Του Σήφη Φανουράκη*
Περπατώντας στις γειτονιές της πόλης συναντάς τα «αστικά κενά» που οφείλονται στις εκτεταμένες κατεδαφίσεις κτηρίων και αποτελούν τη μόνιμη εικόνα του ιστορικού κέντρου του Ηρακλείου.
Είναι τα «κενά» οικόπεδα που προέκυψαν από τις αθρόες κατεδαφίσεις κτηρίων στην περιοχή του Λάκκου και της Αγ. Τριάδας που διενήργησε η τότε Δημοτική Αρχή το 2005, με αιτιολογικό την επικινδυνότητα των κτηρίων, αλλά χωρίς τις υποχρεωτικές εγκρίσεις από το ΥΠΠΟΑ.
Στην συνέχεια με άλλοθι τον σεισμό της 8ης-1-2006, ο Δήμος προγραμμάτισε κατεδαφίσεις και για χαρακτηρισμένα νεωτέρα μνημεία προκαλώντας τις διαμαρτυρίες του Συλλόγου Αρχιτεκτόνων.
Έτσι, ο τότε Γ.Γ. του ΥΠΠΟ αποστέλλει το υπ΄αρ. ΥΠΠΟ/ΓΔΑ/ΑΡΧ/Β1/Φ38/82778/4296/16-12-2005 έγγραφο προς την 13η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων επισημαίνοντας ότι «οι κατεδαφίσεις και διανοίξεις οδών στην παλιά πόλη συνιστούν αλλοίωση της πόλης Ηρακλείου, χαρακτηρισμένη ως οργανωμένος αρχαιολογικός χώρος με το ΦΕΚ 360/β/12-6-1965», για τις δικές της ενέργειες στα πλαίσια του Ν. 3028/02. Μάλιστα ζητά από την Εφορεία τις «κατά αρμοδιότητα άμεσα ενέργειες σύμφωνα με το άρθρο 73 παρ. 14γ» του αρχαιολογικού νόμου, δηλαδή την άμεση διακοπή των κατεδαφίσεων !
Η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων με το υπ΄αρ. 16/23-1-2006 έγγραφό της απαντά στο έγγραφο του Υπουργείου ως εξής : «Σε απάντηση του εγγράφου σας που αφορά στο θέμα, σας πληροφορούμε ότι στον κατάλογο των υπό κατεδάφιση κτιρίων που έχει συντάξει και έχει δώσει στην δημοσιότητα ο Δήμος Ηρακλείου δεν υπάρχουν μνημεία της αρμοδιότητάς της Εφορείας μας, δεδομένου ότι τα κτίρια αυτά ανήκουν στο σύνολό τους στους μετά το 1830 χρόνους».
Η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων ουσιαστικά αποποιήθηκε τις ευθύνες της δεδομένου ότι, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 2γ του Ν.3028/02 «Για την προστασία των αρχαιοτήτων και εν γένει της πολιτιστικής κληρονομιάς», τον λεγόμενο Αρχαιολογικό Νόμο, ορίζεται ότι :
«Στους ενεργούς οικισμούς ή σε τμήματά τους που αποτελούν αρχαιολογικούς χώρους απαγορεύονται οι επεμβάσεις που αλλοιώνουν το χαρακτήρα και τον πολεοδομικό ιστό ή διαταράσσουν τη σχέση μεταξύ των κτιρίων και των υπαίθριων χώρων. Επιτρέπεται μετά από άδεια που χορηγείται με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού, η οποία εκδίδεται μετά από γνώμη των οικείου γνωμοδοτικού οργάνου :
γ) η κατεδάφιση υφιστάμενων κτισμάτων, εφόσον δεν αλλοιώνεται ο χαρακτήρας του συνόλου ή χαρακτηρισθούν ετοιμόρροπα κατά τις διατάξεις του άρθρου 41.
Όπως προκύπτει από το έγγραφο της Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, δεν εφαρμόστηκαν οι συγκεκριμένες διατάξεις του αρχαιολογικού νόμου και μάλιστα η ίδια η Εφορεία μετέθεσε την αρμοδιότητα αλλού (;) ενώ την κύρια και πρωταρχική αρμοδιότητα την έχει αυτή δεδομένου του χαρακτηρισμού της πόλης ως οργανωμένου αρχαιολογικού χώρου.
Επίσης στη συνέχεια του εγγράφου της, υποβάθμιζε τελείως τον ρόλο της για την προστασία αυτού του οργανωμένου αρχαιολογικού χώρου θεωρώντας ότι, η πόλη έχει πλέον αλλοιωθεί και η κήρυξή της ως αρχαιολογικού χώρου δεν ισχύει πλέον.
Επίσης, δεν προχώρησε σε καμία ενέργεια σύμφωνα με το άρθρο 73 παρ. 14γ, όπως ζητούσε ο Γ.Γ. του ΥΠΠΟ.
Μπορεί εύκολα να διερωτηθεί κάποιος : η Εφορεία δεν γνώριζε τη νομοθεσία, ή σκόπιμα αποποιήθηκε την ευθύνη προσφέροντας «χείρα βοηθείας» – άθελά της (;) – στην τότε Δημοτική Αρχή και στους «εργολάβους» ; Γιατί αδιαφόρησε πλήρως για την προστασία του αστικού ιστού και των νεωτέρων κτηρίων που προστατεύονται από το 1965 ;
Αυτή με λίγα λόγια είναι η μικρογραφία της «περιπέτειας» του νεώτερου αρχιτεκτονικού αποθέματος της «πρωτεύουσας πόλης», η οποία ιδιαίτερα την περίοδο της κρίσης απέκτησε το δικό της «ερειπιώνα». Τα κτήρια δηλαδή που απέφυγαν την λαίλαπα των κατεδαφίσεων του 2006 και είναι διάσπαρτα υποστυλωμένα προσωρινά, «ντυμένα» με λινάτσες.
Φυσικά στη θέση των κατεδαφισμένων κτηρίων, είτε χτίστηκαν νέα πολυώροφα κτήρια είτε μετατράπηκαν σε χώρους στάθμευσης, δημιουργώντας έτσι τα λεγόμενα «αστικά κενά».
Με άλλοθι λοιπόν τη δημόσια ασφάλεια, λίγο έξω από το ιστορικό κέντρο κυριαρχεί η «βαρβαρότητα» των κατεδαφίσεων και της χρόνιας εγκατάλειψης τμημάτων της πόλης : των γνωστών παραδοσιακών γειτονιών της Αγ. Τριάδας, του Λάκκου, της οδού Πεδιάδας κ.ά.
Φυσικά, τα «ερείπια» και τα «αστικά κενά» ενσωματώνουν την κοινωνικοπολιτική κρίση και τη μεταμορφώνουν, σε κοινωνική παρακμή και παθητικότητα που οδηγεί σε αποσύνθεση. Η πόλη παρά την αύξηση τουρισμού αποκτά την ταυτότητα του «αισθητικού και πολιτικού πρωτογονισμού».
Η όψη των ερειπωμένων κτηρίων με τις λινάτσες ή των κενών οικοπέδων αποτελεί μια «φυσική κατάσταση» στην εικονογραφία της πόλης. Μια θέα που υπερβαίνει την όποια αρχιτεκτονική ή αισθητική αξία και αποτελεί μια ιδιόμορφη ψυχική και νοητική εμπειρία.
Πολλά κτήρια έχουν εγκαταλειφθεί περιμένοντας στωικά την «λυτρωτική» κατεδάφιση. Οι ιδιοκτήτες τους προσβλέπουν στη συνήθη «θεραπεία της κατεδάφισης» με στόχο να εκμεταλλευτούν τον ισχύοντα αυξημένο συντελεστή δόμησης. Η Δημοτική Αρχή επικαλείται έλλειψη κονδυλίων και πετά το μπαλάκι στην πολιτεία και συγκεκριμένα στο Υπουργείο Πολιτισμού, που «προστατεύει» την εντός των τειχών πόλη από το 1965.
Αυτός ο μηχανισμός ηθελημένης εγκατάλειψης καταλήγει σε μια ιδιότυπη «κοινωνική παθολογία» πάνω και πέρα από την πολιτιστική και αρχιτεκτονική κληρονομιά της πόλης.
Είναι σαφές ότι, η σημερινή όψη της πόλης είναι θέμα πολιτισμικό. Είναι θέμα αισθητικό. Όμως πρωτίστως είναι θέμα πολιτικό.
Εν τω μεταξύ μέσα σε αυτή την κοινωνική «ακινησία», την «αρχαιολογία» της εγκατάλειψης, την «ευγενική αμέλεια» των υπευθύνων, την «ασχήμια» του αστικού τοπίου, η πόλη αλλάζει γοργά και αθόρυβα.
Είναι μια πόλη «ανοχύρωτη» και απροστάτευτη διότι : η Δημοτική Αρχή, υπό το φόβο του «πολιτικού κόστους», αδρανεί. Η «αγορά» προασπίζεται τα συμφέροντα της με κάθε κόστος. Οι δημόσιοι λειτουργοί δειλιάζοντας, «αμελούν» να προστατεύσουν την ιστορικό περιβάλλον.
Ο συνδυασμός αυτών των «συμπεριφορών» αρμοδίων και αναρμοδίων, ευνοεί την σταδιακή καταστροφή του ιστορικού περιβάλλοντος και έτσι επιβιώνει η εφήμερη ασημαντότητα του κτισμένου περιβάλλοντος με τελικό αποτέλεσμα, την κακοποίηση των μνημείων.
Άραγε γίνεται κατανοητή από τους υποψηφίους δημάρχους, η πολιτισμική σημασία της αρχιτεκτονικής νεώτερης κληρονομιάς αυτής της πόλης και «η χαμένη» ομορφιά του αστικού τοπίου της ;
Δεν ξεχνάμε βέβαια, ότι κάποιοι άλλοι «εκλεγμένοι» και «ειδικοί», το 1946, σχεδίαζαν να γκρεμίσουν τα τείχη με το αιτιολογικό ότι, «η πόλη δεν αερίζεται καλά εξαιτίας των Τειχών και δεν μπορεί να αναπτυχθεί πολεοδομικά ή να αποκτήσουν αξία τα οικόπεδα επειδή περικλείονται μέσα στα Τείχη».
Σε αυτήν εδώ την πολύπαθη πόλη, παραφράζοντας τον Μ.Κούντερα, «ο αγώνας του ανθρώπου ενάντια στην εξουσία είναι ο αγώνας της μνήμης ενάντια στη λήθη».
*Ο Σήφης Φανουράκης είναι Αρχιτέκτονας – Μηχ/κός MSc, Επίτιμος Έφορος Νεωτέρων Μνημείων ΥΠΠΟΑ