Το νέο τοπίο που διαμορφώνεται στις διμερείς σχέσεις Ελλάδας και Βόρειας Μακεδονίας, αλλά και στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων, μετά την κύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών,καθώς και τα επόμενα βήματα, σκιαγραφούν με συνεντεύξεις τους στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων πέντε διακεκριμένοι Έλληνες διεθνολόγοι. Ειδικότερα, οι Μαριλένα Κοππά, Δημήτρης Χριστόπουλος, Ηλίας Κουσκουβέλης, Κωνσταντίνος Φίλης και Χριστόδουλος Γιαλλουρίδης, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, φωτίζουν τις κομβικές πτυχές της Συμφωνίας των Πρεσπών, συνθέτουν συμφωνώντας αλλά και διαφωνώντας τις σημαντικές πολιτικές, οικονομικές και διεθνείς ψηφίδες του νέου μωσαϊκού που αναδύεται και δίνουν το στίγμα της επόμενης ημέρας, με το βλέμμα στραμμένο στην εφαρμογή της.
Παράλληλα, καταθέτουν τους προβληματισμούς και τα κύρια επιχειρήματα τους και απαντούν σε μια σειρά ερωτημάτων σε σχέση με τη σημασία της Συμφωνίας των Πρεσπών:
-Κλείνει μια σχεδόν 30χρονη περίοδος αντιπαράθεσης ή μπορεί να υπάρξουν και νέα προβλήματα;
-Θα εφαρμοστεί η συμφωνία απο τις δυο πλευρές και τη διεθνή κοινότητα;
-Τι θα αλλάξει στις διπλωματικές, οικονομικές, εμπορικές, πολιτιστικές σχέσεις των δυο χωρών;
-Θα συμβάλλει στην περαιτέρω σταθεροποίηση των Βαλκανίων και την αλλαγή του οικονομικού τοπίου στην ευρύτερη περιοχή;
-Μπορεί η Συμφωνία να αποτελέσει πρότυπο επίλυσης και άλλων διαφορών στην περιοχή μας;
Μαριλένα Κοππά: Η Συμφωνία των Πρεσπών σημαίνει την αρχή μιας νέας περιόδου ειρήνης και συνεργασίας
«Η Συμφωνία των Πρεσπών σημαίνει το τέλος μιας περιόδου σχεδόν 27 χρόνων έντασης, δυσκολιών, πόλωσης και αντεγκλήσεων. Σημαίνει την αρχή μιας νέας περιόδου ειρήνης και συνεργασίας για τις δύο χώρες αλλά και για την ευρύτερη περιοχή» τονίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η αναπληρώτρια καθηγήτρια του Τμήματος Διεθνών, Ευρωπαϊκών και Περιφερειακών Σπουδών του Παντείου Πανεπιστημίου και πρώην ευρωβουλευτής, Μαριλένα Κοππά.
Ερωτηθείσα πώς η διεθνής κοινότητα θα εναρμονιστεί με την απόφαση για αλλαγή ονομασίας, η κ. Κοππά αναφέρει πως θα αναγκαστεί να συμμορφωθεί «εφόσον υπάρχει συμφωνημένη απόφαση, δηλαδή κάτι που το δέχονται και τα δύο μέρη, το Συμβούλιο Ασφαλείας θα αναγκαστεί να τη χαιρετίσει». Σε αυτό το σημείο διαψεύδει κατηγορηματικά δημοσιεύματα που ανέφεραν ότι η Ρωσία μπορεί να βάλει βέτο: «Δεν μπορεί γιατί σύμφωνα με την ίδια τη Συμφωνία, η οποία παράγει αποτελέσματα από τη στιγμή που κυρώνεται από τις δύο πλευρές, το Συμβούλιο Ασφαλείας απλά χαιρετίζει και η Συμφωνία γνωστοποιείται στον Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών. Δεν υπάρχει καμία δυνατότητα μπλοκαρίσματος της Συμφωνίας. Αυτή τη στιγμή θα αναγνωριστεί με το νέο όνομα, καταργείται πλέον το πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, τα ταξιδιωτικά έγγραφά τους σταδιακά, μέσα στη μεταβατική περίοδο που έχει οριστεί, θα πάρουν το καινούργιο όνομα, “Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας” και θα χρειαστεί με αυτό το όνομα να κάνουν την αίτησή τους και στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ. Έτσι, σταδιακά το νέο όνομα θα κατοχυρωθεί και θα γίνει πια η νέα ονομασία του κράτους».
Επίσης, εκφράζει την πεποίθηση πως η Συμφωνία των Πρεσπών θα συμβάλλει στην περαιτέρω σταθεροποίηση των Βαλκανίων. «Τα τελευταία χρόνια αυτό που ζούμε στα Βαλκάνια – και το παρατηρούμε όλοι όσοι ασχολούμαστε με τις διεθνείς σχέσεις – είναι ότι νέοι παράγοντες επαναδραστηριοποιούνται στην περιοχή. Δεν είναι τυχαίο ότι το 2017 η Ύπατη Εκπρόσωπος της ΕΕ Φεντερίκα Μογκερίνι είχε πει ότι τα Βαλκάνια ξαναγίνονται η σκακιέρα όπου θα συγκρουστούν τα συμφέροντα των μεγάλων δυνάμεων. Τα Βαλκάνια ξαναποκτούν γεωστρατηγική σημασία. Η Ρωσία εμφανίζεται πάλι πιο ενεργά στην περιοχή, η Τουρκία προσπαθεί να εκμεταλλευτεί την επιρροή της σε διάφορους πληθυσμούς. Αυτή τη στιγμή, με αυτήν τη Συμφωνία, εξασφαλίζουμε την περιοχή, στεγανοποιούμε τα σύνορα μας από ξένες επιρροές και έχουμε τη δυνατότητα να αναλάβουμε αυτή τη χώρα, να τη βοηθήσουμε στο δρόμο προς την ΕΕ. Θα ήταν πολύ σημαντικά όχι μόνο να εκπαιδεύσουμε τα παιδιά σε ένα διεθνές πανεπιστήμιο στη Θεσσαλονίκη, όπου εκεί θα έρθουν πραγματικά σε επαφή με τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό και ευρύτερα την ελληνική κουλτούρα, αλλά να μπορέσουμε να αναλάβουμε να εκπαιδεύσουμε και στρατιωτικούς της χώρας αυτής. Δηλαδή, η φιλία και η συνεργασία είναι ο καλύτερος τρόπος για τη διασφάλιση της σταθερότητας» αναφέρει.
Η κ. Κοππά σκιαγραφεί στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων και το νέο οικονομικό τοπίο που διαμορφώνεται μετά την κύρωση της Συμφωνίας: «Θα ενοποιήσει όλο τον βαλκανικό χώρο και ουσιαστικά αν τα πράγματα προχωρήσουν όπως πιστεύουμε, θα αποτελέσει όλη η περιοχή μια βαλκανική ενδοχώρα για την Ελλάδα με πρωτεύουσα τη Θεσσαλονίκη. Αυτό το ζητούν μετ’ επιτάσεως οι επιχειρηματίες της Βόρειας Ελλάδας που ασφυκτιούσαν μέσα από τους σκληρούς ελέγχους και δυσκολίες που είχαμε με τη γειτονική χώρα. Τώρα έχουν όλη τη δυνατότητα πολυεπίπεδα να αναπτύξουν τις σχέσεις» σημειώνει.
Ακόμα, εκφράζει την πεποίθηση πως η Συμφωνία των Πρεσπών μπορεί να αποτελέσει πρότυπο επίλυσης και άλλων διαφορών στην περιοχή μας. «Για μια περιοχή που είναι γνωστή για τις συγκρούσεις και τα άλυτα προβλήματα, η Συμφωνία αυτή είναι η πρώτη καλή είδηση μετά από πολλά χρόνια. Νομίζω ότι μπορεί να αποτελέσει πρότυπο. Δεν είναι τυχαίο ότι από την Κύπρο το βλέπουν με πάρα πολύ ενδιαφέρον και υπήρξαν Κύπριοι αρθρογράφοι και καθηγητές οι οποίοι διατύπωσαν ακριβώς αυτή τη σκέψη: πώς μπορεί να βοηθήσει άλυτες συγκρούσεις στην ευρύτερη περιοχή. Το επόμενο μεγάλο θέμα είναι το Κόσοβο στα Βαλκάνια, πολύ δύσκολο θέμα κι αυτό. Αλλά νομίζω ότι η δυναμική που δημιούργησε η Συμφωνία των Πρεσπών ανοίγει νέες προοπτικές και για την επίλυση εκείνου του θέματος».
Η αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Πάντειο μιλά και για την επόμενη ημέρα στις σχέσεις Ελλάδας-πΓΔΜ.«Έχουμε ακόμα ένα πολύ μακρύ δρόμο, που κυρίως η πλευρά της Βόρειας Μακεδονίας πρέπει να αποδείξει έμπρακτα τη σοβαρότητα απέναντι στην υλοποίηση της Συμφωνίας. Γιατί αυτό θα μπορέσει να άρει και τις οποιεσδήποτε επιφυλάξεις, βάσιμες ή αβάσιμες, υπήρχαν στην Ελλάδα. Η ίδια η Συμφωνία προβλέπει αναλυτικά τα βήματα για τη δημιουργία επιτροπών για τα σχολικά βιβλία, για τη δημιουργία επιτροπών για τα εμπορικά σήματα. Βέβαια, υπάρχει η μεταβατική περίοδος, γιατί αυτά τα πράγματα δεν μπορούν να γίνουν από τη μία ημέρα στην άλλη. Σ Το θέμα των ταξιδιωτικών εγγράφων ή άλλων εγγράφων δίνεται ένα περιθώριο κάποιων χρόνων. Κι αυτό είναι λογικό. Σκεφτείτε όταν ενοποιήθηκε η Ανατολική με τη Δυτική Γερμανία, που μιλάμε ουσιαστικά για την ίδια χώρα, η οποία χωρίστηκε μόνο 45 χρόνια, χρειάστηκαν τέσσερα χρόνια για να ομογενοποιηθούν τα έγγραφα, για να μπορέσει να υλοποιηθεί πλήρως το πλαίσιο της συμφωνίας πάνω στο οποίο έγινε η ένωση των δύο Γερμανιών. Άρα χρειάζεται χρόνος, χρειάζεται συστηματική προσήλωση στη Συμφωνία και προσπάθεια κι από τις δύο μεριές. Γιατί οποιαδήποτε προσπάθεια να παρακαμφθεί η Συμφωνία, μόνο κακό μπορεί να κάνει στη σχέση των δύο χωρών και να δώσει ερείσματα σε αυτούς οι οποίοι είναι δύσπιστοι για τη βιωσιμότητα του εγχειρήματος» σημειώνει.
Τέλος, η κ. Κοππά υπογραμμίζει πως «νομίζω ότι η θέληση υπάρχει. Οι δύο χώρες είναι αποφασισμένες να προχωρήσουν μπροστά και ουσιαστικά να προχωρήσει μπροστά η Βαλκανική και είμαι πολύ αισιόδοξη».
Δημήτρης Χριστόπουλος: Η συμφωνία απελευθερώνει μία δυναμική συνεννόησης που ήταν παγωμένη
Ως «ένα πολύ μεγάλο κεφάλαιο της ειρηνικής επίλυσης των διαφορών στο Διεθνές Δίκαιο» και «μία πολύ σημαντική αρχή της ειρηνικής συνύπαρξης των κρατών», χαρακτηρίζει τη Συμφωνία των Πρεσπών ο καθηγητής στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας Παντείου Πανεπιστημίου, Δημήτρης Χριστόπουλος μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ. Η Συμφωνία αυτή, όπως τονίζει, «απελευθερώνει μια δυναμική συνενννόησης που ήταν παγωμένη, αποτελεί ένα επίτευγμα της διπλωματίας και των δύο κρατών» και ως τέτοιο «φυσικά είναι ένας συμβιβασμός» ανάμεσα στα δύο μέρη. «Συμβιβασμός που προκαλεί αναταραχή και ταραγμούς και στις δύο πλευρές» συμπληρώνει.
Ο κ. Χριστόπουλος απαντώντας στο πώς η διεθνής κοινότητα θα συμμορφωθεί με την απόφαση για αλλαγή της ονομασίας, σημειώνει πως είναι αυτή που πιέζει με κάθε τρόπο, εύλογο και μη, στην κατεύθυνση της επίλυσης αυτής της διαφοράς από τότε που αυτή η διαφορά υπάρχει. «Προβλέπεται, είναι δρομολογημένο νομοτεχνικά, ότι άπαξ και ολοκληρωθούν τα βήματα του οδικού χάρτη που προβλέπει η Συμφωνία των Πρεσπών- που ξεκινάει από το δημοψήφισμα στη γείτονα, τη συνταγματική αναθεώρηση και κλείνει με την κύρωση της και του πρωτοκόλλου ένταξης στο ΝΑΤΟ στη δική μας πλευρά-, τότε η διεθνής ονομασία της χώρας αλλάζει» επισημαίνει.
Σε ό,τι αφορά στη συμβολή της Συμφωνίας των Πρεσπών στην περαιτέρω σταθεροποίηση των Βαλκανίων, ο καθηγητής στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας Παντείου Πανεπιστημίου επαναλαμβάνει πως οτιδήποτε εντάσσεται στην ευρύτερη προβληματική της ειρηνικής επίλυσης των διαφορών, εντάσσεται και στη γεωπολιτική σταθεροποίηση μιας περιοχής, και μάλιστα όταν αυτή δεν φημίζεται για τη σταθερότητά της.
Εστιάζοντας στη Συμφωνία, αναδεικνύει ως βασική της ιδιαιτερότητα ότι συνιστά κάτι πρωτοφανές στην ιστορία του Διεθνούς Δικαίου: την άρνηση ενός κράτους να αποδεχτεί την ονομασία ενός άλλου. «Είναι πρωτοφανές διότι συνήθως τα κράτη αλλάζουν ονομασία- τις σπάνιες φορές που αλλάζουν- είτε επειδή τα ίδια το θέλουνε είτε επειδή ένας πόλεμος τα οδηγεί στην ταπεινή συμμόρφωση με τη βούληση των νικητών. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι το παράδειγμα της Αυστρίας».
Ο κ. Χριστόπουλος εκφράζει επίσης την άποψη πως «το πνεύμα της συνθήκης, η γραμμή της προσέγγισης και των αμοιβαίων συμβιβασμών προς την κατεύθυνση του κατευνασμού των παθών ένθεν κακείθεν των συνόρων μπορεί να αποτελέσει ένα μοντέλο και για άλλες τέτοιου τύπου συνομολογήσεις διεθνών συμβάσεων, όχι μόνο στην περιοχή μας αλλά και για αλλού».
Παράλληλα, εκτιμά πως δεν θα αλλάξει δραστικά το οικονομικό τοπίο και συμπληρώνει πως ούτως ή άλλως ο καπιταλισμός βρίσκει λύσεις πολύ πριν τα κεφάλια των θερμοκέφαλων και από τις δύο πλευρές των συνόρων αποφασίσουν να συμμορφωθούν ή όχι με τα αποτελέσματα μιας συμφωνίας. «Οι ελληνικές τράπεζες και τα ελληνικά κεφάλαια είναι ήδη εδώ και 25 χρόνια, δηλώνουν παρόν στη γειτονική μας δημοκρατία, παρά το γεγονός ότι το όνομα ήταν ακόμη μία εκκρεμότητα» λέει, εκφράζοντας την πεποίθηση ότι η Συμφωνία «θα δώσει μία δυναμική διότι θα απελευθερώσει έτσι δυνάμεις οι οποίες βρισκόντουσαν σε μία συστολή. «Πάντως ούτε οι ελληνικές τράπεζες και τα σούπερ μάρκετ εμποδίστηκαν από την εκκρεμότητα του ονόματος για να δραστηριοποιηθούν στη γείτονα, ούτε οι γείτονές μας εμποδίστηκαν από την εκκρεμότητα του ονόματος για να κάνουν τα μπάνια τους στην Χαλκιδική» συμπληρώνει.
Σε ερώτηση αν εκτιμά ότι θα υπάρξει αύξηση των εμπορικών συναλλαγών και τι θα γίνει με τα εμπορικά σήματα, ο κ. Χριστόπουλος αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ πως για τα εμπορικά σήματα προβλέπεται η σύσταση μιας μικτής επιτροπής η οποία θα αναλάβει να διευθετήσει ό,τι τυχόν διαφορά υπάρχει σχετικά με τη χρήση το όρου “Μακεδονικός” κ.λπ. Υπενθυμίζει ότι η ελληνική πλευρά δεν προσέρχεται μόνο με το δικό της θεσμικό οπλισμό στη Συμφωνία εδώ, αλλά και με τη θεσμική περιχαράκωση που της δίνει και το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης επί του προκείμενου. Ως εκτούτου, θεωρεί ότι στις λίγες φορές που πιθανόν θα προκύψουν ζητήματα εμπορικών σημάτων θα λυθούν χωρίς πολλά προβλήματα. Σε ό,τι αφορά τις εμπορικές συναλλαγές καθ’ αυτές, αναφέρει πως περιμένει από τη Συνθήκη να δώσει μια ώθηση.
Αναφερόμενος στις αλλαγές που φέρει η Συμφωνία στις μεταξύ των δύο κρατών διπλωματικές σχέσεις και εδρες των Γραφείων Συνδέσμων ο κ. Χριστόπουλος εξηγεί ότι θα υπάρξει μία περίοδος κατά την οποία θα ενταχθούν και θα οριστικοποιηθούν οι διπλωματικές θέσεις κασι προσθέτει: «Εγώ είμαι καθηγητής Πανεπιστημίου θα ήθελα πάρα πολύ να εντατικοποιηθεί η διεύρυνση και στο πεδίο της ακαδημαϊκής συνεννόησης με τέτοιου είδους μέτρα εμπιστοσύνης και είμαι βέβαιος ότι συνολικά, αν υπάρχει βούληση, τέτοιου είδους κινήσεις θα είναι το ερχόμενο κεφάλαιο στην κατεύθυνση της εδραίωσης του πνεύματος και του γράμματος της συμφωνίας. Αλλά γι’ αυτό πρέπει να υπάρχει βούληση από τις κυβερνήσεις των δύο κρατών. Το μόνο σίγουρο είναι πάντως ότι από μόνη της η συνομολόγηση της συμφωνίας απελευθερώνει μία δυναμική συνεννόησης, η οποία τόσα χρόνια βρισκόταν παγωμένη εξαιτίας της διαφοράς περί του ονόματος».
Τέλος, ο Δημήτρης Χριστόπουλος αναφέρθηκε και στις αλλαγές που θα δρομολογηθούν στον τομέα της εκπαίδευσης. «Οι αλλαγές στα σχολικά βιβλία και συνολικά οι αλλαγές στον τρόπο με τον οποίο οι δύο πολιτικές κοινότητες βλέπουν το παρελθόν τους, κατά την άποψή μου είναι από τα πολύ σημαντικά κεφάλαια στην κατεύθυνση της εδραίωσης του πνεύματος και του γράμματος στη Συμφωνία των Πρεσπών. Η συμφωνία προβλέπει τη σύσταση επιτροπής. Πιστεύω ότι υπάρχει πολλή δουλειά να γίνει εδώ και από τη μία και από την άλλη πλευρά των συνόρων. Πάντως η άλλη πλευρά ξεκινά ούτως ή άλλως με έναν περιορισμό, που προβλέπεται από την ίδια τη Συμφωνία, ότι ποτέ δεν ΘΑ μπορεί να ξανα-επιχειρήσει την οικειοποίηση του παρελθόντος της μακεδονικής αρχαιότητος. Αυτό λύνει τα χέρια, εφόσον υπάρχει καλή βούληση και από τα δύο μέρη, προκειμένου να έρθουμε σε μία καλύτερη συνεννόηση σε ό,τι αφορά τα ζητήματα που χωρίζουν τους δύο λαούς, κυρίως στο πεδίο της μετα-οθωμανικής Μακεδονίας. Γιατί το μακεδονικό πρόβλημα δεν είναι ένα πρόβλημα το οποίο μας έρχεται από την αρχαιότητα, μας έρχεται από τη διάρκεια της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Αν βγει από τη μέση ο ιδεολογικός βραχνάς της αρχαιότητας ο οποίος μας στοίχησε- σε μας και σε αυτούς- την τελευταία 15ετία, τότε νομίζω ότι έχουμε λιγότερη δουλειά, όχι όμως ασήμαντη. Θέλει πολλή δουλειά, για την οποία ευελπιστούμε ότι υπάρχουν άνθρωποι και από τις δύο πλευρές που έχουν να κάνουν αυτά που πρέπει προκειμένου να το ολοκληρώσουν» υποστηρίζει.
Ηλίας Κουσκουβέλης: Η Συμφωνία των Πρεσπών δημιουργεί συνθήκες για το μέλλον, υπό την προϋπόθεση ότι οι δύο πλευρές θα εφαρμόσουν και το γράμμα και το πνεύμα της συμφωνίας
Η συμφωνία δημιουργεί συνθήκες για το μέλλον υπό την προϋπόθεση ότι οι δύο πλευρές θα εφαρμόσουν και το «γράμμα και το πνεύμα» αυτής, λέει στο Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, Ηλίας Κουσκουβέλης.
«Θεωρώ ότι η συμφωνία ότι είναι μια έκφραση εμπιστοσύνης σε επίπεδο κυβερνητικό των δύο πλευρών, που δημιουργεί συνθήκες για το μέλλον, υπό την προϋπόθεση ότι θα επιχειρήσουν να εφαρμόσουν (οι δύο πλευρές) και το γράμμα και το πνεύμα της συμφωνίας. Διότι η όλη λογική είναι αφενός μεν να εγκαταλειφθεί αυτό που ονομάζουμε αλυτρωτισμό καθώς και η προσπάθεια οικειοποίησης πλευρών του ελληνικού πολιτισμού και από την άλλη η Ελλάδα να βοηθήσει στο να συμμετάσχει το γειτονικό κράτος στους διεθνείς οργανισμούς και προοδευτικά, μέσα από την πορεία προσαρμογής, στην “ευρωπαϊκή οικογένεια”», τονίζει ο κ. Κουσκουβέλης.
Εκφράζει, δε, την ελπίδα ότι οι αντίρροπες δυνάμεις που υπάρχουν «ειδικά στην πλευρά των Σκοπίων, να μην δημιουργούν διαρκώς ζητήματα σε σχέση με την εφαρμογή της συμφωνίας».
Αυτό που, όπως λέει ο καθηγητής του ΠΑΜΑΚ, είναι αναγκαίο την επομένη της συμφωνίας, είναι «να εκπονήσουμε μία πολιτική, η οποία αφενός θα υπάρχει για να παρακολουθεί την εφαρμογή της συμφωνίας εκ μέρους της άλλης πλευράς, από την άλλη πλευρά όμως να διασφαλίσει ότι το γειτονικό μας κράτος αλλά και τα υπόλοιπα κράτη στη ΝΑ Ευρώπη θα πορεύονται μαζί μας στον ευρωπαϊκό δρόμο».
Κι αυτό, διότι, όπως λέει ο κ. Κουσκουβέλης, «επί πολλές δεκαετίες δεν έχουμε μία συγκεκριμένη πολιτική», αλλά «δεν μπορούμε να τα αφήνουμε στην τύχη και όπως τα πράγματα έρθουν. Κάναμε τη συμφωνία, αλλά στην επόμενη μέρα θα πρέπει να εκπονήσουμε μία πολιτική μεσομακροπρόθεσμη».
Σε ό,τι αφορά την εφαρμογή της συμφωνίας από τη διεθνή κοινότητα, ο κ. Κουσκουβέλης εκτιμά ότι «τα δυτικά κράτη θα προχωρήσουν προς αυτή την κατεύθυνση καθώς η συμφωνία, όπως προκύπτει από τις μέχρι τώρα δηλώσεις γίνεται πολύ θετικά αποδεκτή», ωστόσο, όπως λέει, «υπάρχουν και κράτη τα οποία δεν είναι ικανοποιημένα από την επίτευξη αυτής της συμφωνίας και ενδεχομένως θα επιχειρήσουν να δημιουργήσουν προβλήματα».
Παρόλα αυτά, ο καθηγητής του ΠΑΜΑΚ δεν θεωρεί «ότι το εύρος των θεσμικών τους δυνατοτήτων (σ.σ. των παραπάνω κρατών) είναι μεγάλο, εντούτοις σε πολιτικό – οικονομικό επίπεδο ενδεχομένως να δούμε κινήσεις τους, οι οποίες θα δυσκολέψουν την υλοποίηση των προνοιών της συμφωνίας ή θα επιχειρήσουν να δημιουργήσουν κλίμα δυσπιστίας».
Ο κ. Κουσκουβέλης εκτιμά, επίσης, πως η συμφωνία μπορεί να συμβάλει -υπό προϋποθέσεις- στην περαιτέρω σταθεροποίηση των Βαλκανίων.
«Η συμφωνία», σημειώνει, «έχει ενοχλήσει κάποιες πολιτικές δυνάμεις περισσότερο στη Βουλγαρία, φαίνεται ότι από πλευράς Αλβανίας η συμφωνία γίνεται θετικά αποδεκτή, δεν έχουμε δει επίσης την επίσημη στάση ακόμα της Σερβίας, η οποία, για άλλους λόγους ενδεχομένως, μπορεί να μην είναι πολύ ικανοποιημένη. Ωστόσο, θεωρώ πως γενικότερα και εφόσον ελεγχθούν κάποιες “σκοτεινές δυνάμεις εθνικισμού” στη ΝΑ Ευρώπη, η συμφωνία μπορεί να συμβάλει σε μία γενικότερα μείωση των εντάσεων, αφού μπορεί να θεωρηθεί και ένα παράδειγμα ειρηνικής επίλυσης διαφορών».
Αναφορικά με την οικονομία και κατά πόσο μπορεί η συμφωνία να αλλάξει το τοπίο στην περιοχή, ο κ. Κουσκουβέλης επισημαίνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ: «Δεν μπορώ να εκτιμήσω πόσο μπορεί να αλλάξει το οικονομικό πεδίο διότι οι δυνάμεις της αγοράς θέλουν μεν σταθερότητα, την οποία προφανώς μία τέτοια συμφωνία προσφέρει, ωστόσο κινούνται με βάση την ευκαιρία που προσφέρει κάθε κράτος ή ποιες είναι οι επιχειρηματικές δυνατότητες οι οποίες προσφέρονται ή αναπτύσσονται. Υπό αυτή την έννοια η διαλεύκανση του τοπίου δημιουργεί δυνατότητες ώστε να αναληφθούν πρωτοβουλίες. Βεβαίως το γειτονικό μας κράτος θα τύχει ενισχύσεων από τους δυτικούς θεσμούς κι αυτό θα συμβάλει ως έναν βαθμό στη βελτίωση της οικονομικής κατάστασης του ίδιου»
Κωνσταντίνος Φίλης: «Να δώσουμε έναν άλλον αέρα στις διμερείς σχέσεις»
«Αναμφίβολα διαμορφώνονται οι προϋποθέσεις για να εξομαλυνθούν οι σχέσεις μεταξύ των δύο κρατών, θα έχουμε ούτως ή άλλως εγκαθίδρυση αντιπροσωπειών διπλωματικών σε έκαστη χώρα και νομίζω ότι το επόμενο βήμα, που είναι και το πιο σημαντικό, είναι αφενός αυτό της εφαρμογής της ίδιας της Συμφωνίας αφετέρου -και κυρίως- το να βρούμε τον τρόπο ώστε αυτή η Συμφωνία να λειτουργήσει επ’ αμοιβαία ωφέλεια για τις δύο χώρες», τονίζει ο διευθυντής ερευνών του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων (ΙΔΙΣ) Κωνσταντίνος Φίλης, μιλώντας στο Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων για την επόμενη μέρα μετά την ψήφιση της Συμφωνίας των Πρεσπών.
«Στην πραγματικότητα, επιλύοντας μία διαφορά, η οποία χρονίζει εδώ και τουλάχιστον 27 χρόνια, τουλάχιστον από την ίδρυση του γειτονικού κράτους και μετά, να δώσουμε έναν άλλον αέρα στις διμερείς σχέσεις», σημειώνει ο κ. Φίλης, υπογραμμίζοντας τη σημασία που έχει αυτή η πτυχή λόγω του υφέρποντα ανθελληνισμού στο εσωτερικό της γείτονος, που καλλιεργήθηκε την εποχή της κυριαρχίας Γκρούεφσκι, ο οποίος «χρέωνε στην Ελλάδα όλα τα δεινά που συνέβαιναν στη χώρα του».
«Αυτός ο ανθελληνισμός συν τω χρόνω θα μπορούσε να μετριαστεί και μετριάζοντάς τον, δημιουργούνται άλλες δυνατότητες και για τη δική μας επιρροή στη γειτονική χώρα και για την ανάσχεση της μεγάλης επιρροής τρίτων χωρών, όπως είναι η Τουρκία ή όπως είναι η Ρωσία», σημειώνει ο κ. Φίλης.
Αναφορικά, δε, με το πώς θα προχωρήσει η διαδικασία της αλλαγής ονόματος στη διεθνή κοινότητα, επισημαίνει: «Εφόσον τεθεί σε ισχύ η συνταγματική τροποποίηση, η οποία περιλαμβάνει και την αλλαγή του ονόματος “erga omnes” και εφόσον τα δύο μέρη θα ενημερώσουν τον ΟΗΕ, από εκείνη τη στιγμή τα κράτη τα οποία έχουν αναγνωρίσει σήμερα τη FYROM ωςΔημοκρατία της Μακεδονίας, θα πρέπει να την αναγνωρίσουν ως Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας. Ήδη το Ισραήλ προέβη σε μια έμμεση διόρθωση του ονόματος των γειτόνων από Μακεδονία σε Βόρεια Μακεδονία αλλά τύποις αυτό θα γίνει από τη στιγμή που η γειτονική χώρα ζητήσει στον ΟΗΕ την αλλαγή της συνταγματικής της ονομασίας».
Κληθείς να εκτιμήσει αν η ψήφιση της συμφωνίας μπορεί να συμβάλει στην περαιτέρω σταθεροποίηση των Βαλκανίων, ο κ. Φίλης, αφού επισημαίνει πως η κατάσταση, σήμερα, στα Βαλκάνια διακρίνεται από «κακή διακυβέρνηση» και είναι ρευστή και ασταθής, σημειώνει πως «οποιαδήποτε συμφωνία έρχεται να διευθετήσει μία χρονίζουσα διαφορά, ασφαλώς δίνει ένα πλαίσιο και κυρίως δίνει μια άλλη δυναμική».
«Δεν είμαι βέβαιος ότι αυτή η δυναμική θα αξιοποιηθεί επί παραδείγματι στη διαφορά μεταξύ Κοσόβου – Σερβίας ή οποιεσδήποτε άλλες από τις διαφορές που υφίστανται, αλλά σε κάθε περίπτωση μία τέτοια λύση δίνει τον τόνο, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και ως ένα μοντέλο διευθέτησης».
Σημειώνει, δε, ότι είναι ένας συμβιβασμός, «ο οποίος είναι ισορροπημένος και γι’ αυτό έχουμε και τις έντονες αντιδράσεις και στη μία και στην άλλη πλευρά, δεν είναι δηλαδή 99-1 υπέρ του ισχυρού» και προσθέτει πως «η διάθεση και η αποφασιστικότητα των δύο κυβερνήσεων να βρουν έναν κοινό παρανομαστή παρά τις δεδομένες διαφορές τους και να κάνουν τις αναγκαίες παραχωρήσεις, αυτή η διάσταση θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από τον διεθνή παράγοντα ως υπόδειγμα για την επίλυση άλλων διαφορών, που αυτή τη στιγμή αφορούν τα Δυτικά Βαλκάνια».
Σε ό,τι αφορά το πώς η συμφωνία μπορεί να αλλάξει το οικονομικό τοπίο στην περιοχή, ο κ. Φίλης αναφέρει -μεταξύ άλλων- ότι «από στρατηγική οικονομική παρουσία αυτή τη στιγμή εμείς απέχουμε (στη γειτονική χώρα), δεν βρισκόμαστε μέσα σε κανέναν κλάδο της οικονομίας που να μπορεί να μας δίνει ένα λόγο αλλά και ρόλο στα τεκταινόμενα» και αυτό, όπως σημειώνει, «είναι κάτι το οποίο πρέπει να διορθώσουμε» με πολλή δουλειά.
Στο πλαίσιο αυτό θεωρεί λογική την ίδρυση, με έδρα τη Θεσσαλονίκη, μέσα στα επόμενα χρόνια, μιας Γραμματείας Βαλκανικών Υποθέσεων αντί του υπουργείου Μακεδονίας – Θράκης, που θα μπορούσε να έχει «απευθείας αναφορά στον εκάστοτε πρωθυπουργό, θα ασχολείτο ακριβώς με αυτό το θέμα της οικονομικής, πολιτιστικής, εκπαιδευτικής παρουσίας της Ελλάδας και θα είχε ως στόχο να ενδυναμώσει την χώρα μας στην ευρύτερη περιοχή συνολικά».
Χριστόδουλος Γιαλλουρίδης : Η Ελλάδα δεν κερδίζει τίποτε από τη Συμφωνία των Πρεσπών, οφέλη υπάρχουν για τα Σκόπια, τους δυτικούς και το ΝΑΤΟ
Τα Σκόπια αποκτούν μια «διεθνή νομιμοποίηση» στο παγκόσμιο σύστημα κρατών, που «παρέχεται από την Ελλάδα», η οποία όμως «δεν κερδίζει τίποτε» από την κύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών, αναφέρει σε συνέντευξη του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο ομότιμος καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής του Παντείου Πανεπιστημίου Χριστόδουλος Γιαλλουρίδης. Ο κ. Γιαλλουρίδης εκτιμά ότι η Συμφωνία έχει οφέλη για τα Σκόπια, τους δυτικούς και το ΝΑΤΟ, αλλά όχι για τη χώρα μας και αμφισβητεί και την δυνητικά θετική επίδραση της στην οικονομική ανάπτυξη περιοχής.
“Για τα Σκόπια σημαίνει μια διεθνή νομιμοποίηση, που παρέχεται από την Ελλάδα, που είναι πολύ σημαντική για τη σταθερότητα της χώρας αυτής, την ευρωπαϊκή προοπτική της και την οικονομική ανάπτυξη της. Η Ελλάδα δεν κερδίζει τίποτε, γιατί ούτως ή άλλως είχαμε μια καλή σχέση με τα Σκόπια, πάντοτε, από τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου. Η Ελλάδα δεν είχε προβλήματα. Δεν ήταν αναγκαία η Συμφωνία των Πρεσπών για να κερδίσουμε την επικοινωνία και την οικονομική μας παρουσία στα Σκόπια, αυτή υπήρχε πάντοτε” τονίζει ο κ. Γιαλλουρίδης.
Σε ότι αφορά τη νέα ονομασία της γειτονικής χώρας, όπως προβλέπεται από τη Συμφωνία των Πρεσπών, ο κ. Γιαλλουρίδης επισημαίνει ότι “αναγκαστικά” θα χρησιμοποιείται στις διεθνείς επίσημες συναντήσεις, αλλά όχι και στην καθημερινότητα, στην επικοινωνία, στις επαφές.
«Στο “ταμπελάκι” στις διεθνείς συναντήσεις θα λέγεται Βόρεια Μακεδονία. Στη γλώσσα, τη διεθνοπολιτική, δηλαδή, στην επαφή, στην παρουσία στα διεθνή media θα είναι “ μακεδόνες”, με ελληνική υπογραφή πλέον. Υπήρξε, μέσα από τη Συμφωνία, εκχώρηση γλώσσας και ιθαγένειας” υποστηρίζει ο κ. Γιαλλουρίδης και προσθέτει : “Σε επίπεδο αντιπροσωπειών θα υπάρχει το ταμπελάκι, όπου θα λέγεται Βόρεια Μακεδονία, αναγκαστικά, δηλαδή, στις διεθνείς συναντήσεις, τις επίσημες. Αλλά στην πολιτική χρήση του όρου, που είναι πολύ πιο συχνή, στα ραδιόφωνα, στις τηλεοράσεις, στα ΜΜΕ, παντού θα είναι “ Μακεδονία”. Θα είναι μια παρουσία ταυτότητας “ μακεδονικής” διεθνώς. Τα κράτη είναι φορείς ταυτοτήτων».
Ο γνωστός διεθνολόγος αμφισβητεί επίσης την άποψη ότι η ψήφιση της Συμφωνίας των Πρεσπών, διά της εισόδου της γειτονικής χώρας στο ΝΑΤΟ, θα συμβάλλει στην περαιτέρω σταθεροποίηση των Βαλκανίων. «Δεν υπάρχουν προβλήματα στην περιοχή μας, τα οποία να επιλύσει ή να διορθώσει το ΝΑΤΟ. Τα Σκόπια δεν είχαν δημιουργήσει ποτέ προβλήματα με την Ελλάδα, ούτε και υπήρχε περίπτωση στο μέλλον. Τα προβλήματα με την Αλβανία δεν είναι αυτής της φύσης που να αντιμετωπίσει το ΝΑΤΟ. Η Σερβία είναι φιλική χώρα προς την Ελλάδα…. Εμείς, αντίθετα, διασαλεύουμε τις σχέσεις μας με τη Ρωσία – δεν είναι εχθρικές – αλλά δεν είναι αυτές που θα μπορούσε να είναι. Οι σχέσεις μας με τη Ρωσία ήταν διαχρονικά καλές».
Σε ερώτηση εάν μπορεί να χρησιμοποιηθεί αυτή η Συμφωνία ως πρότυπο επίλυσης διαφορών μεταξύ άλλων χωρών, ο κ. Γιαλλουρίδης απαντά αρνητικά. «Τα κράτη, όταν διαπραγματεύονται, διαπραγματεύονται για αμοιβαίο όφελος. Δεν διαπραγματεύονται για να δώσει το ένα στο άλλο, χωρίς να πάρει τίποτε. Διότι αμοιβαίο όφελος σε αυτή την περίπτωση δεν υπάρχει. Υπάρχει όφελος των Σκοπίων, υπάρχει όφελος των Δυτικών, υπάρχει όφελος του ΝΑΤΟ, δεν υπάρχει όφελος της Ελλάδας. Είναι παράδειγμα προς αποφυγή» υποστηρίζει.
Σε ό,τι αφορά το οικονομικό τοπίο στην ευρύτερη περιοχή μετά την υπερψήφιση της Συμφωνίας, ο κ. Γιαλλουρίδης ισχυρίζεται ότι η επίδραση της Συμφωνίας των Πρεσπών είναι αδιάφορη, τουλάχιστον για τα οικονομικά συμφέροντα της χώρας μας.
«Η Ελλάδα είχε και έχει οικονομική παρουσία στο χώρο των Βαλκανίων, δεν επηρεάζεται αυτό από τη Συμφωνία ή τη μη Συμφωνία. Οι Έλληνες επιχειρηματίες ήσαν και είναι παρόντες, δεν υπήρχαν αρνητικά αντανακλαστικά, υπήρχαν και υπάρχουν συναλλαγές και καλές σχέσεις».
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ