Το Ηράκλειο, όπως και άλλες μεγάλες πόλεις της χώρας , είναι σε σεισμογενείς περιοχές, δε διαθέτει συστηματικές μελέτες εκτίμησης της σεισμικής τρωτότητας του δομημένου περιβάλλοντος και των υποδομών της πόλης. Στην Ελλάδα, μόνο στη Θεσσαλονίκη έχουν εκπονηθεί συστηματικές μελέτες.
Αυτά αναφέρει σε συνέντευξή του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης Αντισεισμικής Μηχανικής (European Association for Earthquake Engineering- EAEE), καθηγητής Γεωτεχνικής Μηχανικής του ΑΠΘ, Κυριαζής Πιτιλάκης.
«Ευτυχώς ένας πραγματικά ισχυρός σεισμός με επίκεντρο κοντά σε ένα από τα μεγάλα πολεοδομικά συγκροτήματα της Ελλάδος δηλαδή την Αττική, την Θεσσαλονίκη, την Πάτρα, την Λάρισα ή το Ηράκλειο και την Ρόδο δεν έχει συμβεί τα τελευταία χρόνια, οπότε τα δυσμενή ή δυσμενέστερα σενάρια που έχουμε εκτιμήσει δεν έχουν επαληθευθεί και εύχομαι να αργήσουν» δηλώνει, παρατηρώντας πως το πρόβλημα του υψηλού κόστους της προσεισμικής ενίσχυσης του δομικού ιστού μιας πόλης διαχρονικά λειτουργεί αποτρεπτικά για τη διαμόρφωση κατάλληλων πολιτικών και στρατηγικών υλοποίησης και αντιμετωπίζεται σε επίπεδο πολιτικής εξουσίας περίπου σαν «καυτή πατάτα». Εξηγεί όμως, ότι αυτή είναι μια λανθασμένη προσέγγιση «διότι η ενίσχυση των κατασκευών θα δημιουργήσει πλήθος δραστηριοτήτων που θα αναθερμάνουν την οικονομία και θα δημιουργήσει πλούτο και υπεραξία ικανά να αντισταθμίσουν απολύτως το όποιο κόστος, αρκεί να αναπτυχθούν κατάλληλα προς τούτο επενδυτικά και δανειοδοτικά εργαλεία».
Πάντως, όπως αναφέρει, το σύγχρονο κτιριακό απόθεμα της χώρας, που έχει κτισθεί μετά το 1980, αντέχει σχετικά ικανοποιητικά σε έναν ισχυρό σεισμό αναλόγου μεγέθους αυτών που έχουν συμβεί τα τελευταία χρόνια, όμως η ίδια, σχετικά αισιόδοξη ματιά δεν ισχύει για περιοχές πόλεων, που έχουν οικοδομηθεί κατά κύριο λόγο στις δεκαετίες του 1960 και 1970 ή και παλαιότερα, όταν το επίπεδο γνώσης και τεχνογνωσίας ήταν σαφέστατα υποδεέστερα του σημερινού, με συνεπακόλουθο και ο τότε αντισεισμικός κανονισμός να μην παρέχει το σημερινό επίπεδο αξιοπιστίας και ασφάλειας.
Στη συνέντευξη που παραχώρησε στο Αθηναϊκό και Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, ο καθηγητής εκτιμά ως αναγκαία την προσεισμική ενίσχυση μεγάλων περιοχών πόλεων -ειδικά στη Θεσσαλονίκη και την Αθήνα- όπως και δημόσιων κτιρίων, σχολείων, νοσοκομείων και υποδομών, διαβεβαιώνοντας πάντως πως είναι σαφέστατα εφικτό να ενισχυθεί μια προβληματική κατασκευή, ανεξαρτήτως του βαθμού «προβληματικότητας».
Σε ό,τι αφορά τη σεισμική τρωτότητα των δικτύων αναφέρει πως οι υποδομές των σύγχρονων αυτοκινητοδρόμων -γέφυρες, σήραγγες, οδικά αναχώματα- είναι γενικά πολύ λιγότερο τρωτές ή ευάλωτες και το ίδιο ισχύει και για το βασικό δίκτυο φυσικού αερίου, δεν ισχύει όμως και για τα δίκτυα ύδρευσης και αποχέτευσης, τα οποία παρουσιάζουν πολλές αδυναμίες, κυρίως λόγω παλαιότητας και ελλιπούς συντήρησης.
Ο καθηγητής τονίζει πως ιδιαίτερη σημασία πρέπει να δοθεί στον έλεγχο της τρωτότητας του δικτύου ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς είναι το δίκτυο που επηρεάζει την ανθεκτικότητα όλων των άλλων δικτύων. Ιδιαίτερα τρωτά σημειώνει πως είναι και πολλά από τα λιμάνια της χώρας -λόγω παλαιότητας της λιμενικής υποδομής και ανεπαρκούς συντήρησης και ανανέωσης- ενώ ιδιαίτερη σημασία τονίζει πως πρέπει να δοθεί και στην εκπόνηση μελετών τρωτότητας των αεροδρομίων.
Σχετικά με τη δυνατότητα έγκαιρης ειδοποίησης των πολιτών για επερχόμενο σεισμό και εκτίμηση του αναμενόμενου βαθμού βλάβης κτηρίων κρίσιμης σημασίας ο κ.Πιτιλάκης γνωστοποιεί ότι η τεχνολογία αυτή βρίσκεται σε επίπεδο ανάπτυξης στις ΗΠΑ, την Ιαπωνία και προσφάτως και στην Ευρώπη και η Ελλάδα συμμετέχοντας στις δράσεις αυτές θα έχει τη δυνατότητα να αναπτύξει ένα πρωτότυπο λειτουργικό σύστημα σε διάστημα τριών χρόνων. Μια αρχική έκδοση του συστήματος αυτού, όπως γνωστοποιεί, λειτουργεί ήδη πιλοτικά σε κτίριο του νοσοκομείου ΑΧΕΠΑ στη Θεσσαλονίκη, ενώ με χρηματοδότηση της Γενικής Γραμματείας Έρευνας και Τεχνολογίας θα αναπτυχθεί το σύστημα και σε σχολεία.
Αναφορικά με τις αλλαγές που προτείνονται στον νέο ευρωκώδικα -τον αντισεισμικό κανονισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης- σημειώνει ότι για την Ελλάδα θα βελτιωθεί ο χάρτης σεισμικής επικινδυνότητας της και ο τρόπος εκτίμησης των σεισμικών φορτίων σχεδιασμού των κατασκευών λαμβάνοντας υπόψη με πιο εμπεριστατωμένο τρόπο και την επιρροή των τοπικών εδαφικών συνθηκών.
Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της συνέντευξης του καθηγητή Κυριαζή Πιτιλάκη στο ΑΠΕ-ΜΠΕ και στη Σμαρώ Αβραμίδου:
ΕΡ. Αποτιμώντας τις επιπτώσεις των πρόσφατων ισχυρών σεισμών στην Ελλάδα, θα λέγατε πως το κτιριακό απόθεμα της χώρας γενικώς φαίνεται να αντέχει; Επιβεβαιώνονται σενάρια που έχετε μελετήσει;
ΑΠ. Σε γενικές γραμμές μπορούμε να πούμε ότι το σύγχρονο κτιριακό απόθεμα της χώρας, που σε γενικές γραμμές έχει κτισθεί μετά το 1980, αντέχει σχετικά ικανοποιητικά σε έναν ισχυρό σεισμό ανάλογου μεγέθους αυτών που έχουν συμβεί τα τελευταία χρόνια. Βέβαια η λέξη «αντοχή» είναι ένας μάλλον σύνθετος όρος που περιλαμβάνει πολλές παραμέτρους. Ίσως καλύτερος και πιο περιεκτικός όρος που θα μπορούσε να περιγράψει καλύτερα την όποια «καλή», «μέτρια» ή «κακή» συμπεριφορά του κτιριακού μας αποθέματος σε ισχυρούς σεισμούς μεγέθους περίπου Mw=6.5 είναι η λέξη «ανθεκτικότητα». Η λέξη αυτή με τις διαβαθμίσεις της υποδηλώνει, για την περίπτωση που θέλουμε να πούμε ότι η πόλη «άντεξε», ότι μια πόλη με σύγχρονο κτιριακό απόθεμα θα έχει γενικά μικρές ζημιές σε έναν τέτοιο σεισμό, μικρό ή αμελητέο αριθμό θυμάτων και θα μπορέσει να ανατάξει όλες τις λειτουργίες της, λειτουργικές κοινωνικές, οικονομικές, επιχειρησιακές κλπ με μικρό σχετικά κόστος σε μικρό χρονικό διάστημα.
Ευτυχώς ένας πραγματικά ισχυρός σεισμός με επίκεντρο κοντά σε ένα από τα μεγάλα πολεοδομικά συγκροτήματα της Ελλάδος δηλαδή την Αττική, την Θεσσαλονίκη, την Πάτρα, την Λάρισα ή το Ηράκλειο και την Ρόδο δεν έχει συμβεί τα τελευταία χρόνια, οπότε τα δυσμενή ή δυσμενέστερα σενάρια που έχουμε εκτιμήσει δεν έχουν επαληθευθεί και εύχομαι να αργήσουν.
Η ίδια σχετικά αισιόδοξη ματιά δεν ισχύει για περιοχές πόλεων που έχουν οικοδομηθεί κατά κύριο λόγο στις δεκαετίες του 1960 και 1970 ή και παλαιότερα, όταν το επίπεδο γνώσης και τεχνογνωσίας ήταν σαφέστατα υποδεέστερα του σημερινού με συνεπακόλουθο και ο τότε αντισεισμικός κανονισμός να μην παρέχει το σημερινό επίπεδο αξιοπιστίας και ασφάλειας. Δυστυχώς στην κατηγορία αυτή ανήκουν μεγάλες περιοχές των μεγάλων πόλεων εδικά της Θεσσαλονίκης και της Αθήνας. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν και πολλά δημόσια κτίρια άλλα κρίσιμα κτίρια όπως είναι σχολεία και νοσοκομεία. Σε κάποιο βαθμό αυτή η εικόνα ισχύει και για πολλές από τις βασικές υποδομές της χώρας. Ιεραρχώντας λοιπόν τις προτεραιότητες θεωρώ ότι σε αυτά τα κρίσιμα κτίρια και υποδομές θα πρέπει κατά κύριο λόγο να επικεντρωθεί το ενδιαφέρον της Πολιτείας και όλων μας.
ΕΡ. Από τις περιοχές στην Ελλάδα, οι οποίες χαρακτηρίζονται από υψηλή σεισμικότητα, αλλά και υψηλή συγκέντρωση πληθυσμού και δραστηριοτήτων, πόσες είναι αυτές που διαθέτουν σήμερα μελέτες σεισμικής τρωτότητας των δικτύων, κτιρίων και υποδομών τους; Σε ποιες περιοχές εκτιμάτε πως θα έπρεπε να ξεκινήσει άμεσα μία διαδικασία αποτίμησης της σεισμικής διακινδύνευσης;
ΑΠ. Εξ όσων είμαι σε θέση να γνωρίζω, μόνο στη Θεσσαλονίκη έχουν εκπονηθεί συστηματικές μελέτες εκτίμησης της σεισμικής τρωτότητας του δομημένου περιβάλλοντος και των υποδομών της πόλης. Σε αρκετές άλλες πόλεις μπορεί ενδεχομένως να έχουν εκπονηθεί διάφορες μικροζωνικές μελέτες -έχουμε εκπονήσει και εμείς αρκετές- ή να έχουν γίνει κάποιες προκαταρκτικές μελέτες εκτίμησης της σεισμικής τρωτότητας, αλλά σύμφωνα με όσα είμαι σε θέση να γνωρίζω καμία από αυτές τις μελέτες δεν είναι στο επίπεδο εκείνο ακρίβειας και αξιοπιστίας που θα επέτρεπε στη Πολιτεία και στους αρμόδιους φορείς να τις χρησιμοποιήσουν για τη μείωση της σεισμικής διακινδύνευσης ανεξαρτήτως κλίμακος. Επομένως η απάντηση είναι δυστυχώς αρνητική με εξαίρεση την Θεσσαλονίκη, όπου όμως και στην περίπτωση αυτή οι εν δυνάμει ενδιαφερόμενοι φορείς δεν έχουν προσπαθήσει να αξιοποιήσουν τα αποτελέσματα της.
ΕΡ. Πόσο ρεαλιστικός είναι ένας σχεδιασμός προσεισμικής ενίσχυσης δομημένου περιβάλλοντος, ιδιαίτερα εάν πρόκειται για μεγάλα αστικά συγκροτήματα; Εκτός από κατασκευαστικά είναι και πρακτικά εφικτό να ενισχυθούν προβληματικές κατασκευές; Οι μελέτες σεισμικής τρωτότητας συνοδεύονται και από εκτίμηση του κόστους των προτεινόμενων παρεμβάσεων ή οι πολίτες θα έπρεπε να μεριμνήσουν οι ίδιοι γι’ αυτές, στον βαθμό που μπορούν να αντεπεξέλθουν οικονομικά;
ΑΠ. Είναι γεγονός ότι ο σχεδιασμός και κυρίως η υλοποίηση της προσεισμικής ενίσχυσης των πάσης φύσεως κατασκευών είναι μια πολύ σύνθετη και μακροχρόνια διαδικασία με πολλές νομικές προεκτάσεις και δυσκολίες και φυσικά σημαντικό κόστος. Κόστος που δεν είναι δυνατόν σε καμία σχεδόν χώρα να το επωμισθούν αποκλειστικά ούτε η Πολιτεία ούτε οι πολίτες. Είναι όμως αναγκαίο κάποτε να γίνει, διότι αφορά στην ασφάλεια και την ευημερία των πολιτών και της κοινωνίας. Η ασφάλεια είναι προϋπόθεση της προόδου και της ανάπτυξης.
Η Πολιτεία και οι φορείς της Τοπικής αυτοδιοίκησης οφείλουν να φροντίσουν για όλα τα δημόσια κτίρια που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα και δικαιοδοσία τους. Η Πολιτεία επίσης θα πρέπει να μεριμνήσει για όλες τις υποδομές της χώρας ακόμη και όταν μερικές από αυτές έχουν ιδιωτικοποιηθεί ή θα ιδιωτικοποιηθούν στο προσεχές μέλλον και να επιβάλλει την ενίσχυση τους σε λογικά επίπεδα. Το αυτό ισχύει και για υπόλοιπες δημόσιες υπηρεσίες ή ΔΕΚΟ για παράδειγμα την ΔΕΗ.
Σε ό,τι αφορά στα ιδιωτικά κτίρια εκεί εναπόκειται προφανώς στους πολίτες-ιδιοκτήτες να αποφασίσουν περί της αναβάθμισης-ενίσχυσης -εφόσον βέβαια κρίνεται απαραίτητη- και να αναλάβουν και το σχετικό κόστος. Η Πολιτεία όμως και πάλι πρέπει να σταθεί σε κάποιο βαθμό αρωγός χωρίς υποχρεωτικά να αναλάβει και το κόστος. Οι πολίτες θα πρέπει να καταλάβουν ότι η Πολιτεία που έδωσε την άδεια να ανεγερθεί μια οικοδομή το 1960, με τις τότε προδιαγραφές και επομένως τις εγγυήσεις που η άδεια αυτή ενείχε, δεν μπορεί να έχει την ευθύνη και την υποχρέωση αέναης αναβάθμισης της αντοχής του κτιρίου, η οποία σημειωτέον επιδεινώνεται απλά και με την πάροδο του χρόνου λόγω της αναπόφευκτης γήρανσης των υλικών. Δεν πρέπει επίσης να παραβλέπεται το γεγονός ότι η αναβάθμιση της αντοχής ενός κτιρίου δημιουργεί και υπεραξία που εξ αντικειμένου την καρπώνονται οι ιδιοκτήτες. Στο σημείο αυτό εγείρονται και ορισμένα νομικής και συνταγματικής φύσεως θέματα που σχετίζονται με την αρχή της ισότιμης αντιμετώπισης και προστασίας όλων των πολιτών έναντι φυσικών κινδύνων.
Στο δεύτερο ερώτημα σας, εάν είναι πρακτικά εφικτό να ενισχυθεί μια προβληματική κατασκευή, η απάντηση είναι σαφέστατα θετική και μάλιστα ανεξαρτήτως του βαθμού «προβληματικότητας» όπως αναφέρετε. Η σύγχρονη τεχνολογία έχει κάνει τεράστιες προόδους στα θέματα αυτά.
Στο σημείο αυτό μου δίδεται η ευκαιρία να αναφερθώ σε μια πρόταση μου που προσπαθώ να την προωθήσω αρμοδίως -τόσο στην Ελλάδα όσο και στην ΕΕ- εδώ και πολλά χρόνια χωρίς αποτέλεσμα. Το πρόβλημα του υψηλού κόστους της προσεισμικής ενίσχυσης -ή αναβάθμισης- του δομικού ιστού μιας πόλης είναι αποτρεπτικό στην λήψη κάποιας πολιτικής απόφασης και την διαμόρφωση κατάλληλων πολιτικών και στρατηγικών υλοποίησης. Λειτουργεί σε επίπεδο πολιτικής εξουσίας περίπου σαν το πρόβλημα της «καυτής πατάτας» πού όλοι θέλουν να αποφύγουν. Κατά την απόψή μου αυτό είναι μια λανθασμένη θέση διότι οι αρμόδιοι δεν λαμβάνουν καθόλου υπόψη τους ότι η ενίσχυση των κατασκευών θα δημιουργήσει πλήθος δραστηριοτήτων που θα αναθερμάνουν την οικονομία και θα δημιουργήσει πλούτο και υπεραξία ικανά να αντισταθμίσουν απολύτως το όποιο κόστος. Αρκεί βέβαια να αναπτυχθούν κατάλληλα προς τούτο επενδυτικά και δανειοδοτικά εργαλεία με την εγγύηση και της πολιτείας, των φορέων τοπικής αυτοδιοίκησης και γιατί όχι και των ασφαλιστικών εταιρειών. Είναι ένα πολύ μεγάλο θέμα που αξίζει να το μελετήσει κάποιος συστηματικά.
ΕΡ.Σήμερα έχουν χαρτογραφηθεί τα σημαντικότερα δίκτυα της χώρας –συγκοινωνιακά αλλά και κοινής ωφέλειας; Ποια είναι περισσότερο ευάλωτα;
ΑΠ. Οι υποδομές των σύγχρονων αυτοκινητοδρόμων -γέφυρες, σήραγγες, οδικά αναχώματα κλπ- είναι γενικά πολύ λιγότερο τρωτές ή ευάλωτες διότι έχουν σχεδιασθεί και κατασκευασθεί με τους πλέον σύγχρονους κανονισμούς. Το αυτό ισχύει και για το βασικό δίκτυο φυσικού αερίου. Δεν ισχύει όμως το ίδιο και για τα δίκτυα ύδρευσης και αποχέτευσης τα οποία έχουν πολλές αδυναμίες οφειλόμενες σε πολλούς λόγους, κυριότεροι των οποίων είναι η παλαιότητα και η γενικά ελλιπής συντήρηση και ανανέωση.
Ιδιαίτερη σημασία πρέπει επίσης να δοθεί και στον έλεγχο της τρωτότητας του δικτύου ηλεκτρικής ενέργειας που είναι το δίκτυο που επηρεάζει την ανθεκτικότητα όλων των άλλων δικτύων. Λέγοντας δε δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας εννοούμε το σύνολο αυτού από τους θερμοηλεκτρικούς σταθμούς και τα υδροηλεκτρικά φράγματα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας μέχρι τις γραμμές μεταφοράς υψηλής τάσης και τους διαφόρους υποσταθμούς. Εξ’ όσων γνωρίζω δεν έχει γίνει καμία συστηματική μελέτη σεισμικής τρωτότητας του δικτύου ηλεκτρικής ενέργειας.
Ιδιαίτερα τρωτά είναι επίσης πολλά από τα λιμάνια της χώρας και πάλι κυρίως λόγω της παλαιότητας της λιμενικής υποδομής και της ανεπαρκούς συντήρησης και ανανέωσης. Με εξαίρεση το λιμάνι της Θεσσαλονίκης όπου έχουν γίνει πολύ εμπεριστατωμένες μελέτες στο πλαίσιο ευρωπαϊκών ερευνητικών προγραμμάτων, αμφιβάλλω αν έχουν γίνει παρόμοιες μελέτες τρωτότητας σε άλλα μικρά η μεγάλα λιμάνια της χώρας.
Τέλος ιδιαίτερη σημασία πρέπει να δοθεί και στην εκπόνηση μελετών τρωτότητας των αεροδρομίων που κατά κύριο λόγο εξυπηρετούν και στηρίζουν τον τουρισμό της χώρας. Η ενίσχυση των κτιριακών και όχι μόνο υποδομών των αεροδρομίων -π.χ. διάδρομοι προσγείωσης απογείωσης- σε περίπτωση που διαπιστωθεί ότι δεν βρίσκονται στο επιθυμητό επίπεδο ασφάλειας και αντοχής είναι ένα θέμα πρώτης προτεραιότητας για την χώρα μας. Προς τούτο όμως χρειάζεται να προηγηθούν συστηματικές μελέτες εκτίμησης της τρωτότητας για τον σεισμικό κίνδυνο που αναμένουμε στις διάφορες περιοχές της Ελλάδος.
ΕΡ. Στο επίπεδο της επιχειρησιακής ετοιμότητας της πολιτικής προστασίας για τη διαχείριση της κρίσης έχουν αξιοποιηθεί οι διαθέσιμες μελέτες σεισμικής τρωτότητας;
ΑΠ. Δυστυχώς όχι
ΕΡ.Πού εντοπίζονται σήμερα οι σημαντικότερες δυσλειτουργίες σε ό,τι αφορά στη σεισμική θωράκιση της χώρας;
ΑΠ.Το θεσμικό πλαίσιο είναι σε μεγάλο βαθμό απαρχαιωμένο και βασίζεται σε λογικές, τεχνογνωσία, «τεχνολογίες», οργανωτικές και επιχειρησιακές δυνατότητες περασμένων δεκαετιών.
Το βασικό πρόβλημα είναι ότι το παρόν θεσμικό πλαίσιο της οργάνωσης και των αρμοδιοτήτων της Πολιτικής Προστασίας δεν ανταποκρίνεται στο σημερινό επίπεδο γνώσεων, αναγκών και τεχνολογίας. Η χρηματοδότηση για την δημιουργία των αναγκαίων δομών λειτουργίας και δράσεων της Πολιτικής Προστασίας -σε κεντρικό και περιφερειακό επίπεδο- είναι γενικά πενιχρότατη απολύτως ανακόλουθη με τις σύγχρονες ανάγκες οι οποίες βαίνουν συνεχώς αυξανόμενες. Και δεν συζητώ καθόλου το θέμα της αξιοποίησης των μεγάλων δυνατοτήτων της σύγχρονης τεχνολογίας που έχει κάνει άλματα στα θέματα Πολιτικής Προστασίας και ασφάλειας. Για όλα αυτά όμως χρειάζεται μια νέα πολιτική και γενναία και σταθερή χρηματοδότηση.
Δυστυχώς κατά την άποψη μου η οργάνωση της Πολιτικής Προστασίας στην Ελλάδα, παρόλες τις φιλότιμες προσπάθειες των καθ’ ύλην αρμοδίων που κάνουν ότι είναι δυνατόν με τα πενιχρά μέσα που διαθέτουν. Προκειμένου η Πολιτική Προστασία να είναι πραγματικά σε θέση να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά μια μεγάλης έκτασης και έντασης φυσική καταστροφή όπως είναι ένας μεγάλος σεισμός πρέπει διαθέτει υψηλής κατάρτισης και εξειδίκευσης προσωπικό και όλα εκείνα τα θεσμικά και επιχειρησιακά εργαλεία και δυνατότητες που είναι απαραίτητα. Μόνο έτσι θα μπορούμε να μιλάμε για μία Πολιτική Προστασία του 21ου αιώνα στην υπηρεσία των πολιτών και της Πολιτείας. Η σημερινή κατάσταση, μοιάζει σε πολλά σημεία να βρίσκεται ακόμη στην δεκαετία του 1950-1960. Πολύ φοβούμαι ότι οι όποιες ικανοποιητικές επιχειρησιακές δυνατότητες σε μέτριας έκτασης συμβάντα οφείλονται αποκλειστικά στην φιλοτιμία ορισμένων στελεχών της σε περιφερειακό και κεντρικό επίπεδο.
ΕΡ. Μετά την τραγωδία στο Μάτι έχει ενταθεί η συζήτηση για τα συστήματα έγκαιρης προειδοποίησης των πολιτών. Στο ΑΠΘ υλοποιήσατε κάποια πιλοτικά προγράμματα έγκαιρης προειδοποίησης επερχόμενου σεισμού και σε πραγματικό χρόνο εκτίμησης των αναμενόμενων βλαβών σε υποδομές. Θα μπορούσε σήμερα ένα τέτοιο σύστημα να εφαρμοστεί ευρύτερα, τουλάχιστον στις περιοχές, που διαθέτουν χάρτη σεισμικής διακινδύνευσης;
ΑΠ. Πράγματι έχουμε ξεκινήσει εδώ και μερικά χρόνια με την χρηματοδότηση ευρωπαϊκών ερευνητικών προγραμμάτων την ανάπτυξη ενός πιλοτικού συστήματος έγκαιρης προειδοποίησης και εκτίμησης του αναμενόμενου βαθμού βλάβης κτηρίων κρίσιμης σημασίας π.χ. νοσοκομεία, σχολεία, σε πραγματικό χρόνο, δηλαδή ταυτόχρονα με την εκδήλωση του σεισμού. Ο στόχος μας είναι όχι απλά να εκτιμηθεί το μέγεθος του επερχόμενου σεισμού και το επίκεντρο του αλλά να εκτιμηθεί και το αναμενόμενο επίπεδο βλάβης σε ένα σχολικό κτήριο ή ένα νοσοκομείο, ώστε να υπάρχει ένας έστω και ελάχιστος απαραίτητος χρόνος να ληφθούν μερικά απαραίτητα μέτρα προστασίας. Ο χρόνος αυτός είναι γενικά της τάξης των μερικών δευτερολέπτων πριν από την «άφιξη» της ισχυρής εδαφικής δόνησης που θα προκαλέσει και τις ζημιές στο κτίριο. Φαίνεται μικρός αλλά είναι αρκετός για να ληφθούν μέσω αυτομάτων συστημάτων αντίδρασης μια σειρά από πολύ σημαντικές δράσεις που θα περιορίσουν πολύ τις πάσης φύσεως απώλειες.
Η τεχνολογία αυτή βρίσκεται σε επίπεδο ανάπτυξης στις ΗΠΑ, την Ιαπωνία και προσφάτως και στην Ευρώπη. Συμμετέχοντας στις δράσεις αυτές ευελπιστούμε ότι θα μπορέσουμε να αναπτύξουμε ένα πρωτότυπο λειτουργικό σύστημα σε διάστημα τριών χρόνων. Προς τούτο αξίζει να σημειωθεί ότι έχουμε πετύχει μια καλή χρηματοδότηση και από την Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας για την ανάπτυξη του συστήματος σε σχολεία. Μια αρχική έκδοση του συστήματος ήδη λειτουργεί πιλοτικά σε κτίριο του νοσοκομείου ΑΧΕΠΑ.
ΕΡ. Τα δίκτυα σεισμογράφων και επιταχυνσιογράφων σε όλη τη χώρα δύνανται να υποστηρίξουν ένα ολοκληρωμένο σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης επερχόμενων σεισμών, τουλάχιστον για τις κρίσιμες εθνικές υποδομές;
ΑΠ. Προφανώς, αλλά από μόνα τους τα δίκτυα σεισμογράφων και επιταχυνσιογράφων σε συνθήκες «ελεύθερου πεδίου» δηλαδή εγκατεστημένα απλά στο έδαφος, δεν επαρκούν. Απαιτείται μια στοχευμένη ενοργάνωση των κρίσιμων υποδομών και το σημαντικότερο: απαιτείται εκ παραλλήλου και η ανάπτυξη ενός πολυδύναμου και πολυπαραμετρικού συστήματος με ισχυρή υπολογιστική ισχύ και τεχνογνωσία κάτι που ακόμη δεν είναι διαθέσιμο σε πλήρη λειτουργία. Αυτό επιδιώκουμε να αναπτύξουμε.
ΕΡ. Έχετε υποστηρίξει πως ο σεισμός της Θεσσαλονίκης λειτούργησε ως καταλύτης για την πρόοδο της σεισμικής μηχανικής και της σεισμολογίας στην Ελλάδα. Θα λέγατε πως αντίστοιχα επέδρασε και στην παιδεία των πολιτών; Γινόμαστε πιο υπεύθυνοι, μαθαίνουμε -η οργανωμένη πολιτεία αλλά και ο κάθε πολίτης χωριστά- από τα λάθη μας και τις ευθύνες μετά από κάποια μεγάλη φυσική καταστροφή;
ΑΠ. Σε κάποιο σημαντικό βαθμό είναι γεγονός ότι ο σεισμός της Θεσσαλονίκης λειτούργησε ως καταλύτης για την πρόοδο της σεισμικής μηχανικής και της σεισμολογίας στην Ελλάδα και εν κατακλείδι για την βελτίωση της σεισμικής ασφάλειας των κατασκευών κυρίως μέσω της βελτίωσης του αντισεισμικού κανονισμού. Όσον αφορά την αντισεισμική παιδεία των πολιτών η πρόοδος είναι μικρότερη και εν πάση περιπτώσει μη μετρήσιμη. Γενικά όμως θα έλεγα ότι υπάρχει πράγματι μια ευαισθησία στους πολίτες στο θέμα της σεισμικής προστασίας και όταν δεν τους απασχολούν άλλα προβλήματα της καθημερινότητας είναι σε θέση να της αποδίδουν την δέουσα σημασία.
ΕΡ. Πώς μπορεί να εξηγηθεί ο ιδιοφυής αντισεισμικός σχεδιασμός σημαντικών μνημείων, που άντεξαν και αντέχουν σε μεγάλους σεισμούς;
ΑΠ. Όπως φαντάζεσθε η απάντηση εξαρτάται από τα ίδια τα μνημεία. Πρώτα-πρώτα δεν πρέπει να παραβλέπουμε το γεγονός ότι τα μνημεία που διασώθηκαν, σε μικρό η μεγάλο βαθμό, είναι εξ αντικειμένου αυτά που σχεδιάσθηκαν καλύτερα και επέζησαν με επιτυχία πολλών καταστροφικών σεισμών. Είναι βέβαιο ότι πολύ περισσότερα μνημεία με υποδεέστερο αντισεισμικό σχεδιασμό και ποιότητα κατασκευής καταστράφηκαν. Οπότε δεν μπορούμε να μιλάμε γενικώς για ιδιοφυή σχεδιασμό των μνημείων.
Αυτή η γενική παρατήρηση ενός πραγματικού ιδιοφυούς σχεδιασμού ισχύει για τους αρχαιοελληνικούς κιονόσχημους ναούς με σπονδυλωτούς κίονες. Ισχύει επίσης σε μεγάλο βαθμό και σε πολλές ρωμαϊκές και βυζαντινές κατασκευές -βασικά εκκλησίες- που για μια σειρά λόγων όπως για παράδειγμα η ποιότητα των υλικών κατασκευής, η καλή εφαρμογή συσσωρευμένη εμπειρίας αιώνων όπως επίσης και ο ευφυής σχεδιασμός τους με χρήση θόλων, αψίδων και αντηρίδων, αποδειχθεί ότι πράγματι ο αντισεισμικός σχεδιασμό τους ήταν πολύ πετυχημένος.
Ειδικά για τους σπονδυλωτούς κίονες των αρχαιοελληνικών ναών έχει επανειλημμένα αποδειχθεί ότι η σπονδυλωτή τους κατασκευή λειτουργεί ως ένα είδος εσωτερικού συστήματος απόσβεσης της σεισμικής ενέργειας που εισέρχεται και διαδίδεται στη κατασκευή εξασφαλίζοντας με τον τρόπο αυτό μια πολύ καλή συμπεριφορά συγκρινόμενη για παράδειγμα με τους μονολιθικούς κίονες αντίστοιχης γεωμετρίας που είναι πολύ περισσότερο ευπαθείς σε ισχυρούς σεισμούς. Οι κίονες ταλαντώνονται, οι σπόδυλοι ενδεχομένως παρουσιάζουν διαφορικές μετακινήσεις, αλλά τελικά δύσκολα ανατρέπονται! Η κατανόηση του μηχανισμού ικανοποιητικής σεισμικής συμπεριφοράς σπονδυλωτών κιόνων όπως και πολλών βυζαντινών και μεταβυζαντινών μνημείων θα πρέπει να διδάσκεται στα Πολυτεχνεία διότι από πολλές απόψεις προσφέρει μια σπουδαία ποιότητα γνώσης στην σεισμική μηχανική.
ΕΡ. Ποιες είναι οι σημαντικότερες αλλαγές που προτείνονται στον νέο αντισεισμικό κανονισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης; Θα δούμε τον χάρτη σεισμικής επικινδυνότητας της Ελλάδας να αλλάζει;
ΑΠ. Υπάρχουν πάρα πολλές αλλαγές που βελτιώνουν ακόμη περισσότερο τον αντισεισμικό σχεδιασμό και αυξάνουν την ασφάλεια των κατασκευών. Είναι δύσκολο να αναφερθούν εδώ και μάλιστα σε ένα μη εξειδικευμένο κοινό. Μπορώ όμως να βεβαιώσω ότι όλες οι αλλαγές είναι στην σωστή κατεύθυνση και αντικατοπτρίζουν το σημερινό επίπεδο γνώσεων και τεχνολογίας. Ενδεικτικά μπορώ να αναφερθώ στην αλλαγή των σεισμικών φορτίων σχεδιασμού που ομογενοποιούνται για όλη την Ευρωπαϊκή Ήπειρο και υπολογίζονται με έναν ενιαίο τρόπο για όλη την Ευρώπη. Να φαντασθείτε ότι ακόμη και σήμερα έχουμε περίεργες καταστάσεις όπως για παράδειγμα το γεγονός ότι εκατέρωθεν συνόρων το σεισμικό φορτίο σχεδιασμού μπορεί να αλλάζει σύμφωνα με τις μελέτες που έχουν γίνει σε εθνικό επίπεδο χωρίς τις απαραίτητες συνέργειες και συνεργασίες με τα γειτονικά κράτη. Οι σεισμοί ξέρετε δεν αναγνωρίζουν εθνικά ή κρατικά σύνορα.
Είναι επίσης πολύ σημαντικό να γνωρίζουμε ότι οι Ευρωκώδικες και ειδικότερα ο Ευρωκώδικας 8 για τον αντισεισμικό σχεδιασμό όπως και ο Ευρωκώδικας 7 για τα γεωτεχνικά έργα γίνονται σιγά-σιγά παγκόσμιοι κανονισμοί, χρησιμοποιούμενοι όλο και πιο συχνά σε όλο τον κόσμο, γεγονός ιδιαίτερης βαρύτητας για την Ευρώπη, την επιστήμη και τεχνογνωσία της όπως και για την κατασκευαστική της βιομηχανία. Στην Μέση Ανατολή και την ΝΕ Ασία οι Ευρωκώδικες χρησιμοποιούνται σχεδόν αποκλειστικά, ενώ ακόμη και όταν δεν χρησιμοποιούνται αυτούσιοι, οι διάφορες διατάξεις των Ευρωκωδίκων εμπνέουν κανονισμούς σε πολλές χώρες σε όλον τον κόσμο.
Σε ό,τι αφορά στο δεύτερο σκέλος της ερώτησης η απάντηση είναι θετική. Ναι, θα βελτιωθεί ο χάρτης σεισμικής επικινδυνότητας της χώρας και ο τρόπος εκτίμησης των σεισμικών φορτίων σχεδιασμού των κατασκευών λαμβάνοντας υπόψη με πιο εμπεριστατωμένο τρόπο και την επιρροή των τοπικών εδαφικών συνθηκών. Αυτό το θέμα βέβαια εξαρτάται και από το πως θα το χειρισθεί η Ελλάδα στο Εθνικό όπως λέγεται Παράρτημα του Ευρωκώδικα 8, όπου οφείλει και έχει την δικαιοδοσία να εξειδικεύσει ορισμένες από τις διατάξεις του όπως είναι για παράδειγμα ο «χάρτης» σεισμικής επικινδυνότητας που θα ισχύει για την χώρα.
ΕΡ. Ο νέος ευρωκώδικας θα μπορέσει να λειτουργήσει ως ενιαίος ευρωπαϊκός αντισεισμικός μηχανισμός, εάν δεν συνοδεύεται και από αντίστοιχη κοινή πολιτική αντιμετώπισης της κρίσης, έπειτα από έναν ισχυρό σεισμό;
ΑΠ. Φυσικά, γιατί όχι; Ο Κανονισμός είναι ένα τεχνικό κείμενο που απευθύνεται ουσιαστικά στους μηχανικούς. Προσδιορίζει για διάφορες πιθανότητες το σεισμικό φορτίο σχεδιασμού και εν συνεχεία τον τρόπο σχεδιασμού και κατασκευής των διαφόρων τεχνικών έργων εξασφαλίζοντας κάποια δεδομένα επίπεδα ασφάλειας όπως προσδιορίζονται στην Ευρώπη, είτε με ενιαίο τρόπο, είτε σύμφωνα με τις ιδιαιτερότητες της κάθε χώρας. Για παράδειγμα στην Ελλάδα, όπως και στην περισσότερες χώρες του κόσμου, ο αντισεισμικός κανονισμός εξασφαλίζει την μη κατάρρευση μιας κοινής κατασκευής για ένα σεισμικό συμβάν με πιθανότητα υπέρβασης της εμφάνισης του 10% σε 50 χρόνια. Είναι μια επαρκής σύμβαση. Για κατασκευές ιδιαίτερης σημασίας και σπουδαιότητας π.χ. ένα σχολείο ή ένα νοσοκομείο η πιθανότητα είναι μικρότερη κάτι που σημαίνει ότι το σεισμικό φορτίο σχεδιασμού αυξάνεται αναλόγως, άρα και το επίπεδο ασφάλειας.
Σε ό,τι αφορά στην κοινή πολιτική αντιμετώπισης μια κρίσης όπως είναι μια φυσική καταστροφή το θέμα είναι πολύ πιο σύνθετο και θα αργήσει πολύ να αντιμετωπισθεί πρακτικά, (όχι σε επίπεδο γενικών διακηρύξεων και αρχών που όλοι συμφωνούν), και με ενιαίο τρόπο σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Θα μπορούσα να αναφέρω δεκάδες λόγους που αυτό δεν είναι προς το παρόν εφικτό, λόγοι που ανάγονται και εδράζονται σε τοπικές παραδόσεις, οργανωτικές δυνατότητες και δομές, διαθέσιμους πόρους σε επίπεδο κεντρικής διοίκησης ή σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο κλπ κλπ. Επί παραδείγματι στην Ιταλία υπάρχει μια ενιαία διαχείριση της κρίσης σε κεντρικό επίπεδο που διαχέεται στην συνέχεια σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο. Η Πολιτική προστασία είναι μια υπηρεσία παρά τον Πρωθυπουργό γεγονός που τις δίνει πάρα πολλές θεσμικές και επιχειρησιακές δυνατότητες. Αντιθέτως στην Γερμανία η Πολιτική Προστασία είναι απολύτως αποκεντρωμένη σε επίπεδο ομόσπονδων κρατιδίων που αποφασίζουν και έχουν την ευθύνη για την διαχείριση της κρίσης, ζητώντας, αν κρίνουν σκόπιμο, της συνδρομή της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης ή άλλων κρατιδίων.
Με δυο λόγια ο αντισεισμικός κανονισμός και η διαχείριση της κρίσης είναι δύο θέματα που σχετίζονται μεν μεταξύ τους αλλά μόνο εμμέσως το ένα επηρεάζει το άλλο. Ένας καλός αντισεισμικός κανονισμός θα βελτιώσει την ασφάλεια των υπό ανέγερση νέων κατασκευών, αλλά η διαχείριση της σεισμικής κρίσης ενός μεγάλου και καστροφικού σεισμού αφορά το σύνολο του δομημένου περιβάλλοντος που έχει κτισθεί σε διαφορετικές χρονικές περιόδους με διαφορετικούς κανονισμούς, ή και χωρίς κανένα κανονισμό. Ταυτόχρονα θα πρέπει να ληφθούν υπόψη και πλήθος άλλων παραμέτρων κοινωνικο-οικονομικής φύσεως που δεν σχετίζονται άμεσα με την ποιότητα και την αντοχή των κατασκευών.
Έχετε βέβαια απολύτως δίκαιο στο ότι μια αποτελεσματική διαχείριση της κρίσης είναι καλό να γνωρίζει εκ προοιμίου την τρωτότητα του δομικού ιστού και των υποδομών μια πόλης ή μιας περιοχής για διάφορα σεισμικά σενάρια. Στο κατά πόσο αυτή όμως θα είναι κοινή σε όλη την Ευρώπη αυτό είναι ένα άλλο θέμα.
ΑΠΕ-ΜΠΕ