Η ανάγκη να κηρυχθεί η Ελληνική Τάφρος (περιοχή που εκτείνεται από τα Ιόνια νησιά μέχρι τα νότια της Κρήτης και τη Ρόδο), θαλάσσια προστατευόμενη περιοχή καθώς και οι κίνδυνοι που αντιμετωπίζουν τα θαλάσσια θηλαστικά, λόγω των ανθρώπινων δραστηριοτήτων και παρεμβάσεων, βρέθηκαν στο επίκεντρο του συνεδρίου που συνδιοργάνωσε η Διεθνής Επιτροπή για τα Θαλάσσια Θηλαστικά και τις Θαλάσσιες Προστατευόμενες Περιοχές.
Για πρώτη φορά η συνδιάσκεψη αυτή διεξήχθη σε χώρα της Μεσογείου τοποθετώντας με αυτό τον τρόπο την Ελλάδα στο επίκεντρο της παγκόσμιας κοινότητας που εμπλέκεται στην προστασία των θαλάσσιων θηλαστικών.
«Η 5η κατά σειρά Παγκόσμια Συνδιάσκεψη για τα Θαλάσσια Θηλαστικά και τις Θαλάσσιες Προστατευόμενες Περιοχές (ICMMPA) που φιλοξενήθηκε, για πρώτη φορά, στη Μεσόγειο, και ειδικότερα στην Ελλάδα, δημιούργησε μια μεγάλη ευκαιρία στην παγκόσμια επιστημονική κοινότητα να εξετάσει τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η προστασία των θαλάσσιων θηλαστικών, υπό το πρίσμα των αυξανόμενων πιέσεων που προκαλούνται από τις ανθρώπινες δραστηριότητες, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση, για πρώτη φορά, στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου», τόνισε στο Αθηναϊκό Πρακτορείο, ο γενικός διευθυντής του WWF International, Μάρκο Λαμπερτινι. Και προσέθεσε: «Παρά το ότι η Μεσόγειος είναι μια κλειστή θάλασσα, παρουσιάζει μια απίστευτα πλούσια θαλάσσια βιοποικιλότητα. Τα κητώδη, όπως είναι οι φάλαινες φυσητήρες, οι πτεροφάλαινες, τα μαυροδέλφινα, τα ζωνοδέλφινα, τα ρινοδέλφινα, αλλά και οι Μεσογειακές φώκιες και οι θαλάσσιες χελώνες αποτελούν αναπόσπαστα στοιχεία της Μεσογειακής κουλτούρας και πολιτισμού. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, αποτελούν ιδιαίτερα κινδυνεύοντα ή απειλούμενα είδη. Παρ’ όλο που όλα τα εν λόγω είδη αποτελούν τους παλαιότερους «κατοίκους» της περιοχής της Μεσογείου, η συνύπαρξή τους με τον άνθρωπο παραμένει προβληματική».
«Τα πανέμορφα αυτά πλάσματα επηρεάζονται άμεσα από ανθρωπογενείς “πιέσεις”, όπως είναι οι αλληλεπιδράσεις με τις θαλάσσιες μεταφορές, η αλιεία, η υποβάθμιση των οικοτόπων από ανθρώπινες δραστηριότητες, η θαλάσσια ρύπανση, καθώς και οι εργασίες σχετικά με την έρευνα και τις εξορύξεις υδρογονανθράκων», κατέληξε ο κ. Λαμπερτίνι.