Του Αλέκου Α. Ανδρικάκη andrikakisalekos@gmail.com
Είναι η εποχή που ο Νίκος Καζαντζάκης γνωρίζει από πολύ κοντά τις ιδέες του Λένιν, αλλά και το επαναστατικό πείραμα που εφαρμόζεται στη νεαρή Σοβιετική Ρωσία. Τον Οκτώβριο και τον Νοέμβριο του 1927 βρίσκεται στην αχανή χώρα, προσκεκλημένος της ρωσικής κυβέρνησης, για τον εορτασμό των δέκα χρόνων από την Οκτωβριανή Επανάσταση.
Εκεί συναντά τον Ελληνορουμάνο συγγραφέα Παναΐτ Ιστράτι, με καταγωγή από την Κεφαλονιά, τον άνθρωπο που αργότερα παρουσίασε το έργο του στη Γαλλία. Γυρίζουν μαζί τη Σοβιετική Ρωσία, διαμορφώνουν μια αντίληψη για τα όσα εξελίσσονται στη χώρα. Λίγο μετά, στις 11 Ιανουαρίου 1928, ο «Εκπαιδευτικός Όμιλος», ο φορέας των προοδευτικών διανοουμένων, οργανώνει στο θέατρο «Αλάμπρα» εκδήλωση για τις εμπειρίες από το σοβιετικό πείραμα, με ομιλητές τον Ιστράτι, τον Καζαντζάκη και τον μεγάλο παιδαγωγό Δημήτρη Γληνό. Ο Ιστράτι βρίσκεται ήδη στην Ελλάδα, προσκεκλημένος από την εφημερίδα «Ελεύθερον Βήμα». Στην εκδήλωση μιλά πρώτος ο Γληνός, μετά ο Καζαντζάκης και στο τέλος ο Ιστράτι, που ξεσηκώνει τα πλήθη καθώς ο λόγος του είναι χαρισματικός. Έτσι, άλλωστε, χαρισματικό περιέγραψε τον Ελληνορουμάνο στοχαστή ο ίδιος ο Καζαντζάκης στη δική του ομιλία. Μετά το τέλος των ομιλιών, η εκδήλωση μετατρέπεται σε μια μεγάλη διαδήλωση στους δρόμους της Αθήνας! Απ’ τα δημοσιεύματα των εφημερίδων την επόμενη ημέρα, που αναφέρουν, στην ουσία, ότι έγινε μια… αντεθνική εκδήλωση και οι λόγοι των τριών ήταν αντίστοιχα κατά της Ελλάδας, παρεμβαίνει ο εισαγγελέας που διατάσσει την αστυνομία να διενεργήσει έρευνα. Το αποτέλεσμα είναι να διωχθούν, μέσα σε αντιδράσεις των προοδευτικών διανοουμένων, οι τρεις.
Ο Ιστράτι απελαύνεται, ενώ οι Καζαντζάκης και Γληνός οδηγούνται σε δίκη αλλά αθωώνονται. Η δίκη θα γίνει στις 3 Απριλίου, χωρίς την παρουσία του Καζαντζάκη, ο οποίος βρισκόταν στο Κίεβο. Και οι δυο τους θα αθωωθούν.
Τα δημοσιεύματα
«Υπό την σκέπην του Εκπαιδευτικού Ομίλου ο Π. Ιστράτι ύμνησε τον κομμουνισμόν και καθύβρισε τους διανoούμενους πλέξας το εγκώμιον της Τσέκας. Το χθεσινόν αίσχος», έγραφε στην πρώτη σελίδα του το «Εμπρός» παρουσιάζοντας το ρεπορτάζ της εκδήλωσης. Πρωτοσέλιδο παρουσίασε και άρθρο για το ίδιο θέμα υπό τον τίτλο «Υπό την σημαίαν της ανταρσίας». «Ό,τι ήρχισεν προ ετών πολλών εις τον Βόλον με τον Δελμούζον κηρύσσοντα την αθεΐαν, συνεπληρώθη χθες εις την Αλάμπραν με τον Γληνόν και τον Καζαντζάκην ψάλλοντας την τρίτην Διεθνή ομού μετά του Γαλλορουμάνου αλήτου, του τολμήσαντος εις στιγμήν κραιπαλώδους ενθουσιασμού δια τους βρυχηθμούς των μαινομένων “συντρόφων” ν’ αποκαλέση “πουλημένα τομάρια” τους Έλληνας διανοουμένους οίτινες δεν ηθέλησαν να χειροκροτήσουν τας σφαγάς τας διαπραχθείσας εις την Ρωσίαν εν ονόματι δήθεν των ελευθεριών του ανθρώπου», ανέφερε στο άρθρο η εφημερίδα. Την επομένη το «Εμπρός» επέμενε στο θέμα και στο κεντρικό πρωτοσέλιδο εμφάνιζε τον Καζαντζάκη και τον Ιστράτι να συμμετέχουν σε μια δήθεν σχεδιαζόμενη από τη Σοβιετική Ρωσία κινηματογραφική ταινία η οποία θα διακωμωδούσε την επανάσταση του 1821! Τίτλος του θέματος αυτού, «Η ελληνική Επανάστασις διακωμωδουμένη από τα Σοβιέτ. Το έργον ανέλαβον οι κ.κ. Καζαντζάκης και Ιστράτι;» στην πρώτη σελίδα είχε και άλλα σχετικά με την εκδήλωση ρεπορτάζ. Με αφορμή τη συμπαράσταση πολλών διανοουμένων στον Ιστράτι και στους δύο Έλληνες στοχαστές για τις επιθέσεις που τους έγιναν από πολλές εφημερίδες, το «Εμπρός» συνέχιζε να τους καταγγέλλει για αντεθνικό κήρυγμα, και να σημειώνει: «Το κήρυγμα του Παναΐτ Ιστράτι και η εχθρότης κατά των διανοουμένων. Ο μπολσεβικισμός γενική κατάπνιξις της σκέψεως». Το «Σκριπ» στις 14 Ιανουαρίου 1928 χαρακτήριζε τον Καζαντζακη κομμουνιστή, γράφοντας «Διετάχθη η δίωξις του Παναΐτ Ιστράτι και των κομμουνιστών». Φυσικά δεν ήταν όλες οι εφημερίδες κατά των τριών ομιλητών. Τους στήριξαν, μεταξύ άλλων, ο «Ριζοσπάστης», η «Πρωία» αλλά και άλλες εφημερίδες της εποχής. Μάλιστα η «Πρωία», μέρες πριν την οργάνωση της εκδήλωσης, δημοσίευε στην πρώτη σελίδα σειρά άρθρων του Νίκου Καζαντζάκη με τον γενικό τίτλο «Εντυπώσεις από τη Σοβιετική Ρωσία», που στην ουσία ήταν όσα είπε εκείνη την ημέρα στο «Αλάμπρα» ο μεγάλος Κρητικός, γραμμένα φυσικά περισσότερο αναλυτικά και εκτεταμένα.
Η στήριξη των διανοουμένων
Η εχθρική αντιμετώπιση των περισσότερων εφημερίδων απέναντι στον Ιστράτι, που ήταν και φιλοξενούμενος, προκάλεσε, όπως προαναφέραμε, την αντίδραση πολλών Ελλήνων διανοουμένων, που με κοινή τους δήλωση εξέφρασαν τη συμπαράστασή τους. «Επειδή η στάση αυτή προσβάλλει τη διανόηση και τον πολιτισμό του τόπου μας, αναγκαζόμαστε να διαμαρτυρηθούμε εντονώτατα για ό,τι τελευταίες αυτές μέρες δημοσιεύτηκε σε αρκετές Αθηναϊκές εφημερίδες», έγραφαν μεταξύ άλλων. Το κείμενο υπέγραφαν, ανάμεσα σε άλλους, ο Φώτης Κόντογλου, ο Κώστας Ουράνης, ο Κωστής Μαστιάς, ο Φ. Πολίτης, ο Άλκης Θρύλλος, ο Ναπ. Λαπαθιώτης,
Η ομιλία του Ν. Καζαντζάκη
Στην ομιλία, που προκάλεσε τη σύλληψη και δίωξή του, ο Καζαντζάκης αναφέρθηκε στην εμπειρία του από το ταξίδι του στη Σοβιετική Ρωσία. Αλλά κατέθεσε και τα συμπεράσματά του για το πείραμα που είχε ξεκινήσει το 1917 ο Λένιν και μετά το θάνατό του συνέχισαν ο Στάλιν και ο Τρότσκι. Ο Καζαντζάκης, επέστρεψε ως θιασώτης όσων εξελίσσονταν στη νεαρή και μεγάλη χώρα. Με ελπίδες ότι το νέο κράτος που διαμορφωνόταν θα έφερνε μια άλλη παγκόσμια πραγματικότητα, που θα αμφισβητούσε το διεθνές σκηνικό, αφού θα ξεσήκωνε και άλλους λαούς, αλλά και θα συνέβαλε στο να επικρατήσει η ειρήνη, σε μια εποχή που ήταν ταραγμένη, ούτως ή άλλως. Το εντυπωσιακό δεν είναι ότι ο μεγάλος στοχαστής μίλησε ως οπαδός του Λένιν και της σοσιαλιστικής εφαρμογής που επιχείρησε. Αυτό είναι γνωστό. Το εντυπωσιακό είναι ότι από τότε, όταν άλλοι μιλούσαν για θρίαμβο των σοσιαλιστικών ιδεών και άλλοι, οι ιδεολογικοί αντίπαλοι, πολεμούσαν σφοδρά το νέο κράτος (πολλές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις συμμετείχαν στην προσπάθεια στρατιωτικής επέμβασης για την ανατροπή της σοβιετικής κυβέρνησης, λίγο μετά την επανάσταση), εκείνος επεσήμανε τους κινδύνους να διαστρεβλωθεί και να λοξοδρομήσει η προσπάθεια. Και μάλιστα εντόπιζε ακριβώς τα στοιχεία που στη συνέχεια έγιναν η αιτία να ξεφύγει η σοβιετική κοινωνία από το δρόμο της. Δηλαδή, την κομματική γραφειοκρατία και τους «κομματικούς προύχοντες» που γέννησε και εξέθρεψε το νέο καθεστώς. Κι όλα αυτά πολύ νωρίς. Ταυτόχρονα, με την ίδια ομιλία, εντόπιζε τη διαπάλη του διαδόχου του Λένιν, Στάλιν, με τον Τρότσκι. Λίγο μετά αυτή η διαπάλη, αρχικά ιδεολογική, θα κορυφωθεί. Ο Στάλιν θα γίνει ο πανίσχυρος ηγέτης, που θα διώξει χιλιάδες Σοβιετικούς πολίτες, με πρώτο τον Τρότσκι, που θα διαφωνήσει μαζί του. «Δύο είναι οι μεγάλοι κίντυνοι που απειλούν τη Σοβιετική Ρωσία», έλεγε στην ομιλία του στις 11 Ιανουαρίου 1928 ο Νίκος Καζαντζάκης. «Ο ένας είναι εσωτερικός: οι νέες αστικές τάξεις που σχηματίζονται κάτω από την προστασία της Νέας Οικονομικής Πολιτικής (σ. σ.: του προγράμματος οικονομική ανόρθωσης που εφάρμοσε ο Λένιν από το 1921). Κουλάκοι, Νέπμαν, γραφειοκράτες. Ο άλλος κίντυνος είναι εξωτερικός: ο παγκόσμιος πόλεμος».
Και δεν έπεσε έξω. Ο παγκόσμιος πόλεμος που ανέφερε ήταν ουσιαστικά ο οικονομικός ανταγωνισμός, η διεθνής πίεση της παγκόσμιας καπιταλιστικής κοινότητας απέναντι στη Σοβιετική Ρωσία, που δεν έπαψε ποτέ. Και ήταν τεράστιο πρόβλημα, ειδικά στα πρώτα χρόνια της οργάνωση της σοβιετικής κοινωνίας και οικονομίας. Ενώ ο άλλος κίνδυνος, ο εσωτερικός, με την ανάπτυξη νέων προνομιούχων, κομματικών γραφειοκρατών, μιας νέας τάξης που θα μπορούσε να ευνοηθεί σε βάρος των πραγματικά φτωχών στρωμάτων, έγινε πραγματικότητα μετά από λίγα χρόνια και αργότερα οδήγησε στον εκφυλισμό και την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης. Οι κουλάκοι που αναφέρει είναι οι ιδιοκτήτες γης, οι μεγάλοι γαιοκτήμονες. Ενώ οι νέπμαν η νέα οικονομική τάξη των εμπόρων και των βιομηχάνων, που, όπως έλεγε εκείνη την ημέρα ο Καζαντζάκης, «πλουτίζουν αναίσχυντα» με την προστασία της Νέας Οικονομικής Πολιτικής.
Η προφητική ομιλία του Νίκου Καζαντζάκη, που προκάλεσε, μεταξύ άλλων, τη σύλληψη και δίωξή του, δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Αναγέννηση» του Δημήτρη Γληνού, λίγες ημέρες μετά την εκφώνησή της, στο τεύχος Ιανουαρίου 1928.
Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της ομιλίας
Προχθές εόρτασε στη Μόσχα η Επανάσταση τα δέκα της χρόνια. Σαράντα τρεις χώρες του κόσμου έστειλαν αντιπρόσωπους εργάτες του χεριού και του μυαλού. Τρία πράματα είδαν:
Α’ Το εξωτερικό όραμα της Ρωσίας
Β’ Τη φοβερή προσπάθεια
Γ’ Τους νέους μεγάλους κιντύνους
Α’ Το όραμα: Περνούσαμε απέραντες χιονισμένες στέπες. Τεράστιο είναι το σώμα της Ρωσίας, το 1/6 της γης, πλήθος ράτσες, ίσμπες χαμηλές που καπνίζουν, πράσινα καμπαναριά, τρόικες και βοδάμαξα, κι ύστερα ερημία ατέλειωτη, ποταμοί παγωμένοι, δάση πυκνά, και πάλι γυναίκες με φανταχτερούς μποξάδες, βαρυκίνητοι μουζίκοι με ξανθά, λιπαρά γένεια, άλογα με αχνιστά κρουσταλωμένα ρουθούνια. Δε διαβάζουμε πια, περνούμε, σα γαίες, τους πατριάρχες της σύγχρονης ψυχής – τον Τολστόη, το Δοστογιέφσκη, το Γόγολ. Μέρες και νύχτες. Και ξάφνου η κόκκινη Μέκα, η Μόσχα. Στη μέση, το κόκκινο Κρεμλίνο, η καρδιά της Ρωσίας, και μέσα, βαθιά στη γης, η καρδιά του Κρεμλίνου, ο Βλαδίμηρος Ίλιτς Ουλιάνωφ.
Χιλιάδες από όλες τις ράτσες της γης – άσπροι, κίτρινοι, μαύροι είχαν έρθει στη Μόσχα να προσκυνήσουν. Μέσα στο σκοτεινό της αέρα αναγνωρίζονταν οι αδερφοί. Κόκκινα άστρα κρέμονται μέσα στην ομίχλη, οι τοίχοι είναι γιομάτοι χρωματιστές ρεκλάμες της γιορτής που παριστάνουν: Μέσα στον ήλιο ν’ ανατέλει ένα δρεπάνι και σφυρί. Αλλού ο Λένιν, ορθός, σηκώνει το χέρι του, κι ορμούν από τη γης οι εργάτες κι οι χωριάτες κι απλώνουν, κατάμαυροι ακόμα, γιομάτοι χώμα, το χέρι τους προς το φως. Αλλού ο ερυθρός στρατιώτης, με το κόκκινο άστρο στο μέτωπο, βάζει αντήλιο το χέρι του και κοιτάζει πέρα, μακριά, με διαπεραστικά μάτια, την ερημιά.
Επιγραφές κόκκινες στις πλατείες: “Προλετάριοι όλου του κόσμου, ενωθήτε”. Προκήρυξες με μεγάλα μαύρα γράμματα στους άσπρους τοίχους: “Τούτο έγινε στα δέκα χρόνια, τούτα θα γίνει στα ερχόμενα πέντε”, νά πώς φωτίζονται οι μάζες, πώς ανεβαίνει η παραγωγή, πώς πληθαίνει η ελπίδα.
Κι έπειτα η μεγάλη μέρα της γιορτής: η 7 του Νοέμβρη. Μισό εκατομμύριο λαός, από τα ξημερώματα ως τη βαθειά νύχτα, περνάει μπροστά από τον άγιο τάφο του Λένιν. Τα άλογα των Κοζάκων χλιμιντρούν, όλη η Μόσχα βουίζει σα στρατόπεδο.
Τούτο είναι το εξωτερικό όραμα, το σώμα της ιδέας. Το όραμα τούτο χάρηκαν όσοι προχτές έτρεξαν απ’ όλον τον κόσμο, να ιδούν τι γίνεται πέρα στη Ρωσία.
Β’. Επειτα, σιγά – σιγά, ένα άλλο όραμα εσωτερικό: Η φοβερή, γεμάτη αγωνία, προσπάθεια της Ρωσίας ν’ ανασηκωθεί.
Είχε εξαντληθεί από τον παγκόσμιο πόλεμο. Η Επανάσταση ξέσπασε, γκρεμίζονται ο τσαρισμός, η φεουδαρχία, η μπουρζουαζία. Εμφύλιοι σπαραγμοί. Δεκατέσσερα κράτη εισβάλουν στο ρωσικό έδαδφος, έξι εκατομμύρια ψυχές πεθαίνουν από την πείνα. Αλλα εκατομμύρια πεθαίνουν από τις κακουχίες και τις αρώστειες, άλλα εκατομμύρια από τους πολέμους. Οι διαννοούμενοι τρομάζουν κι αντιδρούν, οι χωριάτες αρνιούνται να βοηθήσουν. Ο ερυθρός σταυρός είναι πρόχειρο συμάζωμα, κουρελήδες, πεινασμένοι, ξαρμάτωτοι. Το παγκόσμιο προλεταριάτο λιποψυχεί, αφήνει τη Ρωσία στην τύχη της. Ολος ο κόσμος, εχτροί και φίλοι, έλεγαν: “Τρεις μέρες θα βαστάξει η Επανάσταση, τρεις μήνες θα βαστάξει η Επανάσταση, παραπάνω δε μπορεί”.
Εκριναν με τη μίζερη, γιομάτη μικρές αλήθειες, λογική του ανθρώπου. Δεν υπολόγιζαν – γιατί αυτή δεν υπολογίζεται – τη φοβερή εκρηκτική δύναμη που συνήθως τη λέμε: Πίστη. Αυτή ανέτρεψε, όπως τόχει συνήθεια, όλους τους μαθηματικούς υπολογισμούς της λογικής. Ο ερυθρός στρατός γιγαντώνεται, φτάνει στα 1920 τα πέντε εκατομμύρια. Τα δεκατέσσερα κράτη διώχνονται, οι εσωτερικοί εχτροί φιμώνονται, όλα, βιομηχανία, γεωργία, εμπόριο, κοινωνική ζωή, άτομο, μάζα, υποτάζονται με τη βία στην ανήλεη πίεση της Ιδέας.
Κι όταν ο μέγας κίντυνος πέρασε, η ιδέα ελάττωσε την πίεσή της, προκηρύχνεται η Νέα Οικονομική Πολιτική. Οι εργάτες και οι χωριάτες φιλιώνουν, κι από τότε – από το Μάρτη του 1921- αρχίζει η επίπονη, ειρηνική προσπάθεια της Ρωσίας ν’ ανασηκωθεί.
Ο,τι σήμερα βλέπουμε, είναι αληθινά ένα θάμα. Μέσα σ’ ελάχιστο καιρό, μέσα σε έξι χρόνια, η Ρωσία κατόρθωσε ν’ ανασηκωθεί. Η βιομηχανία και η γεωργία έφτασαν, και σε πολλούς κλάδους φέτος πέρασαν την προπολεμική παραγωγή. Νέοι τρόποι, πρωτόφαντοι στην ιστορία, δοκιμάζονται να ρυθμιστεί η κοινωνική και πολιτική ζωή. Στο επίπεδο του πολιτισμού η Ρωσία, η πιο καθυστερημένη χώρα, δε συγκρίνεται με την προπολεμική Ρωσία. Σε πολλά σημεία – απολεφτέρωση της γυναίκας, προστασία της μάνας και του παιδιού, εξασφάλιση του εργαζόμενου, φωτισμός των μαζών – είναι σήμερα η Ρωσία πολύ πιο προχωρημένη από την Ευρώπη.
Ολη τούτη η καταπληκτική ανόρθωση του πιο εξαντλημένου, του πιο καθυστερημένου λαού, δεν έγινε σε δύο τρεις γενεές. Εγινε μόνο σε έξι χρόνια, χωρίς καμιά εξωτερική βοήθεια, το εναντίο, παρ’ όλη την αντίδραση, τις δολοπλοκίες και το μίσος όλων των κρατών της γης.
Τούτο είναι το δεύτερο όραμα, που χάρηκαν όσοι έζησαν τους τελευταίους τούτους μήνες στη Ρωσία.
Γ’. Οι πιο αφελείς σταμάτησαν στα δύο τούτα οράματα. Μα όσοι βαθύτερα νοιάζονται για την τύχη του σύγχρονου ανθρώπου, σιγά – σιγά, ξεχώρισαν μεγάλους ίσκιους απάνω στο φωτεινό πρόσωπο της ανορθωμένης Ρωσίας.
Τούτο, οι μεγάλοι κίντυνοι, είναι το τρίτο όραμα.
Δύο είναι οι μεγάλοι κίντυνοι, που απειλούν τη Σοβιετική Ρωσία. Ο ένας είναι εσωτερικός: οι νέες αστικές τάξεις που σχηματίζονται κάτω από την προστασία της Ν. Ο. Π: Κουλάκοι, Νέπμαν, γραφειοκράτες. Ο άλλος κίντυνος είναι εξωτερικός: ο παγκόσμιος πόλεμος.
1. Για να νιώσουμε καλά τον πρώτο κίντυνο, πρέπει καθαρά νάχουμε στο νου μας τούτο: Στις 7 του Νοέμβρη δεν έγινε μια Επανάσταση. Στις 7 του Νοέμβρη έγιναν δύο Επαναστάσεις, ολότελα διαφορετικές.
α’. Η επαναστάση των χωρικών ενάντια στους φεουδάρχες γαιοχτήμονες – επανάσταση καθαρά μικροαστική β’. Η επανάσταση των εργατών ενάντια στους αστούς – επανάσταση καθαρά σοσιαλιστική.
Οι δύο αυτές επαναστάσεις τη στιγμή του κοινού κιντύνου ενώθηκαν κι έριξαν το δισυπόστατο καθεστώς. Μόλις ο κοινός εχτρός αφανίστηκε και κίντυνος πια δεν υπήρχε, οι σύμμαχοι της ανάγκης χωρίσανε. Οι χωριάτες, ιδιοχτήτες πια της γης, απόχτησαν όλη τη μικροαστική ψυχολογία κι αρνήθηκαν να βοηθήσουν τις σοσιαλιστικές πολιτείες. Κάθε χωριάτης νοιαζόταν για το δικό του μονάχα το χωράφι κι αρνιόταν να δουλέψει για το σύνολο. Οι εργάτες, κυριεμένοι από την άκρατη κομουνιστική ιδέα, πίεζαν τους χωρικούς, προσπαθώντας με τη βία να τους σπρώξουν στην κομουνιστική πράξη. Οι χωρικοί, οι παντοδύναμοι, πρόβαλαν παθητική αντίσταση κι όλη η Ρωσία είχε παραλύσει.
O Λένιν υποχωρεί. Η Ν.Ο.Π. είναι ένας πρόχειρος αναγκαστικός συμβιβασμός μεταξύ στα δύο στρατόπεδα. Δίνεται σχετική ελευθερία στους χωρικούς να χρησιμοποιούν εργάτες και να διαθέτουν ελεύτερα τα γεωργικά τους προϊόντα.
Επιτρέπεται, ως ένα σημείο, το ιδιωτικό εμπόριο και η ιδιωτική βιομηχανία. Η προλετάρικη επανάσταση του εργάτη αναγκάζεται σε μερικά σημεία να υποχωρήσει στη μικροαστική επανάσταση του χωριάτη.
Γίνεται ανακωχή. Ομως οι δύο επαναστάσεις εξακολουθούν κρυφά κι έντονα τον αγώνα. Νέες κοινωνικές τάξεις δημιουργούνται, που απειλούν την κομουνιστική επικράτηση. Από την ελευτερία που δόθηκε στο χωρικό, γεννήθηκε η νέα τάξη του κουλάκων. Αυτοί εκμεταλέβονται το φτωχό χωρικό, θησαυρίζουν στάρι και χρήματα, γίνονται ολοένα κίντυνος του κομουνισμού. Από την ελευτερία που δόθηκε στον έμπορο και στο βιομήχανο, γεννήθηκε ο νέπμαν, ο έμπορος δηλαδή και ο βιομήχανος, που με την προστασία της Ν.Ο.Π. πλουτίζουν αναίσχυντα.
Από την ανάγκη των πολύπλοκων κρατικών υπηρεσιών γεννήθηκε η πανίσχυρη, πολυέξοδη, και κατ’ ανάγκη συντηρητική γραφειοκρατία. Αυτή επιβραδύνει και νοθέβει την κρατική κομουνιστική διαχείριση της εξουσίας.
Τι πρέπει να γίνει; Πώς μπορεί να χτυπηθεί ο εσωτερικός τούτος κίντυνος; Δύο μεγάλες απαντήσεις υπάρχουν στο φοβερό τούτο ερώτημα. Δύο μεγάλοι αρχηγοί: Ο Τρότσκη και ο Στάλιν.
Πού βαδίζουμε; ρωτά ο Τρότσκη. Στον καπιταλισμό ή στο σοσιαλισμό;
Αν δεν παταχτούν, αμέσως τώρα οι τρεις τούτες νεογένητες τάξες, ύστερα, σε λίγο καιρό, θάναι πολύ αργά. Η ύπαιθρη χώρα, δηλαδή όλη σχεδόν η Ρωσία, θα πέσει στα χέρια των κουλάκων. Οι πολιτείες θα πέσουν στα χέρια των νέπμαν και των γραφειοκρατών. Η πολιτική του Στάλιν, φωνάζει ο Τρότσκη, στρέφεται ολοένα στα δεξιά, από τους προλετάριους στους αστούς, από τους εργάτες στους ειδικεμένους προϊστάμενους, από τους φτωχούς χωρικούς στους κουλάκους.
Πρέπει να στραφούμε αριστερά, ο ρυθμός να ενταθεί. Πρέπει να πιεστούν οι κουλάκοι να πουλήσουν το αποθηκευμένο στάρι που κρατούν άνεργο (900,000 τόνους). Πρέπει να επιβληθούν νέοι, μεγαλύτεροι περιορισμοί στα κέρδη των νέπμαν και τέλος πρέπει να ξεκαθαριστεί η γραφειοκρατία. Ετσι θα βρούμε τα χρήματα να φέρουμε μηχανές, να χρησιμοποιήσουμε δυνάμεις, να εκμεταλλεφτούμε τις πρώτες μας ύλες, να βιομηχανοποιήσουμε τη Ρωσία. Ο εργάτης κι όχι ο χωριάτης πρέπει νάναι ο κύριος της Ρωσίας. Γιατί ο εργάτης είναι από τη φύση κομουνιστής, ενώ ο χωριάτης είναι από τη φύση μικροαστός. Κι επειδή όλοι σχεδόν οι Ρώσοι είναι χωρικοί, ο χωρικός, σαν θέλουμε να επικρατήσει ο κομουνισμός, πρέπει να μετατραπεί σε αγροτικό εργάτη. Πώς; Ενας μονάχα τρόπος υπάρχει: η βιομηχανιοποίηση της γεωργίας. Ο Λένιν είπε: “Μονάχα άμα περιτυλίξουμε το χωρικό με ηλεχτρικά σύρματα, θα τον κάνουμε κομουνιστή”.
Αυτό είναι το εσωτερικό πρόγραμμα του Τρότσκη. Το εξωτερικό του πρόγραμμα είναι τούτο: Η Ρωσία απομονωμένη, δε μπορεί ποτέ να γίνει άρτια κομουνιστική πολιτεία. Ανάγκη λοιπόν να εντείνουμε την προπαγάνδα στο εξωτερικό και να οργανώσουμε επαναστατικά το παγκόσμιο προλεκταριάτο.
Ο Στάλιν ξαμώνει στο ίδιο σημείο, όπου και ο Τρότσκη: στο θρίαμβο του κομουνισμού. Μα η διαφορά τους είναι διαφορά αρχής συνάμα και ταχτικής. Ο Τρότσκη λέει: Πρέπει, για να θριαμβέψει ο κομουνισμός, να στραφούμε ενάντια στο χωρικό. Μονάχα ο εργάτης μπορεί να γίνει κομουνιστής. Ο Στάλιν, πιστός στη διδασκαλία του Λένιν, απαντά: Δεν υπάρχει ένας χωρικός υπάρχουν τριών ειδών χωρικοί: 1) Φτωχοί, κι αυτοί είναι δικοί μας 2) Μεσαίοι, κι αυτοί πρέπει και μπορούν να γίνουν δικοί μας 3) Πλούσιοι, οι κουλάκοι, κι αυτοί είναι εχτροί μας. Δεν πρέπει λοιπόν να κηρύξουμε τον πόλεμο εναντίον του χωρικού γενικά, παρά εναντίον των κουλάκων μονάχα. Αυτόν τον πόλεμο, πριν δύο χρόνια, δε μπορούσαμε να τον κηρύξουμε, γιατί οι κουλάκοι μας ήσαν χρήσιμοι για τη μεγάλη καλλιέργεια της γης. Δεν είχαμε τότε ισχυρά τα δύο μεγάλα όπλα, που θα εξοντώσουν τους κουλάκους -τους παραγωγικούς συνεταιρισμούς και τα τεχνικά μέσα. Σήμερα που οι συνεταιρισμοί πήραν τόση ένταση και αποχτούμε ολοένα νέες μηχανές, πολεμάμε, ακίντυνα πια, τους πλούσιους χωρικούς. Δεν τους δίνουμε ψήφο, δεν τους κάνουμε ευκολίες, τους επιβαρύνουμε με φόρους.
Ομοια, στην εξωτερική πολιτική, πρέπει νάμαστε πολύ συνετοί. Δεν πρέπει να διακιντυνέβουμε την ειρήνη με επεμβάσεις στα εσωτερικά ξένων κρατών, κάνοντας έντονη προπαγάντα. Το παγκόσμιο προλεταριάτο δεν είναι ακόμη ώριμο για επανάσταση. Για την ώρα μια είναι η μεγάλη προπαγάντα: Να ζει και να ευημερεί η σοβιετική Ρωσία.
Κι ο δύο τούτες φαινομενικά αντίθετες ροπές, συνεργάζονται χωρίς να το ξέρουν. Ο Στάλιν, χωρίς το βίαιο μαστίγωμα του Τρότσκη, ίσως θα υποχωρούσε περισσότερο στη σφοδρή πίεση του κουλάκων και νέπμαν. Ο Τρότσκη, αν ήταν στην εξουσία, θα ήταν επικίντυνος από τη βιαιότητα του ρυθμού του. Οι δύο μαζί, ο ένας σαν δράση, ο άλλος σαν αντίδραση δημιουργούν μια συνετή και συνάμα, όσο επιτρέπει η πραγματικότητα τολμηρή συνισταμένη.
Τούτο είναι το σοβαρότερο εσωτερικό πρόβλημα, σήμερα, της Ρωσίας.
ΙΙ. Ο δεύτερος κίντυνος έρχεται απέξω: Είναι ο παγκόσμιος πόλεμος.
Τα τεχνικά μέσα του καπιταλιστικού κόσμου είναι ακόμη ασύγκριτα ανώτερα από τα τεχνικά μέσα που διαθέτει η σοβιετική Ρωσία. Πώς η Ρωσία θα φτάσει κι ακόμη πιότερο, πώς θα ξεπεράσει βιομηχανικά τον καπιταλιστικό κόσμο, αν θέλει να τον νικήσει; Η νίκη πάντα στεφανώνει το καθεστώς, που εξασφαλίζει στην κοινωνία οικονομικό επίπεδο.
Τα καπιταλιστικά κράτη θα δώσουν στη Ρωσία τον καιρό ν’ αναπτύξει τη βιομηχανία της και να εκμεταλεφτεί τις αστείρεφτες πρώτες της ύλες; Ιδού το σκοτεινό ερώτημα που απασχολεί σήμερα όλους τους Ρώσους από τον πιο ταπεινό εργάτη ως το Στάλιν και τον Τρότσκη. Ειρήνη, ειρήνη, τίποτε άλλο δε ζητάει σήμερα η Ρωσία. Τρεις είναι οι μεγάλες ελπίδες, που ίσως ν’ αποτρέψουν από τον κόσμο το νέο παγκόσμιο πόλεμο:
1. Ο στρατός της Ρωσίας. Οσο ισχυρότερος είναι, τόσο οι καπιταλιστικές δυνάμεις τον υπολογίζουν και συλλογίζονται πριν ν’ αποφασίσουν την επίθεση.
2. Η έλλειψη ομοφωνίας στα καπιταλιστικά κράτη. Ο αστικός κόσμος δε μισεί μονάχα τη Ρωσία. Αλληλομισείται και αλληλοϋποβλέπεται. Δεν είναι απίθανο να βρεθούν καπιταλιστικά κράτη να πάνε προσωρινά με το μέρος της Ρωσίας για να συντρίψουν τους εχτρούς των.
3.Ο φόβος που κρατάει τα αστικά κράτη μην τύχει και ο καπιταλιστικός πόλεμος μετατραπεί σε πόλεμο κοινωνικό.
Τραγική είναι η θέση και των δύο αντίπαλων κόσμων. Ο ένας ακόμη δεν ωρίμασε και ζητάει προθεσμία μερικά χρόνια ειρήνης. Ο άλλος που υπερωρίμασε και σχεδόν αποσυνθέτεται, καταλαβαίνει με δραματική σαφήνεια, πόσο ολέθρια μπορεί να του είναι η ειρήνη, και πόσο εξ ίσου ολέθριος μπορεί να του είναι ο πόλεμος.
Αναπνέουμε, αστοί και κομουνιστές, έναν αέρα γιομάτο αγωνία. Αν στην κρίσιμη τούτη στιγμή, που περνάει η ανθρωπότητα, η απάντηση εξαρτιόταν μονάχα από τους οικονομικούς παράγοντες, η θέση της Ρωσίας θάταν δεινή. Μα υπάρχει κι άλλη αστάθμητη, ανεξέλεγκτη δύναμη αυτό που επιπόλαια το λέμε, γιατί δεν ξέρουμε πώς αλλιώς να το ονομάσουμε, Ιδέα και Πίστη. Αυτή, στις κρίσιμες στιγμές της ιστορίας, δίνει τη νίκη. Οσοι με αμεροληψία θωρούν την αποσύνθεση, την αδικία, την απιστία του ενός στρατόπεδου – την ορμή προς τη δημιουργία και τη φλεγόμενη πίστη του άλλου στρατόπεδου, ξέρουν πως η φοβερή τούτη δύναμη, που δίνει τη νίκη, είναι με τη Ρωσία.
Ετσι ανάπνεα στη Μόσχα έναν αέρα απειλής κι ελπίδας. Μήτε απόλυτη επικίντυνη αισιοδοξία απλοϊκού πιστού, μήτε απόλυτη επικίντυνη απαισιοδοξία λογικεβόμενου απίστου. Ηξερα πως όπως κάθε δημιουργία, η Ρωσική μοίρα – κι επομένως η μοίρα όλων των εργαζόμενων της γης υπόκειται σε όλες τις σκοτεινές και φωτεινές δυνάμεις. Αν όλες οι γεναίες ψυχές της εποχής μας επιθυμήσουν έντονα τη σωτηρία, η σωτηρία θάρθει. Αν λιγοψυχήσουν, η σωτηρία θ’ αργήσει ή θάρθει μισερή. Ενιωθα, στην κρίσιμη τούτη στιγμή του κόσμου, την ευθύνη του κάθε ανθρώπου.
Μέσα στη μεγάλη τούτη ανησυχία μου, μια μέρα, στη Μόσχα, συνάντησα τον Παναΐτ Ιστράτη. Βρισκόταν στην ίδια ταραχή. Είχε πριν λίγες μέρες παρατήσει το Παρίσι, το δυτικό πολιτισμό κι ερχόταν με απληστία, ανησυχία κι ελπίδα να ιδεί τι γίνεται στη Ρωσία, κι αν αληθινά εδώ μια γεναία ψυχή μπορούσε ν’ αναπνέψει.
Μου άρεσε, ευτής απ’ αρχής, το πρόσωπό του το λιγνό κι αυλακωμένο, κι η έκφραση του πολυβασανισμένου νικητή. Ολοι ξέρουμε την ηρωική εποποιΐα της ζωής του. Μέσα του χοχλάζει το παράφορο, αλήτικο Κεφαλονίτικο αίμα. Τα μάτια του λαχταρούν να ιδούν, τα χέρια του λαχταρούν να αγγίξουν αχόρταγα όλη την εφήμερη τούτη αγαπημένη γης που πατούμε. Πεινάει, δεν έχει πού να κοιμηθεί, γυρίζει τον κόσμο δουλέβοντας, γυμνητέβοντας, μεθυσμένος από ευτυχία.
Γιατί τούτο πρέπει καλά να τονιστεί: Λίγοι άνθρωποι στον κόσμο στάθηκαν τόσο ευτυχισμένοι όσο ο Παναΐτ Ιστράτη. Γιατί η δυνατή ψυχή του μετουσίωνε την πείνα σε χορτασμό και τη γυμνόποδη περιπλάνηση σε λεφτεριά. Οπου όλοι οι άλλοι άνθρωποι μπορούσαν να χαθούν, ο Παναΐτ Ιστράτη ανάπνεε βαθιά, μ’ ευγνωμοσύνη, τον αέρα του κόσμου.
Ομοια το έργο του Ιστράτη είναι αχόρταγη λαχτάρα ζωής, αγάπη σε ό,τι υπάρχει, υποφέρει και ζει. Είναι το έργο του μια πηγή πολυσάλεφτη, που πηδάει από την αγιασμένη λάσπη, όπου ζούμε, και χαίρεται τον ήλιο.
Ο Ιστράτη δεν είναι μήτε διηγηματογράφος, μήτε μυθιστοριογράφος. Είναι κάτι πολύ πιο ανατολίτικο, πιο πρωτόγονο, πιο κοντά στις απλές δυνάμεις της γης και της ψυχής. Ο Ιστράτης, σαν τους ανατολίτες, κάθεται διπλογόνατος, ακουμπά όλος στο χώμα και αφηγάται. Σπάνια άνθρωπος αφηγήθηκε με τόση χάρη και δύναμη. Τον ακούμε κι η γης μεγαλώνει. Ο ξακουστός Σουλτάνος της Ισπανίας Αβδουλραχμάν έλεγε στον αγαπημένο ποιητή του: “Ισάα, όταν σ’ ακούω να μιλάς, τα σύνορα του βασίλειου μου πλαταίνουν”. Ομοια, γρικώντας τον Ιστράτη, νιώθουμε να πλαταίνει το βασίλειό μας – η ψυχή. Ο Ιστράτη χαίρεται να ακούει τη φωνή του, χαίρεται να θωράει τη ζωή να γελάει και να κλαίει, και τη μικρή ζεστή καρδιά του ν’ αγαπάει και να φωνάζει. Δεν υπηρετεί καμιά αφηρημένη ιδέα. Ολες οι αφηρημένες ιδέες υπηρετούν τη μεγάλη, απλοϊκή ψυχή του. Δεν είναι κομουνιστής ή αστός, εργάτης ή διανοούμενος.
Ζει πέρα από τις εφήμερες τούτε ετικέτες της σύγχρονης φρασεολογίας. Είναι απλούστατα η ψυχή, που μέσα σ’ ένα ανθρώπινο σώμα μάχεται για λεφτεριά.
Σήμερα η μάχη αυτή ονομάζεται κομουνισμός. Ο Ιστράτης ακούει τη λέξη και πολεμάει να της δώσει τη θερμότητα της καρδιάς του. Τον θυμάμαι όταν γυρίζαμε στη Ρωσία, πώς περιφρονούσε το λογικό διάγραμμα και την οικονομική έκφραση της ιδέας. Ενα μόνο τον ενδιέφερε: ο άνθρωπος ο ζωντανός, ο θερμός λόγος, η άμεση επαφή. Στο Κίεβο, μερόνυχτα πολλά, ακούγαμε ανθρώπους – απλοϊκούς εργάτες, Ελληνες, Ρουμάνους, Ρώσους – να μας διηγούνται τι είδαν τα μάτια τους στην Επανάσταση, πόσο πόνεσαν και τώρα πώς ζουν και πώς πιστέβουν. Ο Ιστράτη σκυμένος ακούει, όλη του η καρδιά έτρεμε, ανέβαινε σιγά -σιγά και σχηματιζόταν μέσα του όλη η Ρωσία, η μαρτυρική, η αιματωμένη, η σταυρωμένη, η μόνη ελπίδα της γης.