληνικό Δημόσιο.
Η επανεξέταση της συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, σύμφωνα με την έκθεση, θα γίνει το φθινόπωρο του 2019.
Ολόκληρη η έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής εδώ: