Ο πρωθυπουργός στον χαιρετισμό του στην εκδήλωση “#DF19: Ευρώπη, Σκοτεινή Ήπειρος Ξανά. Φασισμός-Ρατσισμός” αναφέρει:
Χαιρετίζω την πρωτοβουλία της εφημερίδας Documento να οργανώσει αυτή την ημερίδα, που το θέμα της δεν έχει να κάνει μόνο με την Ιστορία, με το παρελθόν, με το χτες.
Έχει να κάνει με το δύσκολο σήμερα.
Ένα σήμερα που απαιτεί προβληματισμό, συμμετοχή, απαντήσεις.
Και βέβαια δράσεις.
Είναι, πιστεύω, πιο επίκαιρος από ποτέ σήμερα ο στίχος του Φώντα Λάδη.
Το φασισμό, βαθιά κατάλαβέ τον
δεν θα πεθάνει μόνος, τσάκισέ τον
Επιτρέψτε μου λοιπόν με την ευκαιρία να μοιραστώ μερικές σκέψεις μαζί σας.
Αποτελεί δύσκολο εγχείρημα για τους αριστερούς, τους δημοκρατικούς ανθρώπους, και γενικότερα τους αντιφασίστες, να μην υποπέσουν στο ολίσθημα των εύκολων απαντήσεων για την άνοδο της ακροδεξιάς αγριότητας, του αντισημιτισμού, του φασισμού.
Πολλές φορές, αποτυπώνεται μια στρατηγική αμηχανία απέναντι στο τέρας. Αναφέρομαι στις στιγμές, δηλαδή, που εμείς προσπαθούμε να πούμε στο λαό την αλήθεια για τον φασισμό και ένα μέρος του δεν μας ακούει, γιατί έχει αρχίσει να γοητεύεται από την παραδοξολογία, τον μηδενισμό, και τα εύπεπτα σχήματά του.
Αξίζει λοιπόν, για να αποφύγουμε αυτό το ολίσθημα, να κατανοήσουμε τον φασισμό. Όχι απλώς ως τρόπο κοινωνικής οργάνωσης, αυτό είναι εξαιρετικά απλό και σαφές. Αλλά να κατανοήσουμε γιατί σε κρίσιμες στιγμές της ιστορίας, ελκύει και κινητοποιεί λαϊκές δυνάμεις, που με μια αυτόματη ανάγνωση θα έπρεπε να βρίσκονται μαχητικά απέναντί του.
Η εμπειρική ερμηνεία του φαινομένου, μας δίνει λειψές απαντήσεις.
Μιλώ για τον κανόνα της κρίσης ως αιτίου και της ανόδου του φασισμού ως αιτιατού.
Είναι ισχυρότατο και αληθές το συμπέρασμα, ότι οι οικονομικές κρίσεις δημιουργούν τις προϋποθέσεις ανόδου αυτού του ρεύματος. Συνέβη στο μεσοπόλεμο, συμβαίνει και στις πρώτες δεκαετίες του 21ου αιώνα.
Η κρίση δημιουργεί το κοινωνικό και οικονομικό περιβάλλον για να δράσει ο φασισμός. Και αντίθετα με ό,τι θα μπορούσε να ισχυριστεί μια στρεβλή λογική προερχόμενη από τα αριστερά του πολιτικού φάσματος, το δόγμα «όσο χειρότερα για το λαό, τόσο καλύτερα για μας» δε συνιστά πλάνη, αλλά πολιτική αυτοχειρία.
Διότι η φτώχεια, η ανεργία, η κοινωνική αδικία, σε πρώτο χρόνο, δε γεννούν την αντίσταση, αλλά την απόγνωση και το φόβο. Δηλαδή την καύσιμη ύλη της φασιστικής μηχανής.
Επομένως, σε περιόδους κρίσης, προκύπτει ένα ύψιστο καθήκον για την Αριστερά και τις προοδευτικές δυνάμεις στο πολιτικό επίπεδο. Το καθήκον να ξεβολευτούν από τη θεωρητική τους ασφάλεια. Να τολμήσουν, να πάρουν ρίσκα, να «λερώσουν τα χέρια τους» και να συγκροτήσουν συνολική εναλλακτική απάντηση.
Και ο λόγος είναι απλός. Ο φασισμός δεν δρα μόνο στο πεδίο της μηδενιστικής καταγγελίας. Κατασκευάζει με γκεμπελική επιδεξιότητα και προπαγανδίζει απτές, δήθεν φιλολαϊκές απαντήσεις στην πράξη. Κρύβοντας το απάνθρωπο πρόσωπό του πίσω από ένα χυδαίο λαϊκισμό.
Για τους φασίστες, στο έδαφος της κοινωνικής απόγνωσης, όλα επιτρέπονται και δικαιολογούνται. Και με μια τέτοια λογική επιχειρούν να δηλητηριάσουν τα απελπισμένα τμήματα της κοινωνίας και των νέων.
Η Αριστερά λοιπόν, τότε είναι πολύ περισσότερο που κρίνεται στην πράξη. Στη δυνατότητα να δώσει διέξοδο. Συνολική, απτή, άμεση. Ώστε να δημιουργήσει τους όρους υπέρβασης της απόγνωσης και του φόβου. Να μετατρέψει την απόγνωση και τον φόβο σε δύναμη αντίστασης και πολιτικής αλλαγής.
Ένα τέτοιο παράδειγμα συνιστά η πορεία του ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα, δυστυχώς αναντίστοιχο με τις περισσότερες περιπτώσεις στην ευρωπαϊκή ήπειρο, στα χρόνια της κρίσης.
Στην Ελλάδα της κρίσης, ο ΣΥΡΙΖΑ διεξήγαγε ένα πολιτικό αγώνα με κεντρικό στοιχείο την εναλλακτική προοπτική. Μπήκε στη μάχη, θέτοντας όχι περιφερειακά ζητήματα αλλά το κεντρικό: Το ζήτημα της διακυβέρνησης. Καταφέρνοντας να γίνει ο βασικός πυλώνας αμφισβήτησης ενός καταρρέοντος πολιτικού συστήματος, στερώντας έτσι από τον φασισμό, που ήδη από την αρχή της κρίσης είχε σηκώσει κεφάλι, τη δυνατότητα να καλύψει αυτό το πολιτικό κενό,.
Δυστυχώς, δεν συνέβη το ίδιο στην υπόλοιπη Ευρώπη. Ο προοδευτικός πολιτικός κόσμος, είτε ταυτισμένος με το νεοφιλελευθερισμό, είτε εγκλωβισμένος στην παραλυτική ασφάλεια του δογματισμού, άφησε ορθάνοιχτο το δρόμο της αμφισβήτησης του συστημικού μπλοκ, που προκάλεσε την κρίση, στους εθνικιστές, τους λαϊκιστές και τους φασίστες.
Και αν για το Νότο, η σύνδεση κρίσης και ανόδου του φασισμού μοιάζει πειστική, για τον Βορρά θα πρέπει να επιστρέψουμε ξανά στο στίχο του Λάδη. Και όχι μόνο να κατανοήσουμε τον φασισμό. Αλλά να τον κατανοήσουμε βαθιά.
Εδώ έρχεται ο τίτλος της ημερίδας σας. «Ό, τι ξεχνάμε, το ξαναζούμε». Το ζήτημα δηλαδή της επικράτησης της λήθης έναντι της ιστορικής μνήμης.
Ξέρετε, πρόκειται για κάτι πολύ πιο βαθύ, πιο επιδραστικό από το όποιο οικονομικό περιβάλλον.
Η καλλιέργεια ενός ορισμένου εθνικού μεγαλείου, η ανωτερότητα μας έναντι των άλλων, είναι στοιχεία που ριζώνουν στις κοινωνίες όχι στην κρίση, αλλά πολύ πριν από αυτή.
Πρόκειται για ιδεολογικά κατασκευάσματα, τα οποία δεν βασίζονται στην ιστορική μνήμη, αλλά αντιθέτως στην ηθελημένη παραχάραξη της. Και αυτό διότι, η ιστορική μνήμη είναι πάντα άβολη ενώ η λήθη εξαιρετικά βολική.
Ειδικότερα στην Ευρώπη, η οποία για μισό αιώνα έγινε θέατρο πολεμικών επιχειρήσεων, η συσκότιση των γεγονότων και η στρέβλωση της ιστορικής πραγματικότητας, είναι η ρίζα των εθνικισμών, που σήμερα απειλούν την ήπειρο μας.
Κοινωνίες που έζησαν τη φρίκη της ναζιστικής θηριωδίας, είτε τη σχετικοποιούν, είτε ακόμα χειρότερα την εξισώνουν με τη δράση αυτών που συνέτριψαν στρατιωτικά και πολιτικά τους ναζί.
Πολιτικές δυνάμεις που για δεκαετίες βρίσκονταν στο περιθώριο, σήμερα χωρίς αιδώ καμαρώνουν για τα πεπραγμένα των πολιτικών τους προγόνων. Οι απόγονοι των ναζί, των συνεργατών τους, των πεμπτοφαλαγγιτών, των μελανοχιτώνων.
Και φυσικά στην Ελλάδα, έχουμε το φαινόμενο τα στελέχη του κόμματος των βασιλοφρόνων, των υμνητών των ταγμάτων ασφαλείας, οι προπαγανδιστές των πεπραγμένων της χούντας και οι αρνητές του ολοκαυτώματος, όχι απλά να έχουν σταδιακά μετεγγραφεί στην πάλαι ποτέ κεντροδεξιά ΝΔ, αλλά πλέον να ορίζουν τη στρατηγική και τη ρητορική της.
Ένας επικίνδυνος ακροδεξιός εισοδισμός συντελείται μπροστά στα μάτια μας.
Επομένως, η κατανόηση της ανόδου του φασισμού είναι μια εξαιρετικά πολύπλοκη υπόθεση. Αποτελεί όμως προϋπόθεση για να συγκροτηθεί μια συνολική στρατηγική ολομέτωπης αντιπαράθεσης μ’ αυτόν.
Και αυτή αφορά όλα τα επίπεδα της ταξικής σύγκρουσης.
Στο οικονομικό επίπεδο, επιβάλλεται η διαρκής μάχη για τη βελτίωση των συνθηκών ζωής της κοινωνικής πλειοψηφίας. Αύξηση των μισθών, προστασία της εργασίας, δημιουργία ισχυρού κοινωνικού κράτους, ενίσχυση της δημόσιας παιδείας.
Στο πολιτικό επίπεδο, απαιτείται η δημοκρατική εγρήγορση και η δημιουργία ενός διαρκούς μετώπου έναντι της φασιστικής απειλής, τόσο στο επίπεδο των θεσμών λαϊκής εκπροσώπησης, όσο και στο επίπεδο της καθημερινότητας. Στις γειτονιές, τους χώρους εργασίας, τα σχολεία, σε κάθε πτυχή της κοινωνικής ζωής. Επιπλέον, η θεσμική θωράκιση της δημοκρατίας έναντι της φασιστικής απειλής περνά και μέσα από την επιτάχυνση των διαδικασιών απόδοσης δικαιοσύνης όσον αφορά τις εγκληματικές ενέργειες των φασιστικών συμμοριών.
Τέλος, στο ιδεολογικό επίπεδο, κάθε πολίτης που συμμετέχει στο δημόσιο διάλογο οφείλει να πάρει θέση. Ιστορικοί, πολιτικοί, δημοσιογράφοι, άνθρωποι της επιστήμης και των τεχνών, δεν έχουν πια την πολυτέλεια της σιωπής. Δεν μπορούμε να μένουμε αμέτοχοι ή να θεωρούμε ότι δεν μας αφορά ο κατακλυσμός της ελληνικής κοινωνίας από τα καθημερινά μικρά και μεγάλα φασιστικά, ομοφοβικά και ρατσιστικά εγκλήματα, την ακροδεξιά προπαγάνδα, τα fake news, την παραδοξολογία, την παραχάραξη της ιστορίας, την καλλιέργεια του μίσους και του φανατισμού που βρίσκουν έδαφος σε κάποια τμήματα του πληθυσμού.
Ο φασισμός δεν τσακίζεται στα λόγια.
Τσακίζεται στην πράξη, στην καθημερινότητα, στην ευθύνη που νιώθει ο καθένας έναντι της κοινωνίας, του πολιτισμού, της δημοκρατίας, αλλά και της ιστορίας του τόπου του. Ο φασισμός συντρίβεται τη στιγμή που ο κάθε άνθρωπος μετατρέπεται από ιδιώτη, σε πραγματικό πολίτη, φορέα της αλήθειας, της μνήμης και τελικά της συλλογικής προόδου απέναντι στην οπισθοδρόμηση και τον κοινωνικό κανιβαλισμό.