Παρασκευή, 30 Απριλίου 1976. Ο μαθητής Σιδέρης Σιδηρόπουλος, 16 χρόνων, μέλος της «Μαθητικής Πρωτοπορίας», κολλούσε αφίσες της οργάνωσης «Κ.Ο. Μαχητής» για τη συγκέντρωση της επόμενης μέρας, της Πρωτομαγιάς, στην πλατεία Κοτζιά. Το τι ακριβώς έγινε δεν είναι γνωστό, πάντως ο μαθητής άφησε την τελευταία του πνοή στην Πειραιώς καταδιωκόμενος από αστυνομικούς και χτυπημένος από διερχόμενο αυτοκίνητο.
Η Πρωτομαγιά εκείνης της χρονιάς είχε δύο νεκρούς, και οι δύο σε τροχαία δυστυχήματα. Τον Σιδέρη Σιδηρόπουλο και τον Αλέκο Παναγούλη. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του συγγραφέα Στέργιου Κατσαρού, πρέπει να ήταν η πρώτη φορά που από ένα μικρό τμήμα του αναρχο-αυτόνομου και αντιεξουσιαστικού χώρου ακούστηκε το σύνθημα που έμελλε να γίνει το πιο γνωστό και μακροβιότερο της Μεταπολίτευσης: «Μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι». Αν και το σύνθημα που κυριάρχησε εκείνη την Πρωτομαγιά ήταν «Ενας στο χώμα, χιλιάδες στον αγώνα» (συνέχεια των προδικτατορικών κινητοποιήσεων) καθώς και «Το αίμα κυλάει, εκδίκηση ζητάει», ωστόσο από τον «Μαχητή», αλλά και σύμφωνα με κάποιες μαρτυρίες και από μέλη της ΑΑΣΠΕ (φοιτητική νεολαία του ΕΚΚΕ), ακούγεται και το «Μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι».
Στα (ακόμη) θολά νερά εκείνης της περιόδου είναι μάλλον δύσκολο να αναζητηθεί η «πατρότητα», η προέλευση του συγκεκριμένου συνθήματος. Δεν υπάρχει κάποια δημοσιευμένη ιστορική έρευνα.
Σήμερα, μερικοί από τον αναρχικό χώρο εκτιμούν πως το σύνθημα ήταν απόδειξη της σαφούς επιρροής στην Ευρώπη από το αμερικανικό αναρχικό κίνημα και των φοιτητικών διαδηλώσεων κατά του πολέμου στο Βιετνάμ. Το «pigs» (γουρούνια) είχε χρησιμοποιηθεί κατά κόρον από την αμερικανική Αριστερά, κι από κει πέρασε τον Ατλαντικό, και χρησιμοποιήθηκε και από τους «Γκοσιστές» (Αριστεριστές) του παρισινού Μάη.
(Μόνο για την ιστορία, καταγράφω και μία μαρτυρία, σύμφωνα με την οποία το σύνθημα «μπάτσοι – γουρούνια» είχε ακουστεί και σε εκδήλωση της Νεολαίας Λαμπράκη, το 1966. Ωστόσο, αυτή δεν επιβεβαιώθηκε από άλλους «Λαμπράκηδες» της εποχής. Εκείνη την εποχή το «Πω-πω-πώ, μπατσαρία που ‘χει εδώ» ήταν από τα πλέον συνηθισμένα σε περιπτώσεις συγκρούσεων. Και πάντως αργότερα, στη Μεταπολίτευση, ειδικά από τον χώρο του ΚΚΕεσ. υπήρξε σφοδρή αντίδραση σε τέτοια «αριστερίστικα» συνθήματα, τουλάχιστον μέχρι τα τέλη του ’90. Αντίθετα απ’ ό,τι συμβαίνει σήμερα από τον επίσημο ΣΥΝ.) (σ.σ.: το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Καθημερινή το 2009)
Στις αρχές της δεκαετίας του ’80, το συγκεκριμένο σύνθημα παρέμεινε στους θυλάκους του αναρχο-αυτονόμου χώρου. Μάλιστα, λίγο μετά τη δολοφονία του νεαρού Καλτεζά, όταν ομάδα «Ρηγάδων» σήκωσε πανό με τίτλο «Το Κράτος δολοφονεί», συνέβη επεισόδιο με τους κομματικούς οι οποίοι απαίτησαν -και πέτυχαν- την απόσυρση του πανό.
Ωστόσο, λίγους μήνες μετά, το σύνθημα «νομιμοποιήθηκε» έστω και μέσω του Αλέν Ντελόν. Ενα στέλεχος της ΟΚΔΕ (αριστερίστικη οργάνωση) συνελήφθη και παραπέμφθηκε σε δίκη λόγω της εκφώνησης του συγκεκριμένου συνθήματος. Η Μάνια (δεν βρίσκεται στη ζωή) αθωώθηκε διότι ο δικηγόρος της (όπως θυμάται ο Στέργιος Κατσαρός) επικαλέστηκε την κυκλοφορία της ταινίας «Μπάτσος» με τον Αλέν Ντελόν!
Η ιστορία τόσο του «μπάτσου» όσο και του «γουρουνιού» έχει τη δική της περιπέτεια. Το «μπάτσος» σύμφωνα με την κυρίαρχη εκδοχή προκύπτει ετυμολογικά από τον ήχο του χαστουκιού. «Μπατς». Αντίθετα, το «μπασκίνας» δέχεται δύο εξηγήσεις, μία μάλλον τυχαία (από το «μπας κι είναι εδώ») και μία μάλλον πιο πιθανή, από το τουρκικό baskir (επιδράμω).
(Ο Μάρκος Βαμβακάρης χρησιμοποίησε και τη λέξη «μαύρος» για τους αστυνομικούς – πιθανότατα ως συνδυασμό της στολής και της ιδιότητας, τουλάχιστον εκείνα τα χρόνια.)
Ισως το πιο ενδιαφέρον, σημειολογικά, κομμάτι του συνθήματος έχει να κάνει με το «pigs». Μία εκδοχή αναφέρει πως όλα ξεκίνησαν το 1820, στο Λονδίνο, με τη γειτνίαση ενός αστυνομικού σταθμού (ιδιαίτερα σκληρού ως προς τις μεθόδους των αστυνομικών του) με μια μεγάλη χοιροτροφική μονάδα. Πιθανόν.
Ωστόσο, το 1492, εκτός από την ανακάλυψη της Αμερικής, οι (καθολικοί) Ισπανοί ανακάλυψαν και τους «Μαρράνος», τους «βρωμερούς» ή «ρυπαρούς» εκχριστιανισθέντες διά της βίας και απειλών Σεφαρδίτες Εβραίους. Οπως εξηγεί η ιστορικός Ρένα Μόλχο, το «Μαρράνος» ήταν η χειρότερη βρισιά για τους Εβραίους, αφού η ταύτισή τους με τα γουρούνια λειτουργούσε απολύτως απαξιωτικά για έναν λαό που είχε ως συνήθεια να ταυτίζει τον χοίρο με το ρυπαρό και το ανίερο.
Στην κοινωνική ανθρωπολογία η ιστορία του «γουρουνιού» δεν είναι απλή. Οπως εξηγεί ο Γιάννης Μάνος (λέκτορας Κοινωνικής Ανθρωπολογίας, Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας), «το γουρούνι αποτελεί ένα φυσικό σύμβολο, το οποίο αναφέρει η Βρετανίδα ανθρωπολόγος Mary Douglas στο κείμενό της «Purity and Danger» (1966) ως ένα παράδειγμα για τη μελέτη και την κατανόηση των εννοιών της φύσης, καθαρότητας και μιαρότητας σε διάφορες κοινωνίες. Συνοπτικά, οι «πολιτισμοί» ή οι «κοινωνίες» προσπαθούν να κατανοήσουν τον κόσμο ταξινομώντας τον. Στη διαδικασία ταξινόμησης τα ζώα ομαδοποιούνται κατά κοινά χαρακτηριστικά και κάποια από αυτά έχουν σημαντική θέση τόσο στη μυθολογία όσο και στην τελετουργική ζωή των κοινωνιών. Ωστόσο, υπάρχουν κάποια ζώα που δεν μπορούν εύκολα να κατηγοριοποιηθούν. Οι άνθρωποι διακρίνουν με αυτούς τους τρόπους την τάξη από την αταξία, το μέσα από το έξω, το καθαρό από το μιαρό».
«Το γουρούνι θεωρείται στη Μέση Ανατολή ακάθαρτο ζώο και αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι είναι ένα μη μηρυκαστικό ζώο που έχει δίχηλες οπλές και, ως εκ τούτου, δεν ταιριάζει με το σύστημα ταξινόμησης των ζώων. Οι «ανωμαλίες» αυτές συνδέονται συνήθως με τον κίνδυνο και τη μόλυνση. Η «ανωμαλία» απειλεί την καθιερωμένη τάξη πραγμάτων».
«Σε αυτό το πλαίσιο», λέει ο Γιάννης Μάνος, «η χρήση του όρου στο σύνθημα μπορεί να αποτελεί, γι’ αυτούς που το διατυπώνουν, μια αντιμετάθεση νοημάτων και συμβόλων, όπου η συμπεριφορά της αστυνομίας νοείται ως μια βίαιη και «ζωώδης» συμπεριφορά που γι’ αυτόν το λόγο κατατάσσονται έξω από τον πολιτισμό. Πρόκειται για μία αντιπαράθεση (αστυνομία εναντίον αυτών που διατυπώνουν το σύνθημα) σε επίπεδο συμβόλων και λόγου, η οποία προκύπτει μέσα από κινηματική δράση, χρησιμοποιεί έναν κοινό κώδικα νοημάτων αντιστρέφοντας τις σημασίες τους, με σκοπό να καταγγείλει με τον ίδιο τρόπο αυτό που εισπράττει από την αστυνομία».
Τα χρόνια πέρασαν. Μετά το 1985 – 1986 και ιδίως μετά τις μαθητικές καταλήψεις του 1990 – 1991 το σύνθημα έγινε περισσότερο σλόγκαν. Δεν ήταν πλέον η καταγγελία των «αγώνων που δεν δικαιώθηκαν». Δεν ακούστηκε για τους νεκρούς μετανάστες (ειδικά στα βουνά της βόρειας Ελλάδας και στα ναρκοπέδια του Εβρου), αλλά μάλλον περιορίστηκε σε καθαρά αστικό φαινόμενο αλλά -το οξύμωρο- με όλο και πιο έντονα τα χαρακτηριστικά της βεντέτας (πολλοί από τους συγκρουόμενους έχουν «συναντηθεί» κάμποσες φορές). Ούτε είναι τυχαίο πως για μεγάλο διάστημα, από τα μέσα της δεκαετίας του ’90, το σύνθημα ακουγόταν περισσότερο στα γήπεδα.
Και -η μεγάλη διαφορά- το σύνθημα τώρα είναι εξατομικευμένο. Με στιχάκια. Αναρίθμητα στιχάκια που σχεδόν μετατόπισαν το κεντρικό βάρος από το «Μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι» στον δεύτερο στίχο.
Είναι η ώρα της φάρσας; Ή ένας νέος τρόπος για να συνεχιστεί η εξέγερση; Μια ψηφιακή μετάλλαξη του πιο γνωστού μεταπολιτευτικού συνθήματος; Ή μήπως είναι η ώρα της τραγωδίας, αν θεωρήσουμε πως το χιούμορ απηχεί τη βαθιά πίστη ότι τίποτε δεν αλλάζει;
Είναι αστείο να κατηγορούνται όσοι το φωνάζουν ως ρατσιστές ή λαϊκιστές. Ενα σύνθημα είναι. Ομως, τι πραγματικά φωνάζουν τον Δεκέμβριο οι μαθητές, μ’ αυτό το σύνθημα;
Καταγγέλλοντας με ευκολία και σχεδόν βαριεστημένα (ενίοτε και ανέξοδα) την κατανάλωση, ίσως παραβλέψαμε ότι ανάμεσα σ’ αυτά που καταναλώνονται είναι και η πολιτική (ή -έστω- ένα είδωλό της).
Και σ’ αυτό το περιβάλλον το «Μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι» είναι το σύνθημα που, όπως όλα τα αγαθά σήμερα, επίσης καταναλώνεται. Παράγει νέα «προϊόντα», όσα και τα στιχάκια. Δεν είναι πλέον ένα σύνθημα κοινό σε όλους, έστω ξύλινο ή αντιαισθητικό, αλλά πάντως ένα και μοναδικό σύνθημα που εκφράζει συλλογικότητες.
Info: 1. Jean-Paul Colleyn «Στοιχεία Κοινωνικής και Πολιτισμικής Ανθρωπολογίας», Αθήνα 2005, εκδ. Πλέθρον. 2. Marc Ferro «Εξηγώντας τον 20ό αιώνα στα παιδιά μου», Αθήνα 2008, εκδ. Πολύτροπον. 3. Ελλης Παππά «Η Κομμούνα του 1871», Αθήνα 2006, εκδ. Αγρα. 4. Eric Hobsabawm «Επαναστάτες», Αθήνα 2008, εκδ. Θεμέλιο.
Του Τάκη Καμπύλη, kathimerini.gr