Του Στάθη Γουργουρή*
Εδώ και κάμποσους μήνες προσπαθώ να διατηρήσω μια ψύχραιμη αντιμετώπιση του πολιτικού κλίματος της χώρας, παρότι, ομολογώ, έφτασα στα όριά μου επανειλημμένως. Περνώντας, όμως, από τη Θεσσαλονίκη προ ημερών, πραγματικά απηύδησα με την αφισοκόλληση πολιτικών προσώπων που φέρονται ως εγκληματίες και γίνονται στόχοι για κυνηγούς κεφαλών με την πιο ακραία λογική του Φαρ Ουέστ.
Για να είμαστε ξεκάθαροι, όχι μόνο υποστηρίζω τη Συμφωνία των Πρεσπών, αλλά είμαι υπερήφανος, ως Ελληνας πολίτης, που επιτέλους μια ελληνική κυβέρνηση έδειξε τέτοια πυγμή στον διεθνή στίβο της γεωπολιτικής, αγνόησε με τεράστιο θάρρος τη μικρόνοια της ενδοσκοπικής εθνικής μικροπολιτικής και ανέλαβε την ευθύνη να ηγηθεί εκτός των συνόρων. Επιτέλους! Περιμένουμε δεκαετίες για μια τέτοια κίνηση, από τότε που ο κύριος Σαμαράς, ως υποδειγματικά ιδιοτελής τυχοδιώκτης, εγκλώβισε την Ελλάδα σε μια ηλίθια περιπέτεια.
Εκτοτε, κυβερνήσεις επί κυβερνήσεων, όλες αδιακρίτως βροντοφωνώντας το όνομα του εκσυγχρονισμού, σιγοντάρισαν σε αυτή την καταστροφική ηλιθιότητα, η οποία διέσυρε τη χώρα μας διεθνώς, καθότι 130 χώρες αναγνώρισαν τη γειτονική χώρα με το όνομα Μακεδονία, σε βαθμό μάλιστα που, την επομένη της Συμφωνίας, συντάκτης της πιο προοδευτικής βρετανικής εφημερίδας «Γκάρντιαν» αναρωτήθηκε «μα τι έκανε η Ελλάδα και ανάγκασε τη Μακεδονία να αλλάξει όνομα;»!
Προφανώς, οι δεκαετίες που περάσαμε με αυτό το βάσανο της εκκρεμότητας να μας τυραννά έχουν δημιουργήσει πρωτοφανή αυτοεγκλεισμό στο σκεπτικό ενός μεγάλου μέρους του πληθυσμού, το οποίο φέρεται σαν να έχει κολλήσει σε ένα βιντεοπαιχνίδι που αντανακλά αποκλειστικά τις ίδιες του τις εμμονές, επιφέροντας έτσι μια τεράστια άγνοια της ιστορίας (του παρόντος αλλά, ως εκ τούτου, και του μακρινού παρελθόντος). Κάθε εθνικισμός συνεπάγεται διαστρέβλωση της ιστορίας και, στην αναγκαία μισαλλοδοξία του, προφανώς και οδηγεί στην αυτοτύφλωση. Στη δική μας την περίπτωση, όμως, μπορεί να έχουμε σπάσει το ρεκόρ αυτοκαλλιεργημένου στρουθοκαμηλισμού.
Γι’ αυτό και η πρωτοβουλία της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ να αναλάβει την ευθύνη να απελευθερώσει τη χώρα από αυτό το σύμπλεγμα και να την επαναφέρει στην επιφάνεια είναι ακόμη πιο μεγαλειώδης.
Και οι βουλευτές που στέκονται στην πρώτη γραμμή στήριξης αυτής της συμφωνίας είναι ήρωες. Ιδιαίτερα όταν αντιμετωπίζουν τέτοια κύματα βίας –απειλές προσωπικές σε τηλέφωνά τους, βρισιές και προπηλακισμούς σε δημόσιους χώρους, ακατονόμαστες εκφράσεις εναντίον τους σε κοινωνικά μίντια και σε οργανωμένες από τη Χρυσή Αυγή σχολικές εκδηλώσεις, χλεύη και μίσος από συναδέλφους βουλευτές στα τηλεοπτικά παράθυρα, αλλά ακόμα και από το βήμα της Βουλής. Η βουλευτής και υπουργός Κατερίνα Παπακώστα κατήγγειλε ότι έλαβε προσωπικά μηνύματα στο τηλέφωνό της με εικόνες από πολτοποιημένα κεφάλια γυναικών!
Οταν ο πρωθυπουργός κατήγγειλε τέτοιες πρακτικές στη Βουλή –αναφερόμενος και ονομαστικά στην κυρία Παπακώστα– και κάλεσε τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης να στηλιτεύσει εξίσου, παρέλαβε ίδιου τρόπου χλεύη. Και διερωτώμαι: Τι είδους δημοκρατία έχουμε, όταν ένα μεγάλο μέρος του πολιτικού κόσμου φέρεται με τέτοια ασέβεια προς την εκλεγμένη κυβέρνηση ενός λαού;
Τι είδους δημοκρατία έχουμε, όταν σύσσωμη η αντιπολίτευση –η οποία, σημειωτέον, υπερηφανεύεται ότι πρεσβεύει τον φιλελεύθερο εκσυγχρονισμό, τον ευρωπαϊσμό– σιωπά και προστατεύει (για να μη πω καθαρά ότι υποθάλπει) τέτοιες ύβρεις εναντίον μιας εκλεγμένης κυβέρνησης; Πώς μπορεί ο αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας, απόφοιτος του Χάρβαρντ και περήφανος για την πολιτισμική του ευγένεια, να επιτρέπει τέτοιες ενέργειες να ταυτίζονται με την παράταξή του; Και όχι μόνον να επιτρέπει, αλλά να τους δίνει δικαίωση και βάση, να τις πυροδοτεί περαιτέρω, με την επαίσχυντη απαξίωση που δείχνει σε βουλευτές και υπουργούς της κυβερνητικής παράταξης, αλλά και στον ίδιο τον πρωθυπουργό της χώρας μέσα στη Βουλή των Ελλήνων.
Η χλεύη του πολιτικού αντιπάλου, η καλλιέργεια της μισαλλοδοξίας ως δόγματος, η άρνηση κάθε συνεργασίας ακόμη για θέματα εθνικού συμφέροντος, οι προσωπικές ad hominem επιθέσεις, η απαγόρευση προσωπικής πρωτοβουλίας ή πράξης κατά συνείδησιν, ο αναίσχυντος σεξισμός («έχετε ερωτευθεί τον κύριο Τσίπρα, κυρία Παπακώστα;»), οι εξαγγελίες και υποσχέσεις εκδίκησης (ποινικής, κοινωνικής, οικονομικής) άμα τη αναλήψει της εξουσίας, το μίσος –το μίσος, επαναλαμβάνω– με όρους ανερυθρίαστα εμφυλιακούς, έχουν πλέον καταλύσει οιανδήποτε έννοια δημοκρατίας στην αντιπολίτευση.
Η Νέα Δημοκρατία είναι πια ένα ψευδώνυμο. Εχοντας πια πετάξει τον μανδύα του φιλελευθερισμού, ο λόγος και οι πρακτικές αυτής της παράταξης (αλλά και των τριγύρω μικροπαρατάξεων που από δειλία και ιδιοτέλεια τη σιγοντάρουν), ιδιαίτερα δε με την αθρόα μιντιακή αναπαραγωγή τους, δεν είναι τίποτε λιγότερο από την αποθέωση ενός ακροδεξιού λαϊκισμού. Καλωσορίστε τους φορείς του τραμπισμού εν Ελλάδι.
* καθηγητής Συγκριτικής Λογοτεχνίας και Κοινωνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών