Του Παντελή Μπουκάλα
Πόσα μαθήματα μπορεί να αντλήσει κανείς από την απολογία του κ. Θεόδωρου Τσουκάτου για την εμπλοκή του στο σκάνδαλο Ζίμενς; Οσα αντέχει η όρεξή του. Δηλαδή η ιδεολογία του, η σχέση του (τωρινή ή παλαιότερη) με κάποιον κομματικό μηχανισμό, το πόστο του στο αθεράπευτα κομματιζόμενο μιντιακό σύστημα, οι αντιλήψεις του για τις σχέσεις ηθικής και πολιτικής· άλλοι, παλιομοδίτες πιθανόν, θεωρούν αυτονόητο ότι πρέπει να υπάρχουν, ενώ άλλοι, περισσότερο ανοιχτόμυαλοι, κρίνουν αυτονόητο πως είναι αδιανόητο να υπάρχουν, καθότι κάτι τέτοιο θα αποδεικνυόταν αντιπαραγωγικό. Αφήστε που, δίχως ιδιωτικές χορηγίες, τα κόμματα θα αναγκάζονταν να δανείζονται από τις τράπεζες για να τα φέρνουν βόλτα. Και επειδή δεν θα τα κατάφερναν να ανταποκριθούν στα χρέη τους προς την πρώτη τράπεζα, θα έπαιρναν δάνειο και από δεύτερη, και τρίτη. Στο τέλος θα κοκκίνιζαν – όχι από την ντροπή τους, εννοείται. Και θα απαιτούσαν «κούρεμα».
Το πρώτο μάθημα, λοιπόν, είναι ότι οι προς κόμματα επιδοτήσεις από επιχειρηματικούς κολοσσούς, εκτός που είναι προς το συμφέρον όλων μας και το κοινό καλό, αποτελούν το θεμέλιο της ανεξαρτησίας των κομματικών οργανισμών, την ασπίδα τους. Κορόιδα είναι οι Αμερικανοί που τις έχουν θεσμοθετήσει; Μήπως είδε ποτέ κανείς πλανητάρχη εξαρτημένο από πολεμική βιομηχανία, από το γαλαντόμο λόμπι της οπλοκατοχής, από πετρελαιάδες κ.ο.κ.;
Μάθημα δεύτερο, το γνωστό εκείνο «πιστόν φίλον εν κινδύνοις γιγνώσκεις». Μόνος κι έρμος ο κάποτε παντοδύναμος κ. Τσουκάτος, επιμένει ότι τα γερμανικά μάρκα, ένα εκατομμύριο, τίποτε σπουδαίο, πήγαν αμέσως στο κομματικό ταμείο, δεν τα ενθυλάκωσε ο ίδιος. Φωνή βοώντος… Πλην του κ. Κ. Σημίτη, που, ως προϊστάμενος και φίλος, τον στήριξε εξαρχής στην περιπέτειά του και συνεχίζει να συμμερίζεται τα βάσανά του, ουδείς σύντροφός του στέκεται δίπλα του. Ιδιαίτερα όσοι ευεργετήθηκαν από αυτόν, μηρυκάζουν το του Πέτρου: «Ουκ οίδα τον άνθρωπον».
Μάθημα τρίτο. Ο κ. Τσουκάτος, ο κ. Τζοχατζόπουλος, ο κ. Μαντέλης, όποιος βρεθεί με οποιασδήποτε υφής εξουσία στα χέρια του, την ώρα που την ασκεί (και όπως κι αν την ασκεί, τίμια ή με σκάρτη συνείδηση), νιώθει ότι βρήκε επιτέλους το ελιξίριο της αθανασίας. Οτι ο χρόνος πάγωσε πια, με τον ίδιο έναν άτρωτο αξιωματούχο, που δεν θα ξαναβρεθεί στην άλλη όχθη του ποταμού δίχως την πανοπλία της μεθυστικής ισχύος. Για ψευδαίσθηση πρόκειται. Αλλά για ψευδαίσθηση πιο δυνατή και από την ίδια την εξουσία.