Ανοικτό υπό προϋποθέσεις είναι το θέμα της μείωσης των στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ, τα οποία είναι «κλειδωμένα» έως το 2022. Κυβερνητικές πηγές ανέφεραν χθες χαρακτηριστικά ότι «εάν έναν χρόνο μετά τις βουλευτικές εκλογές διαπιστωθεί ότι η οικονομία συνεχίζει να βαδίζει κανονικά και οι οίκοι αξιολόγησης τοποθετήσουν την Ελλάδα σε υψηλότερες επενδυτικές βαθμίδες (investment grade), τότε μπορείς να το διαπραγματευθείς». Στη συγκεκριμένη περίπτωση, επισημαίνουν οι ίδιες πηγές, θα μειωθεί η ελληνική συνεισφορά στην εξυπηρέτηση του χρέους μέσω των πλεονασμάτων και θα πρέπει να υπάρξουν αντίστοιχες κινήσεις από την πλευρά των εταίρων, προκειμένου να καλυφθεί αυτή η διαφορά.
Την ίδια ώρα, στην κυβέρνηση επιταχύνουν τις κινήσεις, εν όψει του Eurogroup της 11ης Μαρτίου, σε δύο βασικά ζητήματα. Το πρώτο αφορά στο διάδοχο σχήμα του «νόμου Κατσέλη», όπου με νέες τηλεδιασκέψεις το Σαββατοκύριακο θα επιδιωχθεί η συμφωνία με τους θεσμούς για το οριστικό σχέδιο, προκειμένου αυτό να έχει ψηφισθεί έως την ερχόμενη Πέμπτη. Κυβερνητικός παράγοντας με γνώση του θέματος, ανέφερε ότι οι κύριες ενστάσεις από την ΕΚΤ οφείλονταν στο ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα είχε το προγενέστερο σχέδιο από τη συμφωνία κυβέρνησης- τραπεζών την περασμένη Τετάρτη. Το δεύτερο ζήτημα αφορά στην πώληση λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ, όπου πρέπει να υπάρξει συμφωνία για το πώς θα γίνει ο νέος διαγωνισμός.
Τα κλιμάκια των θεσμών (με την ίδια σύνθεση της πρόσφατης επίσκεψής τους) αναμένεται να επανέλθουν στην Αθήνα αρχικά την περίοδο κοντά στο Πάσχα και μετά τον Μάιο ή τον Ιούνιο. Στις συζητήσεις στο πλαίσιο της γ’ αξιολόγησης θα περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, η πρόοδος στην Εγνατία Οδό, ο διαγωνισμός για τα ΕΛΠΕ, η πώληση από το ΤΑΙΠΕΔ του 30% του «Ελ. Βενιζέλος» και ο «φάκελος χρηματοοικονομικά» (π.χ. εάν μειώνονται οι περιπτώσεις των «κόκκινων» δανείων που είχαν ενταχθεί στον παλαιό «νόμο Κατσέλη», πώς λειτουργεί το νέο σχήμα για τα «κόκκινα» δάνεια- APS). Η Ελλάδα αναμένει τότε από μια θετική έκθεση των θεσμών τουλάχιστον 600 εκατ. ευρώ, αφού ακολουθηθεί η συνήθης χρονική διαδικασία.
Σημειώνεται ότι το σχέδιο του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) για τα «κόκκινα» δάνεια έχει ήδη σταλεί από το υπουργείο Οικονομικών στην Επιτροπή Ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (DGcomp) και αναμένεται να υπάρξει απάντηση μέσα στις επόμενες 2- 3 εβδομάδες. Το ύψος των εγγυήσεων που θα απαιτηθούν για να λειτουργήσει το σχέδιο του APS υπολογίζεται σε περίπου σε 4- 5 δισ. ευρώ. Με βάση την ελληνική πρόταση, εκτιμάται ότι δεν θα προκύπτει δημοσιονομικό κόστος, καθώς οι όποιες απώλειες από ενδεχόμενη κατάπτωση εγγυήσεων θα αντισταθμίζονται σε όρους καθαρής παρούσας αξίας από τα «κουπόνια» που θα καταβάλουν οι τράπεζες για τη χρήση των εγγυήσεων. Όσον αφορά στο σχέδιο της Τραπέζης της Ελλάδος, η κεντρική τράπεζα έχει αναθέσει σε εξωτερικό οίκο να εντοπίσει τα σημεία τα οποία μπορούν να λειτουργήσουν συμπληρωματικά με το σχέδιο του ΤΧΣ, ενώ παράλληλα για το ίδιο θέμα εργάζεται και κοινή επιτροπή που έχει συσταθεί από το υπουργείο Οικονομικών και την Τράπεζα της Ελλάδος. Όταν ολοκληρωθεί η σχετική διαδικασία, το υπουργείο Οικονομικών θα καταθέσει και αυτό το σχέδιο στην DGcomp. Επισημαίνεται πως ο ορίζοντας υλοποίησης του σχεδίου της ΤτΕ φτάνει στα 1- 2 έτη, γεγονός, ωστόσο, που δεν χαρακτηρίζεται ως αρνητικό, καθώς θα εξασφαλίσει έναν ξεκάθαρο «χάρτη» για την πορεία διαχείρισης των κόκκινων δανείων.
Ερωτηθείς, τέλος, κυβερνητικός παράγοντας για τις αποπληρωμές των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου σε ιδιώτες, επεσήμανε ότι έχει ζητηθεί τεχνική βοήθεια για να επιταχυνθεί η όλη διαδικασία και τα οφειλόμενα ποσά να φτάνουν το συντομότερο δυνατόν στην πραγματική οικονομία. Καθώς, όπως επεσήμανε ο ίδιος, εμπλέκονται τουλάχιστον δύο υπουργεία και αρκετοί φορείς του Δημοσίου και εμφανίζονται τα (από χρόνια) προβλήματα της γραφειοκρατίας. Παρόμοια τεχνική βοήθεια έχει ζητηθεί και για να επιταχυνθούν οι εκταμιεύσεις από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ).