Οι ενδείξεις ενοχής δεν αναιρούνται αλλά …μιας και “δεν ήταν στο παρελθόν φυγόποινοι ή φυγόδικοι ούτε έχουν καταδικασθεί αμετάκλητα για παρόμοιες πράξεις” ας αφεθούν ελεύθεροι. Και μάλιστα 13 ημέρες μετά την προφυλάκιση τους…
Αυτό είναι σε ελεύθερη μετάφραση το σκεπτικό του δικαστικού συμβουλίου που αποφάσισε με βούλευμα του την αποφυλάκιση του ενεχυροδανειστή Ριχάρδου και των εφτά εκ των συγκατηγορουμένων του που εμπλέκονται στην περίφημη πλέον “υπόθεση λαθρεμπορίας χρυσού”. Στον ενεχυροδανειστή και στον φερόμενο ως υπαρχηγό του κυκλώματος επιβλήθηκε εγγυοδοσία 200.000 ευρώ και οι περιοριστικοί όροι της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα και της εμφάνισης μια φορά το μήνα στο αστυνομικό τμήμα. Στους υπόλοιπους 6 επιβλήθηκαν περιοριστικοί όροι χωρίς εγγυοδοσία.
Διαβάστε ακόμη:
Παρά λοιπόν το γεγονός ότι οι προσφυγές των οκτώ υποβλήθηκαν αμέσως μετά την αποστολή του εγγράφου της ΑΑΔΕ, σύμφωνα με το οποίο δεν οφείλονται δασμοί και φόροι για την εξαγωγή χρυσού στην Τουρκία, και άρα, όπως από την αρχή υποστήριζαν οι κατηγορούμενοι και στη συνέχεια δέχτηκε και η ανακρίτρια που τους προφυλάκισε, κατέρρεε το βασικό αδίκημα της λαθρεμπορίας, το δικαστικό συμβούλιο δεν υιοθετεί στο βούλευμα του αυτή τη νομική εκτίμηση.
Μιλάει για σοβαρές ενδείξεις ενοχής αλλά παρόλα αυτά κάνει δεκτές όλες τις προσφυγές και διατάσσει αποφυλακίσεις με περιοριστικούς όρους.
Στην ουσία δηλαδή το Δικαστικό Συμβούλιο που αποφάσισε να αντικαταστήσει την προσωρινή κράτηση των κατηγορουμένων με περιοριστικούς όρους, είναι σαν να δέχεται ότι ούτε για τέτοιες σοβαρές κατηγορίες πρέπει να διατάσσονται προφυλακίσεις με την προϋπόθεση βέβαια ότι οι κατηγορούμενοι δεν ήταν στο παρελθόν φυγόποινοι ή φυγόδικοι ούτε έχουν καταδικασθεί αμετάκλητα για παρόμοιες πράξεις.
Ειδικότερα σύμφωνα με όσα αναφέρονται στο υπ ‘ αριθμόν 5706/2018 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, «από την αστυνομική προανάκριση που προηγήθηκε και την κύρια ανάκριση που διενεργείται και ειδικότερα από τις καταθέσεις των μαρτύρων από όλα τα έγγραφα της δικογραφίας σε συνδυασμό με τις απολογίες των κατηγορουμένων και τα έγγραφα που υπέβαλλαν οι προσφεύγοντες προς υποστήριξη των προσφυγών τους προέκυψαν και κατά την κρίση του Συμβουλίου τα πραγματικά περιστατικά…».
«…Περαιτέρω και με βάση τα πραγματικά αυτά περιστατικά και υπό το πρίσμα των νομικών διατάξεων και παραδοχών… προκύπτει ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής των προσφεύγοντων για τις κακουργηματικές πράξεις που τους αποδίδονται με το κατηγορητήριο αφού παρά τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς τους, συντρέχει υψηλός βαθμός πιθανολόγησης ότι έχουν τελέσει τις διωκώμενες αυτές κακουργηματικές πράξεις ιδίως ενόψει του ότι οι κατασχεθείσες ποσότητες χρυσού, αργυρού, κοσμημάτων, ρολογιών και λοιπών τιμαλφών που βρέθηκαν στο πλαίσιο των ερευνών που διενεργήθηκαν κατά την αστυνομική προανάκριση σε οικίες, καταστήματα και οχήματα καθώς στο πλαίσιο σωματικών ερευνών κατελήφθησαν στην κατοχή των κατηγορούμενων και προορίζονταν για εξαγωγή στην Τουρκία, όπως το τελευταίο συνάγεται από προηγούμενη όμοια εξακολουθητική δράση τους, χωρίς να προκύπτει γι’ αυτά η ύπαρξη φορολογικών παραστατικών σχετικά με την προέλευσή τους και την επ’ αυτών επιμέτρηση φόρων, δηλαδή ΦΠΑ και ενδεχομένως ειδικού φόρου πολυτελείας με αποτέλεσμα να νοούνται ως λαθρεμπορεύματα.
Τα παραστατικά δεν δικαιολογούν την προέλευση
Στο βούλευμα γίνεται επίσης λόγος για ποσότητα χρυσού η οποία εντοπίστηκε σε έναν από τους κατηγορούμενους, ο οποίος όπως αναφέρεται πραγματοποιούσε καθημερινά το τουριστικό δρομολόγιο Αθήνα-Κωνσταντινούπολη και αντίστροφα. Όπως αναφέρεται στο βούλευμα οι προσφεύγοντες αποπειράθηκαν να εξάγουν λαθραία τις ράβδους χρυσού προς την Τουρκία μέσω του τουριστικού λεωφορείου «χωρίς την υποβολή της αναγκαίας διασάφησης εξαγωγής» όπως προβλέπεται από τον ενωσιακό τελωνειακό κώδικα και «χωρίς να διαθέτουν φορολογικά παραστατικά σχετικά με την προέλευσή τους και την επ’ αυτών επιμέτρηση ΦΠΑ».
Σε ότι αφορά τις ποσότητες αργυρού και χρυσού οι οποίες εντοπίστηκαν σε πλάκες και κατασχέθηκαν στο κεντρικό κατάστημα του Ριχάρδου, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στο βούλευμα «ήταν έτοιμες προς εξαγωγή στην Τουρκία ενόψει και του ότι οι πλάκες αργυρού ανευρέθησαν επιμελώς συσκευασμένες σε κουτιά εξαγωγής με αναγραφόμενους ως παραλήπτες εταιρείες της Τουρκίας».
Ωστόσο, «χωρίς να προκύπτει και σε αυτή την περίπτωση η ύπαρξη φορολογικών παραστατικών σχετικά με την προέλευσή τους και την επ’ αυτών επιμέτρηση ΦΠΑ.
Τέτοια παραστατικά «δεν αποτελούν τα δελτία αποστολής των μη τιμολογηθέντων αποθεμάτων εκδόσεως της εταιρείας «Ελληνικά Ενεχυροδανειστήρια Εργαστήρια Χυτήρια Μον. ΑΕ» με παραλήπτη τον Ριχάρδο Μυλωνά» τα οποία είχε προσκομίσει στην ανακρίτρια προκειμένου αν δικαιολογήσει την προέλευση τους.
«Δεν αναιρούνται οι ενδείξεις ενοχής»
Επιπλέον κανένας από τους προσφεύγοντες δεν εξειδίκευσε εάν τα κατασχεθέντα αντικείμενα προέρχονταν από το εξωτερικό ή χώρα της ΕΕ, ή αν προέρχονται από την επιχειρηματική δραστηριότητα των ενεχυροδανειστηρίων του Ριχάρδου. Σύμφωνα με όσα αναφέρονται στο βούλευμα «η κρίση του παρόντος Συμβουλίου περί της ύπαρξης σοβαρών ενδείξεων ενοχής σε βάρος των προσφεύγοντων δεν αναιρείται από κανένα αποδεικτικό μέσο, ούτε από τα έγγραφα που στο πλαίσιο της ανάκρισης διαβιβάστηκαν από την ΑΑΔΕ. Και τούτο διότι η Γενική Διεύθυνση Τελωνείων με τα έγγραφα αυτά δεν αναφέρεται στην εξαγωγή λαθρεμπορευμάτων από τη χώρα που αποτελεί και το κρινόμενο ζήτημα. Επίσης ακόμη και αν δεν έχει υπολογιστεί ακόμη η αξία των κατασχεθέντων εμπορευμάτων επίσης δεν αναιρεί την κρίση του Δικαστικού Συμβουλίου για τις ενδείξεις ενοχής σε βάρος των κατηγορούμενων.