Του Γιώργου Στάμκου*
Οι Έλληνες, όπως και οι υπόλοιποι ορθόδοξοι λαοί των Βαλκανίων, στους δύσκολους αιώνες της οθωμανικής κατάκτησης συσπειρώθηκαν γύρω από την Εκκλησία –το μόνο νόμιμο θεσμό που αναγνώριζε η Οθωμανική Αυτοκρατορία– προκειμένου να διατηρήσουν την ιδιαίτερη πολιτιστική τους ταυτότητα.
Όταν τον 19ο αιώνα οι λαοί των Βαλκανίων εισήλθαν στην περιπέτεια του εθνικισμού επιχείρησαν να «εθνικοποιήσουν» τις Εκκλησίες τους μεθοδεύοντας την απόσχιση τους από το Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, το οποίο και αντιστάθηκε στην έξαρση των βαλκανικών εθνικισμών. Πρώτη αποσχίστηκε η Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδας, η οποία απέκτησε εξ αρχής μια εθνικιστική έκφραση ταυτίζοντας τα συμφέροντά της μ’ εκείνα του ελλαδικού κράτους. Αξιοσημείωτο είναι πως στην Ελλάδα, όπως και στα υπόλοιπα Βαλκάνια, ο εθνικισμός συχνά «ντυνόταν με τα άμφια» της ορθοδοξίας, ενώ εκείνη με τη σειρά της ιεροποιούσε την εθνική ταυτότητα. Ο Γάλλος γεωπολιτικός Φρανσουά Τουάλ αναφέρει χαρακτηριστικά πως στα Βαλκάνια υπάρχει η τάση της «θρησκείας να ιεροποιεί το έθνος και το έθνος τη θρησκεία». Ο ίδιος, «ψυχαναλύοντας» τον ορθόδοξο κόσμο στο βιβλίο του Η Κληρονομιά του Βυζαντίου: Γεωπολιτική της Ορθοδοξίας, εντοπίζει μια εμμονή στην προδοσία, κοινή σ’ όλους τους βαλκανικούς λαούς, που βλέπουν τους εαυτούς τους ως «θεματοφύλακες της αλήθειας» και περιτριγυρισμένους από συνωμοτικούς εσωτερικούς κι εξωτερικούς εχθρούς…
Σε καμιά άλλη όμως βαλκανική χώρα η ορθόδοξη Εκκλησία δεν διατήρησε αλώβητη την προνομιακή της θέση και μια σημαντική πολιτική επιρροή, όσο στη χώρα μας. Στην Ελλάδα η Εκκλησία προσδέθηκε εξ αρχής στο κράτος και συνδέθηκε με τα πιο εθνικιστικά, συντηρητικά και οπισθοδρομικά στοιχεία της ελληνικής πολιτικής και κοινωνικής ζωής. Στην προσπάθεια της μάλιστα να συγκεράσει το νεωτερικό εθνικισμό με την οικουμενική βυζαντινή παράδοση η ελλαδική Εκκλησία κατασκεύασε το μύθο της «ελληνορθόδοξης» εθνικής ταυτότητας: ένα αντιφατικό σχήμα, που υποτίθεται πως αποτελεί τη βάση του σύγχρονου ελληνικού αυτοπροσδιορισμού. Υποπροϊόν αυτού του ανίερου συγκερασμού υπήρξε το ιδεολόγημα του λεγόμενου «ελληνοχριστιανισμού», που αποτέλεσε και την κυρίαρχη κρατική ιδεολογία κατά την περίοδο της δικτατορίας των Συνταγματαρχών (1967-1974).
Η ελληνόρθοδοξη Εκκλησία ανδρώθηκε μέσα από την αντιπαλότητα της προς το χριστιανισμό της Δύσης και το ισλαμισμό της Ανατολής, υιοθετώντας ιστορικά μια αμυντική και ξενόφοβη στάση που επιβιώνει ως τις μέρες μας. Παραδοσιακά αποτελούσε έναν πανίσχυρο πόλο αντιδυτικής ιδεολογίας, έντονα πολιτικοποιημένο και εχθρικά διακείμενο προς τις φιλελεύθερες ιδέες, τη δημοκρατία, την επιστήμη, τον εκσυγχρονισμό και στην κοινωνία των πολιτών. Σε μια εποχή που οι ελληνικές πολιτικές ελίτ, έχοντας πλέον υιοθετήσει έναν ξεκάθαρα ευρωπαϊκό προσανατολισμό, αρνούνται να αρθρώσουν αντιδυτικό λόγο και να εκφράσουν έτσι την αντιδυτική κοσμοθέαση που ενδημεί στην εθνικο-πολιτιστική ιδεολογία της σημερινής Ελλάδας, η ορθόδοξη Εκκλησία έρχεται για να καλύψει το κενό αναλαμβάνοντας τη «θεία αποστολή» της σωτηρίας της ελληνικής εθνικής ταυτότητας, που δήθεν κινδυνεύει να χαθεί στο «πολυπολιτισμικό καζάνι» της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κάτι τέτοιο δεν θα γινόταν όμως εφικτό αν η ορθόδοξη Εκκλησία δεν είχε μια μακραίωνη ιστορία αλαζονείας, εξουσιολαγνείας, υπερεξουσιών και προνομιακών σχέσεων με το κράτος, η οποία ανάγεται από την εποχή των πρώτων αιώνων της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Η ιδιόμορφη βυζαντινή πολιτική θρησκεία
Η Βυζαντινορωμαϊκή Αυτοκρατορία υπήρξε η κοιτίδα της ορθοδοξίας. Από τα πρώτα ακόμη χρόνια της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ο (ορθόδοξος) χριστιανισμός αναγνωρίστηκε επίσημα, νομιμοποιήθηκε, αποκρυσταλλώθηκε ως δόγμα κι έγινε καθημερινό βίωμα για εκατομμύρια ανθρώπους, ελληνόφωνους στην πλειοψηφία τους. Από τη στιγμή που ο χριστιανισμός αναγνωρίστηκε κι επιβλήθηκε ως επίσημη θρησκεία της Αυτοκρατορίας, η Εκκλησία τέθηκε αυτομάτως κάτω από την προστασία του ίδιου του Αυτοκράτορα, ο οποίος περιβλήθηκε με ιερότητα. Το μεταφυσικό-πολιτικό μήνυμα ήταν σαφές: Ένας Θεός στον ουρανό, ένας Αυτοκράτορας στη γη.
Στον πρόλογο της συλλογής των νομικών του κανόνων ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός υποστήριζε ότι τα μεγαλύτερα δώρα του Θεού προς το ανθρώπινο γένος είναι η ιεροσύνη και η αυτοκρατορία («Βασιλεύς εστί και Πατριάρχης»), γιατί το ένα αξίωμα υπηρετεί τα θεία πράγματα, ενώ το άλλο κατευθύνει τα ανθρώπινα ζητήματα. Ποιος όμως από τους δύο θεσμούς (Αυτοκράτορας-Εκκλησία) ήταν πιο ισχυρός κατά τη βυζαντινή περίοδο;
Παρά την αντίθετη πεποίθηση η Εκκλησία στο Βυζάντιο ούτε πανίσχυρη ήταν, ούτε και παρενέβαινε με το παραμικρό στις υποθέσεις της Πολιτείας. Στην πραγματικότητα ο Αυτοκράτορας ανακατευόταν και ρύθμιζε τα εκκλησιαστικά ζητήματα. Για παράδειγμα ο Αυτοκράτορας ήταν ο αρμόδιος, όταν εγκαθιστούσε τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως στο αξίωμα του σαν επικεφαλή της Ορθόδοξης Εκκλησίας, να διακηρύσσει ότι «αυτός ο άνθρωπος χειροτονείται Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως με τη χάρη του Θεού και με τη δική μας αυτοκρατορική συγκατάθεση, η οποία απορρέει από τη χάρη του Θεού». Κανείς δεν μπορούσε να γίνει Πατριάρχης χωρίς την αυτοκρατορική συγκατάθεση και κανείς Πατριάρχης δεν μπορούσε να αφορίσει τον Αυτοκράτορα όσο αντι-εκκλησιαστικά κι αν συμπεριφερόταν.
Ο Αυτοκράτορας από την άλλη είχε υπό την προστασία του την Εκκλησία, τη βοηθούσε στις ιεραποστολές και την ενίσχυε με προνόμια. Αυτή η υπερπροστατευτική πολιτική δε γινόταν με θρησκευτικά κριτήρια αλλά κυρίως απέβλεπε στη συνοχή της αυτοκρατορίας, που ήταν εθνικά, γλωσσικά και πολιτιστικά ανομοιογενής και στην εξασφάλιση, μέσω των συνεχόμενων ιεραποστολών, της φιλίας και συμμαχίας των γειτονικών λαών που ασπάζονταν τον χριστιανισμό. Άλλωστε ο εκχριστιανισμός των ειδωλολατρικών λαών σήμαινε αυτομάτως και την ένταξη τους στη μεγάλη «οικουμενική οικογένεια» υπό τη σκέπη του Αυτοκράτορα. Αυτό αιτιολογείται αν λάβει κανείς υπ’ όψιν του ότι ο βασιλιάς των Ρωμαίων θεωρούνταν Κοσμοκράτωρ, είχε δηλαδή τη «θεια νομιμοποίηση» για να κυβερνήσει όλο τον κόσμο! Απ’ αυτή την οπτική όλοι οι άλλοι βασιλιάδες ήταν υποτελείς του, μέλη μιας οικογενειακής ιεραρχίας με «πατέρα» τον ίδιο…
Ως αντάλλαγμα το πρόσωπο του αυτοκράτορα περιβάλλονταν με ιερότητα. Θεωρούνταν ο τοποτηρητής του Θεού στη Γη. Συχνά τον αποκαλούσαν ισαπόστολο, θεόπνευστο και άγιο(!), ενώ το ανάκτορο του ονομάζονταν «ιερόν παλάτιον», το συμβούλιο του «ιερό» και τα γράμματα του «θεια»! Αυτή η «ιδιόμορφη βυζαντινή πολιτική θρησκεία», σύμφωνα με το Ρώσο βυζαντινολόγο Οστρογκόρσκι, αποτέλεσε τη βάση της οικουμενικότητας που ήταν ο ακρογωνιαίος λίθος της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Γενικώς η δύναμη του αυτοκράτορα ήταν μεγαλύτερη από του πατριάρχη, όσο καιρό η Βυζαντινή Αυτοκρατορία ήταν κραταιά και μπορούσε ν’ αντιμετωπίζει αποτελεσματικά τους εξωτερικούς κι εσωτερικούς της εχθρούς. Τον 11ο αιώνα ο Πατριάρχης Μιχαήλ Κηρουλάριος επιχείρησε να ισχυροποιήσει τη θέση της Εκκλησίας σε σχέση με τον αυτοκράτορα αλλά απέτυχε. Ωστόσο, καθώς οι Τούρκοι προωθούνταν από την Ανατολή και οι Σταυροφόροι από τη Δύση το γόητρο του αυτοκράτορα έπεφτε σταθερά, ενώ εκείνο του Πατριάρχη παρέμενε αλώβητο.
Η ορθόδοξη εκκλησία ως συνδιαχειριστής της οθωμανικής αυτοκρατορίας
Όταν η Κωνσταντινούπολη έπεσε στους Τούρκους η θέση του Πατριάρχη ήταν ακόμη αρκετά ισχυρή, ώστε ο Γεννάδιος να πείσει τον Σουλτάνο να τον αναγνωρίσει ως τον ηγέτη όλων των Ορθόδοξων των Βαλκανίων, διατηρώντας μάλιστα για λογαριασμό του το αυτοκρατορικό σύμβολο του δικέφαλου αετού. Έτσι ο Πατριάρχης απέκτησε, εκτός από πνευματική αίγλη και πολιτική ισχύ, καθώς κατεύθυνε τις τύχες του Ρουμ μιλιέτ, που περιλάμβανε όλους τους υπόδουλους Ορθόδοξους της Βαλκανικής και όχι μόνον τους Ρωμιούς (ελληνόφωνους). Ανάμεσα στ’ άλλα το Πατριαρχείο είχε την απόλυτη δικαιοδοσία πάνω στις αντιδικίες μεταξύ των ορθοδόξων, ρυθμίζοντας ακόμη και υποθέσεις κληρονομιάς τους.
Το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης χρησιμοποίησε τη δύναμη του για τη διατήρηση της Ορθοδοξίας αλλά και άσκησε εξελληνιστική πολιτική προσελκύοντας μέλη των άλλων Ορθόδοξων λαών προς τον Ελληνισμό, ενώ χωρίς κανένα ενδοιασμό απορρόφησε το σερβικό Πατριαρχείου του Πετς (1766) και την σλαβοβουλγαρική αρχιεπισκοπή της Αχρίδας (1767). Γι’ αυτό και ορισμένοι ιστορικοί θεωρούν σήμερα το ρόλο του Πατριάρχη της οθωμανικής περιόδου ως «εθνάρχη», παρότι τότε δεν υπήρχε ακόμη ελληνικό έθνος αλλά ρωμαίικο γένος, που είχε περισσότερο πολιτισμική έννοια.
Παρ’ ότι η σύγχρονη ελληνική εθνικιστική ιστοριογραφία επιθυμεί να βλέπει την Εκκλησία κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας ως «αντιστασιακή οργάνωση», με το «κρυφό σχολειό» ως σύμβολο της εθνικής «αφύπνισης», στην πραγματικότητα όμως υπήρξε ένας συνδιαχειριστής της εξουσίας μαζί με τον Σουλτάνο. Ο Πατριάρχης, που είχε το αξίωμα του «πασά με τις τρεις αλογοουρές» και τον τίτλο του Αυθέντη (εφέντι τουρκιστί), όπως και η εκκλησιαστική ιεραρχία είχαν μια σειρά από προνόμια. Αυτοδιοικούνταν και ο θεσμός των βακουφιών προσέφερε μια ισχυρή οικονομική βάση και αυτονομία.
Η Εκκλησία είχε κάθε συμφέρον από τη σταθερότητα και την εδαφική ακεραιότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ενώ ο παραδοσιακός αντιλατινισμός της την οδήγησε σε μια εξ’ αρχής αρνητική στάση προς το ρεύμα του Διαφωτισμού που συνέπαιρνε τη Δύση. Έτσι εξηγούνται και «οι πατρικές συμβουλές» του Πατριάρχη Γρηγόριου που εξηγούσε το 1798 στους πιστούς του: «Ο Σουλτάνος είναι μετά το Θεό, ο αφέντης των Χριστιανών, ο θεματοφύλακας των αγαθών τους και ο φύλακας-άγγελος της ζωής τους» και ότι «αυτοί που μιλούσαν για το όνειρο της ελευθερίας, ενεργούσαν ενάντια στις Άγιες Γραφές και ήταν όργανα του Διαβόλου»! Μπορούμε να υποθέσουμε πως αν ήταν στο χέρι της εκκλησιαστικής ιεραρχίας και του Πατριαρχείου οι Έλληνες ίσως να μην επαναστατούσαν ποτέ κι έτσι να μην υπήρχε σήμερα Ελλάδα αλλά ένα είδος ρωμαιο-οθωμανικού ή τουρκοελληνικού κράτους θεοκρατικής δομής!
«Είμαι επίσκοπος, είμαι αφέντης!»
Οι άνεμοι της ιστορίας οδήγησαν ωστόσο στην ελληνική επανάσταση του 1821 και στη δημιουργία μιας μικρής Ελλάδας, σε μια φτωχή, ερειπωμένη κι έκκεντρη περιοχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Εξ αρχής το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης και οι Φαναριώτες δεν είδαν με καλό μάτι αυτό το «προτεκτοράτο» που ξεφύτρωσε στο νότο της ελληνικής χερσονήσου, χάρη στην υποστήριξη των ναυτικών (και εκσυγχρονιστικών) δυνάμεων της Δύσης. Μάλιστα το κατηγόρησαν για την απώλεια ορισμένων προνομίων τους και το κατέστησαν υπεύθυνο για τις συνεχείς τεταμένες σχέσεις τους με τους Οθωμανούς.
Η Εκκλησία της Ελλάδας, που ο Πατριάρχης αναγκάστηκε να αφορίσει το 1821 έπειτα από πιέσεις της Πύλης, κηρύχτηκε Αυτοκέφαλη, διοικούμενη από μια Σύνοδο τα μέλη της οποίας διορίζονταν από το βασιλιά, τον Καθολικό Όθωνα. Ο Όθων προερχόταν από τη Βαυαρία, μια χώρα που από το 1818 είχε διαχωρίσει την Εκκλησία από το Κράτος. Η κήρυξη του Αυτοκέφαλου της ελλαδικής Εκκλησίας το 1833 συνάντησε πολλούς εχθρούς αλλά και οπαδούς. Ένας οπαδός της νεοσύστατης Εκκλησίας της Ελλάδας επιχειρηματολογούσε εναντίον του Πατριαρχείου: «Η Ανατολική Εκκλησία ετέλει πάντοτε υπό την πολιτείαν, ουδέποτε ήτο υπό αυτής ανεξάρτητος, ουδέποτε αφηνίασε προς αυτοκράτορα επί Βυζαντινών χρόνων, πάντοτε επείθετο αυτοίς».
Η Αυτοκέφαλος Εκκλησία της Ελλάδας, με επικεφαλή της τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών, τελικά αναγνωρίστηκε με δυσφορία και υπό όρους από το Πατριαρχείο το 1850, έπειτα από ρωσική παρέμβαση. Η δικαιοδοσία της ωστόσο δεν καλύπτει, ακόμη και σήμερα, ολόκληρη την ελλαδική επικράτεια. Η Μακεδονία, η Ήπειρος, η Θράκη και τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου, δηλαδή οι λεγόμενες «Νέες Χώρες» που απελευθερώθηκαν μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, παραχωρήθηκαν σ’ αυτήν το 1928, αλλά τυπικά ανήκουν ακόμη στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Η Εκκλησία της Κρήτης είναι ημιαυτόνομη, ενώ τα Δωδεκάνησα, όπως και το Άγιο Όρος, υπάγονται απευθείας στο Πατριαρχείο. Αυτό σημαίνει πως η σημερινή Ελλάδα δεν έχει ένα, αλλά πέντε εκκλησιαστικά καθεστώτα, κάτι που ασφαλώς ενοχλεί την Αρχιεπισκοπή Αθηνών, η οποία θα επιθυμούσε να ασκεί έλεγχο σε ολόκληρη την επικράτεια.
Σε αντίθεση με το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, που αντιστάθηκε στον εθνικισμό, η Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδας απέκτησε αμέσως εθνική κι εθνικιστική έκφραση, συνδυάζοντας κατά περίεργο τρόπο την παράδοση με τον εκσυγχρονισμό κι αποκτώντας και κάποια επιπλέον στοιχεία φερμένα από τη Δύση, όπως για παράδειγμα το νέο ημερολόγιο. Η Αυτοκέφαλη Εκκλησία φόρεσε λοιπόν εξ αρχής τον εθνικιστικό λόγο, προώθησε με ζήλο τη Μεγάλη Ιδέα, και προσκολλήθηκε στο Κράτος επιζητώντας ως αντάλλαγμα την προστασία του.
Ταυτίστηκε πάντα με τα πλέον συντηρητικά στοιχεία της ελληνικής κοινωνίας και υιοθέτησε μια αντιεκσυγχρονιστική και ξενόφοβη στάση σε πολλά ζητήματα (γλωσσικό, εκπαιδευτικό κ.α.). Υποστήριξε το θεσμό της βασιλείας, ενώ δεν είδε με κακό μάτι ακόμη και την δικτατορία του Μεταξά (1936) και το ιδεολόγημα του «τρίτου ελληνικού πολιτισμού». Συνεργάστηκε σε μεγάλο βαθμό με τις γερμανικές δυνάμεις κατοχής (1941-1944) και δεν παρενέβη συμφιλιωτικά κατά την περίοδο του αιματηρού Εμφύλιου Πολέμου (1944-1949). Εκτέθηκε με την υποστήριξη της στη Χούντα των Συνταγματαρχών (1967-1974), που είχε ως σύνθημα της το ρατσιστικό «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών». Παρ’ όλα αυτά η Εκκλησία δεν έκανε ποτέ την αυτοκριτική της και ποτέ δεν ζήτησε συγνώμη από τον ελληνικό λαό για τις ευθύνες ή τις παραλείψεις της. Τα τελευταία χρόνια η Εκκλησία της Ελλάδας, απολαμβάνοντας –παρά τις κατά καιρούς απόπειρες για απόσπαση της περιουσίας της– την προστασία και τη φροντίδα του Κράτους, έχει πολιτικοποιηθεί σε μεγάλο βαθμό και υποδυόμενη έναν λαϊκιστικό και εθνικιστικό λόγο κι έχει αυτοανακηρυχτεί «προστάτιδα» της εθνικής ταυτότητας των Ελλήνων.
Εδώ και 17 αιώνες η Ελληνορθόδοξη Εκκλησία απολαμβάνει πάντα της φροντίδας και προστασίας του Κράτους, όποιο κι αν ήταν αυτό (Βυζάντιο, Οθωμανική Αυτοκρατορία, σύγχρονη Ελλάδα). Καταγγέλλοντας την αλαζονεία της μακραίωνης εξουσίας της Ελληνορθόδοξης Εκκλησίας ο ομότιμος καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου των Αθηνών, Σάββας Αγουρίδης, καυτηρίασε πριν από χρόνια χαρακτηριστικά λέγοντας: «Είμαι επίσκοπος, είμαι αφέντης. Με αναγνώρισε ο Αυτοκράτορας, με αναγνώρισε ο Σουλτάνος, με αναγνώρισε η ελληνική κυβέρνηση». Τι άλλο θέλετε;
* Ο Γιώργος Στάμκος είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος.