Του Σήφη Φανουράκη*
Ο κτισμένος χώρος που μας περιβάλλει εμπεριέχει πολυσήμαντες ιστορικές, τυπολογικές και μορφολογικές αναφορές· με τη βοήθειά τους ο κοινός άνθρωπος διαβάζει το περιβάλλον του.
Στην πόλη του Ηρακλείου, για να αποδεχτούμε το παλιό θα πρέπει να μάθουμε να ζούμε στο παρόν και να εκτιμούμε ό,τι έχει αξία.
Άλλωστε η αξιολόγηση του παλιού έχει νόημα μόνο αν οι πόλεις είναι μοντέρνες· ο αγώνας για μια καινούργια πόλη κινδυνεύει να χαρακτηριστεί ουτοπία ή να παραμείνει μονάχα μια καθημερινή κουβέντα, αν δεν υπάρχουν προτάσεις για μια σύγχρονη πόλη.
Είναι σαφές ότι, όταν η νοσταλγία του παλιού καταλήγει σε φετιχισμούς για τους παλιούς ωραίους καιρούς τότε, πρυτανεύει η «libido operandi» για τα ιστορικά μνημεία και η ρομαντική αντιμετώπιση της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς με αποτέλεσμα να μην εκδηλώνεται η νεωτερικότητα εκεί που είναι αναγκαία.
Για παράδειγμα, η αρχιτεκτονική φυσιογνωμία του Ηρακλείου δεν αντιπροσωπεύεται από τον αναγκαίο διάλογο ανάμεσα στις διαφορετικές ιστορικές του φάσεις, οι οποίες προστίθενται η μια πάνω στην άλλη και αναδεικνύουν νέες μορφές και νέες πολιτισμικές πρακτικές· εμπλουτίζουν την πολιτισμική κληρονομιά και ο ιστορικός ιστός της πόλης σταδιακά διατάσσεται σε στρώματα – πολιτισμικά ίχνη, τα οποία επιβίωσαν στο πέρασμα του χρόνου χωρίς να αλλοιωθούν. Αυτός ακριβώς ο διάλογος έχει διακοπεί από καιρό· αυτή η διακοπή καμουφλάρεται με εφήμερες κατασκευές (τέντες, ταμπέλες και όλο αυτό το κακόγουστο σκηνικό του πλαστικού πολιτισμού της αγοράς), που συνθέτει μια αρχιτεκτονική του «κωμικού που δεν κάνει κανένα να γελάει».
Παρόλο που από το 1965 η πόλη του Ηρακλείου κηρύχθηκε αρχαιολογικός χώρος, η εντός των τειχών πόλη δεν κατάφερε να «διασωθεί» συνολικά.
Ό,τι απέμεινε όρθιο από τις διαχρονικές φυσικές καταστροφές και τις κατεδαφίσεις, μετατρέπεται καθημερινά σε τόπο κατανάλωσης αλλά και πεδίο κατανάλωσης του τόπου.
Πολλαπλασιάζονται οι εμπορευματοποιημένες περιοχές· προωθείται ο τρόπος ζωής που καλλιεργεί την ψευδαίσθηση της εκπλήρωσης των αστικών ονείρων και υπερασπίζεται τις αξίες της ιδιοκτησίας· έτσι εγκαθιδρύεται μια συγκεκριμένη κοινωνικοποίηση το καταναλωτισμού.
Η νεωτερικότητα υποκαθίσταται από μια έντεχνη προσωπίδα θεσμοποίησης ενός εφήμερου και ασήμαντου αστικού τοπίου που ευνοεί τα ομοιώματα της καταναλωτικής κοινωνίας που συνυπάρχουν με το κτισμένο περιβάλλον και το ιστορικό κτηριακό απόθεμα της πόλης, σε πλήρη σχεδιαστική αταξία.
Έτσι, η ιστορία γίνεται «α-φασική» και η κουλτούρα της κατανάλωσης διαμορφώνει μια απατηλή εικόνα του κοινού «αισθητικού γούστου».
Τα πλαστικά «σκηνικά ομοιώματα» (τέντες, πλαστικά, επιγραφές, οι κατασκευές hai -tech ) μπροστά στα κτήρια, ιδιαίτερα στα ιστορικά, ευνοούν μια ριζοσπαστική «απολιτιστικοποίηση» του αστικού ιστορικού χώρου.
Είναι σαφές ότι, η νεωτερικότητα, η αρχαιολογία, ο τουρισμός, διεκδικούν τον ίδιο ιστορικό χώρο και αναδεικνύουν τις ανεπάρκειες της σύγχρονης αρχιτεκτονικής και διαψεύδουν τις ελπίδες της νεωτερικής αρχιτεκτονικής σκέψης, περί ένταξης του καινούργιου στο παλιό.
Οι επεμβάσεις στον ιστό της εντός των τειχών πόλης είναι μια σημαντική ευθύνη και θα πρέπει να γίνονται με βάση ένα «σχέδιο επεμβάσεων».
Αντίθετα τώρα και χρόνια ελλείπει ένα τέτοιο «σχέδιο» και για οποιαδήποτε επέμβαση λειτουργούν οι εξής συμπεριφορές : Από την πλευρά των Δήμων εμφανίζεται μια ιδιόμορφη αμέλεια υπό το φόβο του «πολιτικού κόστους». Από την πλευρά όλων των τεχνικών και ιδιαίτερα των Αρχιτεκτόνων εμφανίζεται μια άκρατη «επιθετικότητα» σε ότι προστατεύεται, στο όνομα της εμπορευματοποίησης. Από την πλευρά της «αγοράς» εμφανίζεται η προάσπιση των συμφερόντων της με κάθε κόστος. Από την πλευρά των δημοσίων λειτουργών εμφανίζεται μια «δειλία» στο να προστατεύσουν το αστικό και ιστορικό κτισμένο περιβάλλον.
Ο συνδυασμός αυτής της κοινωνικής «παθολογίας» ευνοεί, την επιβίωση μιας εφήμερης ασημαντότητας του κτισμένου περιβάλλοντος που μας περιβάλλει.
Δεν είναι τυχαίο ότι, η πόλη του Ηρακλείου, έχει μεταβληθεί σε «ομοιογενές» μέρος ενός μοναδικού επιπέδου οικονομικών υπηρεσιών και δεν αντιπροσωπεύει πια το σύστημα· η ίδια «είναι» το σύστημα συσσώρευσης οικονομικών δραστηριοτήτων και πεδίο κατανάλωσης του Δημόσιου χώρου.
Για παράδειγμα στην πόλη του Ηρακλείου, αν η «αγορά» προσπαθεί να προασπίσει τα δικά της συμφέροντα, θα πρέπει να κατανοήσει ότι η άκρατη εμπορευματοποίηση των πολιτιστικών αγαθών θα εξασθενήσει τη δύναμή τους και θα σταματήσουν σταδιακά να αποτελούν δημοφιλές θέλγητρο των επισκεπτών, με αποτέλεσμα την στέρηση «πόρων».
Απ΄αυτή την άποψη λοιπόν, είναι επιτακτική η ανάγκη επίδειξης «έξυπνης» δράσης όλων των οικονομικών δυνάμεων που δραστηριοποιούνται μέσα στην πόλη και τα μνημεία της· επιτακτική ανάγκη για οικονομικούς λόγους, αλλά και διότι αποτελούν το πρωτογενές πολιτιστικό σχήμα μέσω του οποίου επιτυγχάνεται η μετάδοση της συλλογικής μνήμης.
Το παλιό πολιτικό «δημοτικό κατεστημένο» λειτουργεί «ως παρακολούθημα» της αγοράς και των οικονομικών δυνάμεων που ουσιαστικά διαμορφώνουν την «εικόνα» και την καθημερινή ζωή στην πόλη.
Οι δυνάμεις του νέο-φιλελευθερισμού «κάτω από τον μανδύα του λεγόμενου φιλελευθερισμού διεκδικεί – και σε αυτές τις δημοτικές εκλογές – να επιβάλει την «συνέχεια» της εξουσίας της στηρίζοντας ταυτόχρονα δυο «δημοτικά σχήματα». Το ένα προσπαθεί να «επανέλθει» και το άλλο να «ολοκληρώσει» το ανύπαρκτο έργο του.
Μια απλή ανάγνωση των υποψηφίων τους αλλά και των προγραμμάτων τους μπορεί να πείσει και τους δημότες αυτής της πολύπαθης πόλης για την ομολογοποίηση των δυο σχημάτων.
Είναι πλέον αναγκαία η νεωτερικότητα να κυριαρχήσει. Άλλωστε αποτελεί ιστορική επιταγή η ουσιαστική αλλαγή σελίδας στη διακυβέρνηση της πόλης.
Είναι σαφές ότι την νεωτερικότητα αυτή την εκφράζουν σήμερα, κύρια, οι Ενεργοί Πολίτες.
*Ο Σήφης Φανουράκης είναι Αρχιτέκτονας – Μηχ/κός MSc,
Επίτιμος Έφορος Νεωτέρων Μνημείων ΥΠΠΟΑ