Ο Πρόεδρος της ΔΗΜΑΡ, Θανάσης Θεοχαρόπουλος, εισηγήθηκε πριν από λίγο στη Κεντρική Επιτροπή του κόμματος να αποφασίσει την υπερψήφιση της Συμφωνίας των Πρεσπών, όπως είχε εισηγηθεί νωρίτερα η Εκτελεστική Επιτροπή με πλειοψηφία (11 προς 5). Η μειοψηφία πρότεινε, ο ίδιος να απέχει της ψηφοφορίας ή να δηλώσει «παρών», υπενθυμίζοντας και την τελευταία απόφαση του κόμματος να συνδεθεί η ψήφος με τον ορισμό της ημερομηνίας των εκλογών.
Ο κ. Θεοχαρόπουλος ανέφερε μεταξύ άλλων στην εισήγησή του ότι ψήφιση της Συμφωνίας είναι πατριωτικό καθήκον καθώς είναι σε θετική κατεύθυνση.
«Παράταση του σημερινού τέλματος ενέχει τον κίνδυνο να εξυπηρετήσει μόνο τα Σκόπια, μέσα από τη de facto μονοπώληση του ονόματος «Μακεδονία». Διαχρονικά, εξάλλου, ο πολιτικός μας χώρος υπήρξε υπέρμαχος της επίλυσης του προβλήματος. Ήταν ο Λεωνίδας Κύρκος που το 1993 στο «Αδιέξοδο βήμα του Εθνικισμού» έγραφε για «μια ιστορική ευκαιρία που αν την «άρπαζε» η χώρα μας θα μπορούσε να αναβαθμίσει τη διεθνή της θέση για δεκαετίες». Ήταν ο Μιχάλης Παπαγιαννάκης που το 1992 έλεγε ότι «οι υπερβολές και οι παλικαρισμοί στα εθνικά θέματα έχουν στο παρελθόν οδηγήσει σε «απρόβλεπτες» για τους υπαίτιους καταστροφές».Με αυτή την παρακαταθήκη θα συνεχίσουμε να πορευόμαστε», επεσήμανε ο πρόεδρος της ΔΗΜΑΡ.
Ο κ. Θεοχαρόπουλος τόνισε ότι «αυτός είναι ο πατριωτισμός μιας αληθινά προοδευτικής παράταξης και όχι η υιοθέτηση μιας ρητορικής που χαϊδεύει αυτιά και φλερτάρει με νεοσυντηρητικές και εσωστρεφείς αντιλήψεις που ουσιαστικά φέρνουν το αντίθετο από το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα» ενώ επικαλέστηκε την ανάλογη καθαρή στάση για υπερψήφιση της Συμφωνίας από τον Σταύρο Θεοδωράκη, τον Σπύρο Λυκούδη και τον Γιώργο Παπανδρέου.« Τη δική μου θέση εξάλλου υπέρ της Συμφωνίας την εξέφρασα καθαρά και στο τελευταίο Πολιτικό Συμβούλιο του Κινήματος Αλλαγής», είπε ο πρόεδρος της ΔΗΜΑΡ και συμπλήρωσε: «Η ιστορία καταγράφει και αξιολογεί όσους παίρνουν καθαρή θέση. Και στο πλαίσιο αυτό είναι θετικό γεγονός ότι όλο και περισσότερες δυνάμεις από το προοδευτικό κέντρο και την ανανεωτική μεταρρυθμιστική αριστερά. Και είναι σαφές ότι όλες αυτές οι δυνάμεις στηρίζουμε την επίλυση του Μακεδονικού και όχι την κυβέρνηση.
Επεσήμανε ακόμη ότι αυτή είναι η πραγματικά πατριωτική στάση προς όφελος των εθνικών συμφερόντων σε μια τόσο κρίσιμη περίοδο. Όπως έχει δείξει και η πρόσφατη ευρωπαϊκή εμπειρία, οι υποχωρήσεις απέναντι στον εθνικισμό και τον λαϊκισμό τροφοδοτούν την άνοδο των εθνικολαϊκιστικών και όχι των προοδευτικών δυνάμεων.
Εμμέσως πλην σαφώς ο Θανάσης Θεοχαρόπουλος απάντησε στη Φώφη Γεννηματά που δήλωσε ότι όποιος διαφοροποιηθεί από το Κίνημα Αλλαγής θα έχει συνέπειες, λέγοντας ότι «δεν είναι δυνατόν να μην γίνονται σεβαστές οι θέσεις των κομμάτων που συγκροτούν το Κίνημα Αλλαγής, ειδικά απ’ όσους υποστήριξαν τη διατήρηση της πολυκομματικότητας. Την ανανεωτική αριστερά δεν είναι δυνατόν να την επικαλούμαστε μόνο σε επίπεδο ρητορικής όταν αναφερόμαστε στις δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας, της ανανεωτικής αριστεράς και του προοδευτικού κέντρου. Ο χώρος της ανανεωτικής αριστεράς έχει ιδέες, αρχές, αξίες και θέσεις και με αυτές συμμετέχουμε στο Κίνημα Αλλαγής. Οι διαφορετικές προσεγγίσεις και μάλιστα σε εθνικά θέματα δεν μπορεί να αντιμετωπίζονται υπό την απειλή συνεπειών. Με καθαρή θέση και τη μέγιστη δυνατή ενότητα το κόμμα μας θα πετύχει τους στόχους του». Πρόσθεσε μάλιστα ότι «στόχος είναι η πρόσθεση και πολλαπλασιασμός των δυνάμεων και όχι η αφαίρεση και η διαίρεσή τους. Το Κίνημα Αλλαγής οφείλει να αξιοποιήσει τη θέση μας και στο Μακεδονικό, ώστε να εκφραστούν και εκείνοι οι κεντροαριστεροί και προοδευτικοί πολίτες που είναι υπέρ της συμφωνίας και κατά της κυβέρνησης. Όπως τα καταφέραμε το 2015, το ίδιο θα κάνουμε και τώρα για να μείνουν ζωντανές οι ιδέες μας. Με γνώση των δυσκολιών, με πίστη στη συλλογικότητα και με αποφασιστικότητα. Σε αυτές τις δύσκολες ώρες για την χώρα με ανοιχτά εθνικά ζητήματα και την οικονομική κρίση στην κορύφωσή της, ο τόπος χρειάζεται μια μεγάλη Κεντροαριστερά, μία ισχυρή προοδευτική παράταξη. Εμείς παραμένουμε προσηλωμένοι σε αυτή την προοπτική για να υπάρξουν απαντήσεις και λύσεις στα προβλήματα της χώρας».
Κατηγόρησε την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και της ΝΔ πως αντιμετωπίζουν τα εθνικά θέματα υπό το πρίσμα ενός στείρου δικομματισμού και μιας επικοινωνιακής διαχείρισης της πραγματικότητας. «Δυστυχώς, όμως, η συζήτηση στη χώρα μας διεξάγεται σε ένα ζοφερό κλίμα. Τεχνητή πόλωση, διχασμός, άγονες συγκρούσεις δημιουργούν ένα εκρηκτικό μείγμα που υπονομεύει την συζήτηση. Κυβέρνηση και αξιωματική αντιπολίτευση φέρουν ακέραια την ευθύνη γι’ αυτή την κατάσταση. Τα πράγματα θα ήταν τελείως διαφορετικά, αν η κυβέρνηση είχε επιδιώξει από την αρχή τη συναίνεση όλων των κομμάτων του δημοκρατικού τόξου. Η κυβέρνηση και σε αυτό το θέμα φρόντισε να ενεργήσει μονομερώς, με ελάχιστη πληροφόρηση προς τα κόμματα και τους πολίτες χωρίς την απαραίτητη εθνική συνεννόηση και επιχειρώντας να αξιοποιήσει ένα εθνικό ζήτημα με μικροκομματική στόχευση. Από την άλλη, η ΝΔ σταδιακά διολίσθησε σε μια αδικαιολόγητη ρητορική, μακριά από την εθνική θέση. Υποχωρεί απέναντι στον εθνικολαϊκισμό, επιχειρώντας να κερδοσκοπήσει εκλογικά. Η ΝΔ, που φέρει διαχρονικά την κύρια ευθύνη για τη δημιουργία αυτού του ζητήματος με τις συνεχείς υπαναχωρήσεις της, αντί να συμβάλλει στη διαμόρφωση μιας εθνικής γραμμής, επιχειρεί να καβαλήσει το κύμα του νέου εθνικολαϊκισμού των συλλαλητηρίων. Εξάλλου, με τον ίδιο τρόπο είχε επιχειρήσει και ο ΣΥΡΙΖΑ να καβαλήσει το κύμα του αντιμνημονιακού λαϊκισμού», υποστήριξε ο κ. Θεοχαρόπουλος.
ΑΠΕ – ΜΠΕ