Σύμφωνα με τις τελευταίες πληροφορίες, η επιχείρηση Raxevsky, μία από τις εταιρείες σημαίες της ελληνικής μόδας, κατεβάζει οριστικά ρολά, μετά από την απόλυση και των τελευταίων 100 εργαζομένων της, οι οποίοι, εκτός των άλλων, δεν έλαβαν τις νόμιμες αποζημιώσεις τους.
Είχε προηγηθεί η απόλυση 75 ακόμα ατόμων πριν από τρία χρόνια και εν έτει 2019 η εταιρία γυναικείων ρούχων οδηγήθηκε σε άτακτη χρεοκοπία, καθώς δεν ήλθε σε συμφωνία με τις πιστώτριες τράπεζες για την υπαγωγή της στο άρθρο 106Β του πτωχευτικού κώδικα.
Τα προβλήματα για την Raxevsky ξεκίνησαν από το 2011, οπότε και άρχισε να εμφανίζει ζημιογόνες χρήσεις και διόγκωση των υποχρεώσεων της.
Συγκεκριμένα, οι βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις της στις τράπεζες από 10 εκατ. ευρώ το 2011 ξεπέρασαν τα 15 εκατ. ευρώ έως το 2016, ενώ ο κύκλος εργασιών από 21,3 εκατ. ευρώ το 2011 έφτασε κοντά στα 3 εκατ. ευρώ το 2016.
Τότε ήταν που το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών εκδίκασε την αίτηση για υπαγωγή σε διαδικασίας εξυγίανσης και δέχθηκε τη συμφωνία της εταιρίας με τις πιστώτριες τράπεζες, την οποία και επικύρωσε. Η εταιρία στη συνέχεια έλαβε ενδιάμεση χρηματοδότηση της τάξης των 2 εκατ. ευρώ και κλήθηκε να εφαρμόσει σχέδιο αναδιοργάνωσης το οποίο, ωστόσο, δεν είχε τα προσδοκώμενα αποτελέσματα.
Τι καταγγέλλουν οι εργαζόμενοι
Τις ευθύνες για την κατάσταση στην οποία εχε περιέλθει η εταιρία περιγράφουν οι εργαζόμενοι, οι οποίοι αναφέρουν ότι στήριξαν την επιχείρηση, αλλά οι προσπάθειές τους ήταν μονόπλευρες, καθώς ‘’η διοίκηση άφησε την εταιρία να αργοπεθάνει’’.
«Ένα από τα πιο δυνατά brand name στον χώρο της μόδας και της γυναικείας ένδυσης, με καταστήματα σε όλη τη χώρα, με εκατοντάδες χιλιάδες γυναίκες να την εμπιστεύονται όλα αυτά τα χρόνια, βάζει λουκέτο, παρά το γεγονός ότι μέχρι και σήμερα η θέση της στην αγορά θα μπορούσε να είναι ισχυρή», αναφέρουν αναλυτικά οι εργαζόμενοι στην ανακοίνωσή τους και επισημαίνουν ότι, «παρά το γεγονός ότι η διοίκηση της εταιρείας μάς οδήγησε, ήδη από το 2012, αργά και σταθερά στην οικονομική ανέχεια, συνεχίσαμε να εργαζόμαστε με θέρμη και πίστη στην ανάκαμψη της εταιρείας, την οποία θεωρούσαμε δυνατή. Μέχρι και τον Ιανουάριο του 2019 συνεχίσαμε, απλήρωτοι ουσιαστικά, να προσφέρουμε αδιαλείπτως τις υπηρεσίες μας, πιστεύοντας αφενός στη “Συμφωνία Εξυγίανσης” που επιτεύχθηκε το 2016, αλλά και τις πρόσφατες διαβεβαιώσεις της διοίκησης ότι καταβάλλεται κάθε δυνατή προσπάθεια για τη βιωσιμότητα της εταιρείας, αφετέρου στις δυνατότητες που αποδεδειγμένα η ίδια η εταιρεία είχε στην αγορά».
Παράλληλα, παραθέτουν ερωτήματα για τους λόγους που οδηγήθηκε στην πτώχευση η εταιρεία: «Γιατί δεν υποστηρίχθηκε η “Συμφωνία Εξυγίανσης” του 2016; Γιατί δεν στηρίχθηκε εμπράκτως η λειτουργία της εταιρείας έκτοτε; Γιατί οι συνεχείς διαβεβαιώσεις περί καταβολής κάθε δυνατής προσπάθειας για την ανάκαμψη της εταιρείας, χωρίς αυτές να συνοδεύονται από αντίστοιχες πράξεις; Και, τέλος, γιατί μια τόσο μεγάλη εταιρεία, με τεράστιες δυνατότητες στην αγορά, αφέθηκε να “αργοπεθαίνει” τα τελευταία χρόνια, ώστε να φτάσουμε σήμερα στο κλείσιμο της;».
Όπως τονίζουν, «με προσωπικές θυσίες και στερήσεις, καταβάλαμε κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου η εταιρεία να σταθεί ξανά στα πόδια της δυνατή. Όμως οι προσπάθειες αυτές ήταν ξεκάθαρα μονόπλευρες, αφού η διοίκηση της άφησε την εταιρεία να αργοπεθαίνει, με τα όποια οικονομικά οφέλη υπήρχαν να μη διοχετεύονται στην εξυγίανση της εταιρείας και τους εργαζόμενους, προσβάλλοντας παράλληλα την αξιοπρέπειά μας, αφήνοντάς μας να ζούμε μέσα στην αμφιβολία, ακόμα και τις τελευταίες στιγμές της λειτουργίας της εταιρείας, ενώ οι ίδιοι είχαν ήδη αποφασίσει από καιρό ότι θα την κλείσουν, όπως τελικώς συνομολόγησαν πρόσφατα σε συνάντησή μας, με τη συμμετοχή των νομικών εκπροσώπων τους».
Σημειώνουν, τέλος, ότι οδηγούνται στην ανεργία και οι τελευταίοι 100 εργαζόμενοι, χωρίς αποζημιώσεις και με οφειλές δεδουλευμένων αποδοχών περίπου κατά μέσο όρο 14 μισθών για κάθε εργαζόμενο, ενώ την τελευταία διετία περίπου άλλοι 75 εργαζόμενοι αποχώρησαν χωρίς να τους έχουν καταβληθεί τα δεδουλευμένα.
«Καλούμαστε να δώσουμε μια σκληρή και άνιση μάχη επιβίωσης για εμάς και τις οικογένειές μας. Παράλληλα, όμως, θα καταβάλλουμε κάθε δυνατή προσπάθεια για να μας καταβληθούν όλα όσα μας οφείλονται, αλλά και για να απαντηθούν τα ανωτέρω εύλογα ερωτήματα.
Στον αγώνα μας αυτό καλούμε και την Πολιτεία, με όλες τις αρμόδιες Αρχές της, να σταθεί στο πλάι μας» καταλήγουν οι εργαζόμενοι στην εταιρεία «Raxevsky».
Η Raxevsky, που ιδρύθηκε το 1976 από την Έλενα Ραξέβσκυ, τη δεκαετία του 90 κατάφερε να απασχολεί πάνω από 250 εργαζόμενους και να ελέγχει δίκτυο με περισσότερα από 50 ιδιόκτητα και franchise καταστήματα σε όλη την Ελλάδα έως το 2008.
Έγινε δε και brand που εξήγαγε ελληνική μόδα στο εξωτερικό, συγκεκριμένα σε Γαλλία, Αυστρία, Ολλανδία, Ισπανία, ΗΠΑ και Καναδά.
cnn.gr, fmvoice.gr, euro2day.gr