Ως το κλείσιμο μιας μεγάλης ιστορικής εκκρεμότητας χαρακτηρίζει με δήλωσή του στο real.gr o Γενικός Γραμματέας της Βουλής Κώστας Αθανασίου την έναρξη δημοσιοποίησης του φακέλου της Κύπρου.
“Η έναρξη της δημοσιοποίησης του «Φακέλου της Κύπρου», 44 μετά το πραξικόπημα της χούντας και την τουρκική εισβολή που ακολούθησε, κλείνει μια μεγάλη ιστορική εκκρεμότητα”.
“Με τον τρόπο αυτό οι πολίτες στην Ελλάδα και στην Κύπρο έχουν πλέον στη διάθεσή τους μια στέρεη επιστημονικά βάση, η οποία μπορεί και αυτή από την πλευρά της να συμβάλει στο να τοποθετηθούν τα γεγονότα που καθόρισαν τις εξελίξεις στην πραγματική τους διάσταση. Το υλικό που δημοσιοποιείται αφορά το σύνολο των μαρτυρικών καταθέσεων στην Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής των Ελλήνων την περίοδο 1985-1988. Θα ήθελα ως πρόεδρος της επιτροπής που δούλεψε για τη συλλογή, την ταξινόμηση, την καταγραφή, την ψηφιοποίηση και την έκδοση του υλικού, να ευχαριστήσω τα μέλη της για την πραγματικά ιδιαίτερη ευθύνη και μεθοδικότητα με την οποία εργάστηκαν” τονίζει ο κ. Αθανασίου ο οποίος υπήρξε και ο επικεφαλής της επιστημονικής επιτροπής, η οποία διαχειρίστηκε το υλικό.
Η επιστημονική επιτροπή (Κώστας Αθανασίου, Αντώνης Βγόντζας, Έλλη Δρούλια, Παναγιώτης Ηλιόπουλος, Λεωνίδας Καλλιβρετάκης, Ηλίας Νικολακόπουλος, Γιώργος Σαββαΐδης, Τάσος Σακελλαρόπουλος, Βάσω Τσακανίκα, Μάγδα Φυτιλή, Όλια Ησαΐα και Άρης Σωτηρόπουλος) ομάδα εργάστηκε επί τρία χρόνια σε πολλές περιπτώσεις υπό δύσκολες συνθήκες προσπαθώντας ακόμα και να ανασυνθέσει το υλικό. Κι αυτό γιατί πέραν των φακέλων οι οποίοι είχαν χαθεί σε αρκετές περιπτώσεις το υλικό ανακαλύφθηκε σε άθλια κατάσταση με φακέλους να έχουν σαπίσει.
Παρά το γεγονός ότι στον κοινό πρόλογό τους ο Πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων Νίκος Βούτσης και ο Πρόεδρος της Κυπριακής Βουλής των Αντιπροσώπων Δημήτρης Συλλούρης σπεύδουν να επισημάνουν ότι οι καταθέσεις των μαρτύρων αποτελούν προσωπικές τους απόψεις, το υλικό που έχει συγκεντρωθεί και πολλές φορές οι ταυτίσεις στις καταθέσεις ρίχνουν φως στις άγνωστες στιγμές προετοιμασίας του χουντικού πραξικοπήματος αλλά και των στιγμών λίγο πριν και λίγο μετά από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Κοινή συνισταμένη όλων είναι ότι οι υπαίτιοι της τραγωδίας της Κύπρου έμειναν ατιμώρητοι ενώ αν κάτι αποτυπώνει το κλίμα της εποχής στην οποία διεξήχθησαν οι συνεδριάσεις της επιτροπής, είναι ότι τα κόμματα συνεδρίαζαν τρεις ολόκληρους μήνες μόνο για να συμφωνήσουν επί της διαδικασίας ενώ το πόρισμα -έχοντας φτάσει πλέον στην περίοδο Κοσκωτά- δεν έφτασε ποτέ προς συζήτηση στην Ολομέλεια.
Το real.gr αποκαλύπτει σήμερα χαρακτηριστικά αποσπάσματα από το σύνολο των 2500 σελίδων οι οποίες ήδη δημοσιοποιήθηκαν την περασμένη Τρίτη. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να βρει το σύνολο του υλικού των τεσσάρων πρώτων τόμων εδώ.
“Δεν είχαμε όπλα”
Kατατοπιστικότατες τόσο για την κατάσταση στην Κύπρο λίγο πριν από τα γεγονότα του Ιουλίου του ’74, την οργάνωση και την εκτέλεση του πραξικοπήματος αλλά και την απάθεια του καθεστώτος Ιωαννίδη ενώ ήδη είχε αρχίσει ο “ΑΤΤΙΛΑΣ Ι” είναι οι καταθέσεις του Κωνσταντίνου Κομπόκη, επικεφαλής των μονάδων καταδρομών κατά τη διάρκεια του πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου και κατά την τουρκική εισβολή της 20ής Ιουλίου 1974. Περιγράφοντας την τραγική κατάσταση του οπλισμού της Εθνικής Φρουράς ο Κομπόκης κατέθεσε ότι: “Από πλευράς οπλισμού είχαμε κυριολεκτικά χάλια. Είχαμε οπλισμό του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, τυφέκια επαναληπτικά αντί των αυτομάτων που υπήρχαν ήδη εκείνη την εποχή, σχεδόν στους περισσοτέρους στρατούς του κόσμου”. Σε άλλο σημείο της κατάθεσής του ο Κομπόκης αναφέρεται και στην αεροπορική υπεροχή των Τούρκων: “Είχαμε μηδαμινή εμείς αεροπορία και είχαν οι Τούρκοι φοβερή υπεροχή” αναφέρει χαρακτηριστικά.
Η σύσκεψη της 2ας Ιουλίου 1974 στο Αρχηγείο Ενόπλων Δυνάμεων και η εντολή για το πραξικόπημα
Όπως προκύπτει από την κατάθεση του Κομπόκη η εντολή για το πραξικόπημα δόθηκε στις 2 Ιουλίου 1974 σε σύσκεψη στο Αρχηγείο Ενόπλων Δυνάμεων (σημερινό ΓΕΕΘΑ). Μεταξύ των παρόντων ο στρατηγός Μπονάνος ο ταξίαρχος Ιωαννίδης, ο υποστράτηγος Παπαδάκης, ο ταξίαρχος Γεωργίτσης από την Κύπρο και οκτώ ακόμα επιτελείς βαθμού ταγματάρχου αντισυνταγματάρχου. Σύμφωνα με τον Κομπόκη ο Μπονάνος ήταν αυτός που πήρε τον λόγο.
“Στο θέμα της Κύπρου, απευθυνόμενος περισσότερο στον κ. Γεωργίτση κι εμένα, μας είπε, όπως ξέρετε, κύριε Γεωργίτση και κύριε Κομπόκη, από καιρό θέλουμε να αλλάξουμε τον οπλισμό της Εθνικής Φρουράς με έξοδα βεβαίως της κυβερνήσεως Κύπρου και στο σημείο αυτό δεν μπορέσαμε να συμφωνήσουμε ποτέ με τον Μακάριο. Η ηυξημένη δραστηριότης η οποία παρουσιάζεται τελευταία στους θύλακες έχει σχέση με την καλύτερη επάνδρωση και τον καλύτερο εξοπλισμό των τουρκοκυπριακών θυλάκων, βάσει των πληροφοριών που έχουμε εμείς. Οι ενδοκυπριακές συνομιλίες, κατηγορούμεθα από τους Τούρκους, δεν προχωρούν, οι τότε ενισχυμένες, όπως λέγονταν, θα θυμάστε, υπαιτιότητι ημών. Κι εκεί θυμάμαι που είπε, δεν τα ξέραμε, εγώ τουλάχιστον δεν τα ήξερα αυτά, ότι είχαμε από δύο ετών τουλάχιστον σταματήσει σε τρία σημεία από τα δεκατρία, πόσα σημεία είχε ζητήσει παλαιότερα ο Μακάριος για αναθεώρηση του Συντάγματος. Κατηγορούμεθα ότι η ελληνική πλευρά, η κυπριακή πλευρά δεν εδέχετο στα σημεία αυτά κανέναν συμβιβασμό και επάνω σ’ αυτό μας πιέζουν. Γενικά η απειλή, μας είπε, από πλευράς Τουρκίας είναι ορατή. Κατόπιν αυτού, εκεί μπαίνουμε πλέον στην ουσία, απεφασίσθη από την ηγεσία να γίνει η απομάκρυνσις του Μακαρίου από την κυβέρνηση της Κύπρου, να τοποθετηθεί άλλη κυβέρνησις, συνεργάσιμος, για να επιτύχουμε τον εξοπλισμό της Εθνικής Φρουράς, την οχύρωση της Κύπρου” κατέθεσε ο Κομπόκης.
“Σώστε τον Μακάριο ειδάλλως οι Κύπριοι θα μας μισήσουν”
Ο Κομπόκης υποστήριξε ότι μετά από το τέλος της σύσκεψης ο Ιωαννίδης τον απομώνεσε ώστε να μην ακούν οι υπόλοιποι ζητώντας του μυστικά να εγγυηθεί για τη ζωή του Μακαρίου. “ Με εδέσμευσε τότε με τον λόγο της τιμής μου να μην πω εγώ τίποτα, μέχρις ότου αυτός θεωρήσει καλό να το γνωστοποιήσει. Θα ήθελα μου είπε να μου εξασφαλίσετε τη ζωή του Μακαρίου και τη διαφυγή του από την Κύπρο. Εάν σκοτωθεί ο Μακάριος, κατά την ενέργεια αυτή, οι μισοί Κύπριοι θα πρέπει να ξεχάσουμε σχεδόν διά παντός ότι είναι Έλληνες. Θα μας μισήσουν κυριολεκτικά. Λατρεύουν τον Μακάριο και θα μας θεωρούν δολοφόνους, ενώ μέχρι τώρα μας λένε τουλάχιστον μόνο καλαμαράδες” κατέθεσε ο Κομπόκης. Προσθέτει δε ότι όταν ρώτησε τον Ιωαννίδη γιατί δεν εξέφρασε το αίτημα μπροστά στους υπολοίπους η απάντηση ήταν πως φοβήθηκε πως θα τον καθαιρέσουν.
Σε άλλο σημείο της κατάθεσής του ο Κομπόκης περιγράφει τις στιγμές του πραξικοπήματος και πως οργανώθηκε επιχειρησιακά η φυγή του Μακαρίου. “Έκλεισα, εν πάση περιπτώσει, όλους τους δρόμους και άφησα μόνο την πίσω πλευρά του προεδρικού χώρου αφύλαχτη, που οδηγούσε σε έναν κύριο δρόμο, ο οποίος αυτός κύριος δρόμος έβγαζε προς την κατεύθυνση του Τροόδους, καμία άλλη κατεύθυνση δεν έμεινε ανοιχτή. Η σκέψις μου ήταν ότι κατευθυνόμενος προς το Τρόοδος ο Μακάριος από κει και μετά έχει δύο δρόμους. Ο ένας είναι προς την Πάφο κι ο άλλος είναι προς τις αγγλικές βάσεις του Ακρωτηρίου, αφού ανέβει στο Τρόοδος. Και βέβαια ήλπιζα να κατευθυνθεί κατευθείαν προς τις βάσεις του Ακρωτηρίου και όχι προς την Πάφο, όπου πήγε τελικώς”.
Ματαιώστε το πραξικόπημα
Κατά την κατάθεσή του ο Κομπόκης αποκαλύπτει ότι τα εκτελεστικά όργανα του πραξικοπήματος ζήτησαν από τη Χούντα των Αθηνών ματαίωση του πραξικοπήματος ανατροπής του Μακαρίου φοβούμενοι ότι θα υπήρχαν απώλειες των εγγυητριών δυνάμεων. Η απόφαση ωστόσο της Χούντας ήταν ειλημμένη. “ Ανησυχούσαμε πάρα πολύ για την αποστολή που πήραμε. Γι’ αυτήν την ειδική επιχείρηση, τι επιπτώσεις θα είχε. Δεν σας κρύβω στις συζητήσεις που κάναμε με τον Γεωργίτση, εν συνεχεία με τον Γιαννακόδημο και λέγαμε ότι εδώ είμαστε σε ξένο κράτος. Μπορεί την Κύπρο από παιδιά να την θεωρούσαμε ελληνική, αλλά ήταν τυπικά ξένο κράτος, το οποίο μάλιστα κράτος αυτό είχε και δύο άλλες εγγυήτριες δυνάμεις. Βλέπαμε λοιπόν ότι στην πορεία ακόμη της μελέτης των σχεδίων, πρώτα πρώτα ήταν ορισμένοι στόχοι οι οποίοι σχεδόν άπτοντο των θυλάκων των τουρκικών. Αλλά δεν χρειαζότανε να είναι και πολύ κοντά, στρατιώτες είναι αυτοί, όπλα είναι αυτά, λέγαμε ότι είναι πάρα πολύ πιθανόν να έχουν και κάποιες απώλειες οι Τούρκοι. Κάποιες απώλειες οι Άγγλοι. Τι θα γίνει μ’ αυτό το θέμα; Αυτά τα κάναμε όλα, τα βάζαμε κάτω και δεν αισθανόμεθα καθόλου ασφαλείς από πλευράς, ας χρησιμοποιήσω τη στρατιωτική ορολογία, νώτων και πλευρών. Αυτές οι ανησυχίες μας και αρκετές άλλες κορυφώθηκαν σιγά, σιγά σε σημείο τέτοιο, ώστε κάμποσες ημέρες πριν από τη 15η συγκεντρωθήκαμε, ανταλλάξαμε απόψεις και αποφασίσαμε κάτω εκεί, εγώ, ο κ. Γεωργίτσης, ο κ. Γιαννακόδημος, οι δύο διοικηταί μοιρών δικοί μου, εάν θυμάμαι καλά ήταν ο ένας διοικητής των τεθωρακισμένων, δεν είμαι βέβαιος γι’ αυτό, και καταλήξαμε στην απόφαση να προτείνουμε τη ματαίωση της επιχειρήσεως. Αναθέσαμε αυτή την αποστολή σε έναν ταγματάρχη, αυτή την αποστολή, σε έναν ταγματάρχη ονόματι Κοντώσης. Ο ταγματάρχης Κοντώσης, στον οποίον είπαμε να πάει παρουσιαστεί στον Μπονάνο και στον Ιωαννίδη και ειδικότερα στον Ιωαννίδη, διότι αυτός ήταν ο ουσιαστικός αρχηγός τότε, παρότι εκάθετο πίσω από τις κουρτίνες, να ματαιωθεί η επιχείρησις, διότι δεν τη θεωρούσαμε εξασφαλισμένη από άποψη λοιπών εγγυητριών δυνάμεων. Ανέβηκε ο Κοντώσης με το αεροπλάνο, γύρισε την επομένη και μας λέει ότι θα εκτελέσετε τη διαταγή άνευ ουδεμίας πλέον αντίρρησης και χωρίς καμία αλλαγή”.
Απάθεια και αυτοσυγκράτηση
Οι τουρκικές προετοιμασίες για την εισβολή φαίνεται πως είχαν ενταθεί ήδη δύο μήνες νωρίτερα. από τις αρχές Ιουλίου με τα στελέχη της Εθνικής Φρουράς να ενημερώνουν την Αθήνα για τις ύποπτες κινήσεις. Η απάθεια των Αθηνών την ώρα της εισβολής κι ενώ είχε πλήρη εικόνα για το τι γινόταν στην Κύπρο αποτυπώνεται στον διάλογο που ανέπτυξε με τον Πρόεδρο της Επιτροπής ο Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Φρουράς Μιχαήλ Γεωργίτση. Η αντίδραση ήταν τέτοια ώστε οι στρατιωτικοί της εθνικής φρουράς να μη μιλούν για τουρκική απόβαση αλλά για αποβίβαση αφού δεν συνάντησαν την παραμικρή αντίσταση.
ΓΕΩΡΓΙΤΣΗΣ: Πρέπει να είναι γύρω στις 5.20 που ήρθαν και τα αεροπλάνα κι έκαναν τη ρίψη των αλεξιπτωτιστών.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τι σας έλεγε το ΑΕΔ;
ΓΕΩΡΓΙΤΣΗΣ: Αφού δεν έδωσε ούτε πολυβόλα ελεύθερα. Δηλαδή, να αποδεσμεύσουν τα αντιαεροπορικά, για να ρίξουμε τα αεροπλάνα. Τίποτα. Και μάλιστα είχα προσωπική επικοινωνία με τον κύριο, ταξίαρχο τότε, Πολίτη Σπύρο. Λέω προς Θεού, μέχρι τώρα δεν κάνατε τίποτα, δώστε πολυβόλα ελεύθερα, να ρίξουμε τα τουρκικά αεροπλάνα.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Όταν ένα τμήμα ενόπλων δυνάμεων δέχεται μια τέτοια επίθεση είναι υποχρεωμένο να περιμένει διαταγή των ανωτέρων του κλιμακίων ή είναι υποχρεωμένο να αυτενεργήσει και να αμυνθεί;
ΓΕΩΡΓΙΤΣΗΣ: Εδώ ήταν μια ειδική περίπτωσις. Ενώ αυτοί είχανε όλες τις πληροφορίες, δεν έλεγαν απολύτως τίποτα και μας έλεγαν αυτοσυγκράτησις.
Βάλε μια γραβάτα κι έλα να ορκιστείς Πρόεδρος
Αίσθηση προκαλεί και η αποκάλυψη του Κομπόκη για τον τρόπο επιλογής του Σαμψών ως του προσώπου που θα αναπλήρωνε τον ανατραπέντα Μακάριο. Το σκηνικό όπως περιγράφεται από τον Κωνσταντίνο Κομπόκη παραπέμπει σε καθεστώς απολύτου σύγχυσης και αποδίδει την επιλογή Σαμψών σε τυχαίο γεγονός. “Με ρώτησαν τη γνώμη μου γιατί δεν μπορούσαν να βρουν Πρόεδρο. Επάνω στην ώρα αυτή, όπως ήμουν οργισμένος, λέω, μια και επιμένετε, είδα σε ένα από τα γραφεία καθόταν ο Σαμψών. Του λέω έλα δω, Σαμψών, βάλε μια γραβάτα και πήγαινε να σε ορκίσουν Πρόεδρο. Όταν μετά από ένα αρκετό χρονικό διάστημα επέστρεψα στο ΓΕΕΦ, έμαθα ότι ο Σαμψών είχε ορκιστεί Πρόεδρος. Δεν σας κρύβω ότι κυριολεκτικώς τα ’χασα”.
Του Γιώργου Λυκουρέντζου, Real.gr