Του Αλέκου Α. Ανδρικάκη
andrikakisalekos@gmail.com
Βαριά η σημερινή μέρα. Ο Ανδρέας φεύγει κι εμείς όλοι, οι μικροί, οι ελάχιστοι μπροστά του, τον αποχαιρετούμε με πόνο, οδύνη, αλλά κι ευγνωμοσύνη. Με πόνο και οδύνη γιατί χάσαμε έναν μεγάλο, τον τελευταίο, ίσως, κορυφαίο της διαρκούς προσφοράς, που με τη στάση, τις γνώσεις, τη σεμνότητά του, μας δίδασκε κάθε στιγμή. Αλλά και με ευγνωμοσύνη γιατί μας επέλεξε να είμαστε δίπλα του, να μας διδάσκει, να μαθαίνουμε, να λέμε “από τον Ανδρέα το έμαθα”.
Ο Ανδρέας Σαββάκης, ο αριστερός, ο αγωνιστής, που ουδέποτε ζήτησε, που ουδέποτε πήρε, ό,τι κι αν του προσφέρθηκε…
Ο τελευταίος λόγιος, φιλόσοφος με την πραγματική έννοια του όρου, στο Μεγάλο Κάστρο. Ο άνθρωπος που δεν απέκτησε πανεπιστημιακά πτυχία γιατί η τιμωρία από τον αντιχουντικό του αγώνα τον ανάγκασε να βρίσκεται αλλού κι όχι στα αμφιθέατρα των Πανεπιστημίων. Εκείνος που θα έπρεπε να είναι ο Δάσκαλος της νέας γενιάς και μέσα στα πανεπιστημιακά αμφιθέατρα.
Βρήκε όμως τον τρόπο να “διδάσκει”, μέσα στα γραφεία της Βικελαίας, μέσα στην κοινωνία, καθώς από αυτή την άποψη ήταν τυχερός: χωρίς ποτέ να το επιδιώξει, η φήμη του ήταν μεγάλη – δεν το συνειδητοποίησε ποτέ, νομίζω- κι όλοι πάντα κρέμονταν από τα χείλη του, επεδίωκαν να τον ακούν. Να “διδάσκει” και μόνο με την παρουσία του, μόνο με τη δουλειά και την ιστορία του, για την οποία αρνιόταν πεισματικά και να μιλήσει, ως αμετανόητος σεμνός. Αρνήθηκε πολλές φορές να μιλήσει σε εκδηλώσεις, πέρα μια δυο περιπτώσεις, στις οποίες εμφανίστηκε σα να ήταν έξω από τα νερά του.
Ο Ανδρέας Σαββάκης, ο Άνθρωπος της Βικελαίας. Μαζί με τον Νίκο τον Γιανναδάκη, τον κολλητό του από τα παιδικά τους χρόνια, τον κολλητό στον αθλητισμό, στους πολιτικούς και κοινωνικούς αγώνες, στον αντιδικτατορικό “Ρήγα”, στις διώξεις, τις δίκες και τις φυλακές, μαζί ήρθαν και στη Βιβλιοθήκη κι έκαναν αυτό τον τόπο περήφανο για την ιστορική του κληρονομιά.
Ο Ανδρέας έζησε όλη του τη ζωή με ανεξίτηλα τα σημάδια της προσφοράς του στον αγώνα κατά της χούντας. Χωρίς να μιλάει ποτέ για το τί υπέστη, ήταν φανερό στο σώμα, στο κορμί του. Από τις σοβαρές ασθένειες που του άφησαν τα βασανιστήρια στα χουντικά μπουντρούμια.
Έζησε, αγωνίστηκε, παθιάστηκε, μετέφερε γνώσεις, διαλάλησε την αξία της ζωής, ξέροντας ότι κάθε στιγμή για τον ίδιο μπορεί να ήταν η τελευταία. Το ήξερε καλά. Το συνειδητοποίησε ακόμα περισσότερο μετά την “ανάστασή” του από τους γιατρούς στο Βενιζέλειο, πριν μερικά χρόνια, μετά από ένα “θάνατο” μερικών στιγμών από ανακοπή.
Δίδασκε το δώρο της ζωής, ξέροντας ότι για τον ίδιο δεν θα είναι διαρκείας. Και δε σταμάτησε να ζει. Δεν το έβαλε κάτω. Αλλά βιαζόταν, βιαζόταν να ζήσει, να δημιουργήσει, να προσφέρει στη γνώση και στη Βικελαία, ακόμα και τώρα που είχε πάρει τη σύνταξή του.
Δε θα ταίριαζαν προσωπικές αναφορές στον Ανδρέα, τον “θείο”, όπως το προσφωνούσα, σε ένα τέτοιο κείμενο, αν δεν ήταν μαρτυρίες για τη ζωή ενός Μεγάλου. Συγχωρείστε μου λοιπόν αυτές τις αναφορές. Θαρρώ όμως πως είχε καταλάβει τι ερχόταν όταν πρόσφατα μου τηλεφώνησε και με επιμονή μου ζήτησε να μιλήσουμε για να μια έκδοση που σχεδιάζαμε την τελευταία δεκαετία. Για μια έκδοση που συνεργαστήκαμε, εκείνος ως πνευματικός καθοδηγητής κι εγώ ως εργάτης. Δεν έγινε ποτέ αυτή η τελευταία συζήτηση με δική μου ευθύνη. Χαμένος μέσα στην καθημερινότητα της δουλειά, τον έστησα.
Είχα προγραμματίσει – κι εφόσον δε μου τηλεφώνησε, όπως κάθε χρόνο, για τα χρόνια πολλά τα Χριστούγεννα- να τον καλέσω την Πέμπτη το πρωί. Το σκεφτόμουν όλη νύχτα τί θα του πω, γιατί δεν κάναμε ακόμα το ραντεβού. Κυριολεκτικά λίγο πριν πάρω τον αριθμό, δέχτηκα το τηλεφώνημα από τη Στεφανία, τη συνεργάτη του για χρόνια στη Βικελαία: “ο Ανδρέας έφυγε”!
Πώς έφυγε; Πώς φεύγει ο Ανδρέας; Κι όλα αυτά που αφήσαμε στη μέση;
Σαν τιμωρία ένιωσα αυτή την αναχώρηση. Πολύ εγωιστικό για μένα, αλλά ένιωσα ότι με τιμώρησε επειδή, για πρώτη φορά στην πολύχρονη φιλία μας, στη σχέση του Δασκάλου με τον μαθητή του, ο μαθητής έστησε τον Δάσκαλο χωρίς να προλάβει να του δώσει εξήγηση…
Ο Ανδρέας έφυγε…
Και τώρα πώς θα γίνει η έκδοση; Ποιος θα τη σχεδιάσει, ποιος θα βάλει τη σφραγίδα του;
Τώρα, ποιος θα νοιάζεται για τη Βικελαία;
Ποιος θα μας λέει για τη Ζωή, για τον Έρωτα, ποιος θα μας μαλώνει για τις ανοησίες μας εμάς των “μικρών”, όπως μας αποκαλούσε ο Ανδρέας, θέλοντας να δώσει ηλικιακό στίγμα (μακριά από αυτόν κάθε άλλη ερμηνεία)…
Ποιος θα εκφράζει την αγωνία του για τα τοπικά και γενικά πολιτικά πράγματα;
Ποιος θα αγωνιά για την Αριστερά;
Έφυγε ο Ανδρέας…
Έφυγε με ένα μεγάλο παράπονο για τη Βιβλιοθήκη του… Γιατί την είδε σε μια πορεία συρρίκνωσης τα πολλά τελευταία χρόνια. Και το παράπονό του ήταν ότι οι σημερινοί δημοτικοί άρχοντες, φίλοι του στη ζωή, του υποσχέθηκαν πολλά για την αναβάθμισή της. Και δεν είδε να τα κάνουν… Κι όσα χρόνια έζησα από κοντά τον Ανδρέα, ο μόνος λόγος, η μόνη αφορμή που έβλεπα αυτόν τον πράο άνθρωπο να οργίζεται, ήταν η αντιμετώπιση της των δημοτικών αρχών απέναντι στη Βικελαία, την αληθινή περιουσία της πόλης, όπως έλεγε.
Στο καλό Ανδρέα, πραγματικέ, ακριβέ Φίλε, Δάσκαλε, Καθοδηγητή.
Πονάει η αναχώρησή σου, Ανδρέα. Πονάει κι ας με προετοίμαζες χρόνια τώρα, όταν πίναμε τα ούζα μας, όταν η μισή αρτηρία που λειτουργεί την καρδιά σου, μπορεί ανά πάσα στιγμή να σταματήσει.
Με πονάει γιατί έφυγες με την πίκρα της Βικελαίας.
Με πονάει γιατί στο τέλος σε έστησα και δεν πρόλαβα να σου εξηγήσω…
Δε θέλω να σου υποσχεθώ τίποτα τώρα. Είναι αργά. Θα κάνω ό,τι πρέπει όμως “θείο”… Μην το πάρεις σαν υπόσχεση, αλλά θα κάνω…
Δε θέλω να σου πω τίποτε άλλο αυτή την ώρα.
Τώρα πρέπει να τρέξω να σε αποχαιρετήσω…
Πόνος, οδύνη κι ευγνωμοσύνη.
Έτρεμα τόσα χρόνια στην ιδέα αυτών των στιγμών αυτών των γραμμών…
Αχ μωρέ Ανδρέα…
Δείτε επίσης
“Έφυγε” ο Ανδρέας Σαββάκης- Το Σάββατο η κηδεία του
Μια άγνωστη ιστορία για τον βασανισμό του Ανδρέα Σαββάκη