Σε γραμμή εκκίνησης εξαγωγών, αρχής γενομένης από την Ευρώπη και συγκεκριμένα το Ντίσελντορφ Γερμανίας, βρίσκεται η Φάρμα Μετσόβου της οικογένειας Μπούγια, που ενώ «γεννήθηκε» εν μέσω της οικονομικής κρίσης και συγκεκριμένα το 2014, σήμερα αποτελεί μια πρότυπη καθετοποιημένη μονάδα γαλακτοπαραγωγής όνων.
Όπως επισήμανε, «μέσα από τη συμμετοχή μας σε Διεθνείς Εκθέσεις εντός και εκτός ελληνικών συνόρων, καταφέραμε να μπούμε στην γραμμή εκκίνησης εξαγωγών. Ξεκινήσαμε με την αποστολή κατεψυγμένου γαϊδουρινού γάλακτος και σαπούνια θεραπευτικά κατασκευασμένα από γάλα όνου, σε βιολογικά καταστήματα, στο Νίσελντορφ της Γερμανίας. Θα ακολουθήσουν και άλλοι προορισμοί, όπως Μεγάλη Βρετανία Γαλλία, Ιταλία και Κύπρος. Δεν βιαζόμαστε, κάνουμε σταθερά βήματα γιατί δεν θέλουμε το “πυροτέχνημα”, αλλά την πραγματική επιτυχία».
Πάντως, παρά τα σχέδια για το εξωτερικό, η οικογένεια Μπούγια δεν σταματά την ανάπτυξή της. Έτσι, «μέσα στον επόμενο μήνα θα ρίξουμε στην ελληνική αγορά πρωτεϊνούχα μπάρα παρασκευασμένη από γάλα γαϊδούρας, ενώ τέλη του φετινού καλοκαιριού θα κάνουμε το ντεμπούτο μας στην αγορά καλλυντικών», τόνισε μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Παναγιώτα Τσοβίλη,
η οποία μαζί με τον σύζυγό της τον Αθανάσιο Μπούγια, δίνουν το «παρών», συνοδευόμενοι βέβαια από τετράποδους φίλους τους, στη φετινή 11η Διεθνή Έκθεση για την Κτηνοτροφία και την Πτηνοτροφία “Zootechnia”.
«Δουλεύουμε μαζί 365 ημέρες το χρόνο και 24 ώρες την ημέρα, με αφοσίωση, θυσίες και απεριόριστη αγάπη. Έτσι καταφέραμε να κάνουμε γνωστό το γάλα γαϊδούρας στην ελληνική αγορά, αναδεικνύοντας τα ευεργετικά του πλεονεκτήματα για τον ανθρώπινο οργανισμό και χωρίς ποτέ να το βάζουμε κάτω, παρά τις δυσκολίες και την κούραση», είπε χαρακτηριστικά.
Το εγχείρημα που ξεκίνησε ως χόμπι
Ήταν το 2014 «που ο πεθερός μου παραπονιόταν πλέον έντονα για το γεγονός ότι τα 80 στρέμματα που κατείχε στην Χρυσοβίτσα Μετσόβου, βατώνανε. Ο ίδιος έχοντας γεράσει δεν μπορούσε να τα καλλιεργήσει και μας γκρίνιαζε συνεχώς», θυμάται η κ. Τσοβίλη και πρόσθεσε, «γνωρίζοντας εμείς ότι τα γαϊδουράκια από την αρχαιότητα λειτουργούν ως τοπογράφοι, του είπαμε ότι θα βάλουμε 10 στα χωράφια για να του τα καθαρίσουν».
Στην αρχή «πολλοί φίλοι μας πείραζαν και μας ρωτούσαν άν θα αφήναμε τις δουλειές μας για να ασχοληθούμε με την παραγωγή γαλακτος όνου. Εμείς τότε δεν γνωρίζαμε ότι το γαϊδουράκι δίνει γάλα. Ήταν η εποχή που διεξαγόταν στη Θεσσαλονίκη η Zootechnia. Ήρθαμε, ενημερωθήκαμε και ύστερα από σκέψη, αποφασίσαμε να γίνουμε και κτηνοτρόφοι», επισήμανε χαρακτηριστικά η κ. Τσοβίλη που όπως μας είπε τόσο η ίδια, όσο και ο σύζυγός της συνεχίζουν κανονικά τις δουλειές τους. Η ίδια φτιάχνει δημόσια έργα που αναφέρονται σε παιδικές χαρές και γήπεδα και ο Αθανάσιος Μπούγιας, λειτουργεί εργοστάσιο επεξεργασίας πέτρας, λατομεία.
Καθοριστικό ρόλο στην απόφαση να ξεκινήσουν την ενασχόλησή τους με το γαϊδουράκι, αποτέλεσε το γεγονός ότι το 2014 πέρασε ΦΕΚ, με το οποίο οι όνοι έπαυαν να θεωρούνται μεταφορικά ζώα και χαρακτηρίστηκαν παραγωγικά. «Το αποτέλεσμα αυτής της εξέλιξης ήταν να κοπούν οι επιδοτήσεις ύψους 250 ευρώ/ζώο, ως είδος προς εξαφάνιση και έτσι δεν ήταν λίγοι αυτοί από τη Δυτική Μακεδονία και τη Θεσσαλία που τα πωλούσαν και εμείς φυσικά τα αγοράζαμε, έναντι 800-1.200 ευρώ έκαστο», τόνισε η κ. Τσοβίλη.
Είναι χαρακτηριστικό πως μέχρι τη δεκαετία του 1950 στην Ελλάδα υπήρχαν περίπου 1,5 εκατομμύριο γαϊδούρια, το 1995 ο αριθμός τους μειώθηκε στις 95.000 και σήμερα δεν ξεπερνούν τις 15.000 και από αυτά τα 1.000 είναι γαλακτοπαραγωγής.
Η Αρχόντισσα…έκανε το ποδαρικό
Το πρώτο ζώο που μπήκε στη φάρμα στη Χρυσοβίτσα Μετσόβου, «το ονομάσαμε “Αρχόντισσα” και ο πιο δυνατός επιβήτορας είναι ο Οδυσσέας», επισήμανε η κ. Τσοβίλη, προσθέτοντας ότι καθένα από τα 300 ζώα φέρει το δικό του όνομα και «τα θυμόμαστε όλα», τόνισε.
Σήμερα, η Φάρμα Μετσόβου, που στη Χρυσοβίτσα, μαζί με την καθετοποιημένη μονάδα, εκτείνεται σε 80 στρέμματα, διαθέτει 300 ζώα, εκ των οποίων τα 220 είναι «οι μαμάδες, που δίνουν 90 κιλά γάλα ετησίως έκαστη», τόνισε.
Επειδή οι δουλειές ανοίγουν και τα ζώα πολλαπλασιάζονται, «νοικιάσαμε άλλα 700 στρέμματα στην Αμφιλοχία Αιτωλοακαρνανίας. Έτσι κάναμε μια πολύ ωραία σύμμειξη για το γαϊδουρινό μας γάλα, με το κλίμα της θάλασσας και του βουνού», υπογράμμισε η κ. Τσοβίλη, αναφέροντας ότι «μέχρι στιγμής έχουμε επενδύσει 500.000 ευρώ, ιδία κεφάλαια στο σύνολό τους».
Όπως εξήγησε, «πήραμε τα ρίσκα μας, ρίξαμε ό,τι είχαμε και δεν είχαμε στη μονάδα μας. Λίγο, λίγο επενδύουμε και συνεχίζουμε να βάζουμε πολλά από τα χρήματα που βγάζουμε από τις άλλες μας δουλειές» και πρόσθεσε «για να πετύχει όμως κάποιος σε μια τέτοια δουλειά δεν είναι μόνο τα λεφτά που πρέπει να σκεφτεί. Κάναμε και κάνουμε πολλές θυσίες. Θυμάμαι, η κόρη μου στο ξεκίνημα τους εγχειρήματός μας έδινε πανελλήνιες και αντί να είμαι δίπλα της, διάβαζε μόνη της και έτρωγε ντελίβερι. Τότε έκλαιγε και μου έλεγε ότι είμαι άχρηστη μάνα», είπε συγκινημένη.
Σήμερα ο γιός της οικογένειας Μπούγια είναι στη Β΄Λυκείου και η κόρη τους φοιτά στο τρίτο έτος τεχνολογίας τροφίμων «και σήμερα μου λέει, μαμά μου τελικά είχες δίκιο που επένδυσες στο γαϊδουράκι. Είμαι περήφανη για εσένα».
Για να είσαι κτηνοτρόφος «πρέπει να μπορείς να αντέξεις να “χάσεις” φίλους, την ηρεμία σου και την ξεγνοιασιά σου. Είναι δύσκολη ενασχόληση, αλλά εγώ παρά τα όσα δύσκολα έζησα και ζω σαν άνθρωπος και μητέρα και σύζυγος, θα το ξαναέκανα. Το αγαπώ πολύ, πιστεύω πολύ στο γάλα γαϊδούρας, βλέπω τα ευεργετικά του οφέλη στον οργανισμό μου και σε όσους το έχουν εντάξει πλήρως στη διατροφή τους», επισήμανε.
Τα προϊόντα, νέα και παλιά, οι επιστροφές που μειώθηκαν στο 10% και η…δικαίωση
Στην Ελλάδα η εκτροφή γαϊδουριών γίνεται μόνο για το γάλα. Σε κάποιες χώρες της Αφρικής καταναλώνεται και το κρέας, ενώ το τυρί Pule Donkey είναι το πιο ακριβό παγκοσμίως. Η τιμή του ξεκινά από τα 1.000 ευρώ το κιλό και μπορεί να φτάσει ως τα 3.000 ευρώ. Για ένα κιλό τυρί απαιτούνται κοντά στα 25 λίτρα γάλα γαϊδούρας, η γεύση του είναι έντονα ξινή, η μυρωδιά του δυνατή και προς το παρόν για την ευρωπαϊκή αγορά παρασκευάζεται μόνο στη Σερβία και διατίθεται σε πολύ μικρό αριθμό γκουρμέ εστιατορίων που το χρησιμοποιούν σε σαλάτες.
Στη Φάρμα Μετσόβου, της οικογένειας Μπούγια, η οποία έκανε το ντεμπούτο της στην ελληνική αγορά τον Μάρτιο του 2016, παρασκευάζονται σήμερα τραχανάς -γλυκός και ξινός- χυλοπίτες και κριθαράκι από 100% γάλα βιολογικό και βιολογικό αλεύρι και σαπούνια θεραπευτικά, επίσης με όλη τη βάσης τους γάλα γαϊδούρας.
Το επόμενο διάστημα η οικογενειακή επιχείρηση, όπως προαναφέρθηκε, θα μπει και στον χώρο των καλλυντικών. «Με κρέμες προσώπου και σώματος, για αντιγήρασνη, αφρόλουτροπο, λοσιόν σώματος, κρέμα για ψωρίαση, τζελ καθαρισμού για τα σπυράκια, αλλά και την ακμή παιδιών. Όλα τα κάνουμε με ιατρικούς φακέλους, βρισκόμαστε στα δερματολογικά τέστ», είπε η κ. Τσοβίλη, προσθέτοντας ότι «τα σχέδιά μας δεν σταματούν ποτέ. Εξετάζουμε την παραγωγή γιαουρτιού και καραμέλας, αλλά και πολλά άλλα».
Στην ελληνική αγορά, τα προϊόντα της Φάρμας Μετσόβου βρίσκονται σε 400 βιολογικά καταστήματα και παραδοσιακά παντοπωλεία, ενώ κοσμούν και ράφια μεγάλης αλυσίδας σούπερ μάρκετ στην Αθήνα, σύμφωνα με την ίδια.
«Το γάλα γαϊδούρας είναι εφάμιλλο του μητρικού γάλακτος, με τεκμηριωμένες μελέτες και κανένας δεν το αμφισβητεί παγκοσμίως. Δεν αμφισβητείται επίσης ότι συνίσταται σε αλλεργικούς και όσους έχουν δυσανεξία στην λακτόζη», επισήμανε η κ. Τσοβίλη και στο πλαίσιο αυτό επισήμανε ότι «εάν ζητούσα κάτι από το κράτος, αυτό δεν θα ήταν λεφτά. Ζητώ στήριξη σε αυτή την παραγωγή. Κανείς δεν αναρωτιέται που πήγαν τα γαϊδουράκια, ποιος τα πήρε, τι τα κάνει; Ζητάμε από το κράτος τεκμηριωμένες μελέτες, γνώση και έρευνα επάνω στο γάλα όνου».
Λέγοντας δε ότι «το γάλα γαϊδούρας θα έπρεπε να πωλείται στα φαρμακεία, καθώς είναι ιατρικό φαρμακευτικό προϊόν», σημείωσε «πλέον μας αναζητούν και μας βρίσκουν μέσω ίντερνετ γονείς που τα παιδιά τους έχουν αλεργία. Αυτό για εμένα είναι δικαίωση».
«Η ζήτηση έχει αυξηθεί», επισήμανε, λέγοντας ότι «όταν μπήκε στο ράφι το γάλα γαϊδούρας της Φάρμας Μετσόβου, τον Μάρτιο του 2016, οι επιστροφές ήταν στο 80%, το 2017 πήγαμε στο 50% και σήμερα είμαστε στο 10%».
Μύθοι και αλήθειες
«Ο Ιπποκράτης χρησιμοποιούσε το γάλα γαϊδούρας για πολλές ασθένειες, όπως προβλήματα του ήπατος, μολυσματικές ασθένειες, πυρετούς, οιδήματα, δηλητηριάσεις και πληγές». «Είναι γνωστό ότι η φημισμένη για την ομορφιά της βασίλισσας Κλεοπάτρα της αρχαίας Αιγύπτου έκανε καθημερινά μπάνιο με γάλα γαϊδούρας. Σύμφωνα με τον μύθο, όπου κι αν ταξίδευε, έπαιρνε μαζί της απαραίτητα 500 γαϊδούρια, για να εξασφαλίζει την καθημερινή της τελετουργία, με σκοπό τη διατήρηση της νεότητας της επιδερμίδας της.
Η δεύτερη σύζυγος του Ρωμαίου Αυτοκράτορα Νέρωνα, η Poppaea Sabina, υιοθέτησε επίσης το ίδιο μυστικό ομορφιάς, όπως αναφέρεται και στην περιγραφή του Πλίνιου για τις ευεργετικές ιδιότητες του γάλακτος γαϊδούρας για το δέρμα. Ο Πλίνιος αναφέρει ότι: «Το γαϊδουρόγαλα σβήνει τις ρυτίδες στο δέρμα, το καθιστά πιο λεπτό και διατηρεί το λευκό του χρώμα. Είναι γνωστό ότι μερικές γυναίκες πλένουν το πρόσωπό τους με αυτό επτά φορές την ημέρα, με αυστηρότητα στον αριθμό αυτό».
Η αδελφή του Ναπολέοντα, Πωλίν, ήταν επίσης οπαδός του γάλακτος γαϊδουριών για τη φροντίδα του δέρματος. Ο Πλίνιος ο πρεσβύτερος συνιστά γάλα γαϊδούρας για την καταπολέμηση της δηλητηρίασης, τον πυρετό, την αδυναμία, τα αδύναμα δόντια, τα έλκη, το άσθμα και ορισμένες γυναικολογικές παθήσεις.