Φεγγάρι, άστρα, δέντρα, νύχτα μαύρη, εσείς που τόσο αγάπησε, ο Καζαντζάκης σας δεν υπάρχει πια!

Με θαρρούν λόγιο, διανοούμενο, γραφιά. Και δεν είμαι τίποτε απ’ αυτά. Τα δάχτυλά μου, όταν γράφω, δεν μελανώνουνται, αιματώνουνται.

Θαρρώ δεν είμαι παρά τούτο: μια απροσκύνητη ψυχή.

Mε τα λόγια τούτα περιέγραψε στα 1950 τον εαυτό του Νίκος Καζαντζάκης. Μια απροσκύνητη ψυχή! Αυτό άλλωστε είναι το μήνυμα που έδωσε μέσα από όλα τα έργα του. Μια απροσκύνητη ψυχή που ακόμα και μόνη της στον κόσμο, στους αιώνες, σε όλες τις διαστάσεις, μπορεί να παλεύει, να μάχεται. Μόνη, για να αλλάξει τον κόσμο και να κάνει το χρέος της. Σαν τον Καπετάν Μιχάλη. Μόνος στα βουνά, να νιώθει το αίμα να τρέχει απ’ τις πληγές, αλλά να μην παραδίδεται. Και να μην παραδίδεται ξέροντας ότι έτσι μόνο ο θάνατος του μένει. Μια απροσκύνητη ψυχή που νικά και το θάνατο, γιατί δεν σκιάζεται, δε λογίζει το τέλος. Γιατί δεν υπάρχει τέλος, στη λογική του αγώνα, όπως μας διδάσκει ο Νίκος Καζαντζάκης.

Όπως δεν υπάρχει τέλος για τον Νίκο Καζαντζάκη, κι ας έφυγε μια μέρα σαν σήμερα, πριν από 61 χρόνια. Κείνη τη νύκτα της 26ης Οκτωβρίου 1957 στο Φράιμπουργκ της Γερμανίας, που ο Νίκος Καζαντζάκης παράτησε την πένα, σταμάτησε να γράφει, έκανε ένα αιώνιο συμβόλαιο με τις σκέψεις και τις ψυχές των ανθρώπων. Κείνων των ανθρώπων που δεν λογιάζουν αν θα είναι νικητές ή νικημένοι, αλλά ξέρουν ότι έχουν χρέος να πολεμούν. Που ξέρουν ότι θα πρέπει να ανέβουν τον Γολγοθά για να έχουν την πιθανότητα να είναι νικητές. Κι αφού σπάσουν πολλά κεφάλια στα σίδερα, μέχρι να λυγίσουν.

Η νύχτα του θανάτου

Ήταν 10:20′ το βράδυ όταν ο Νίκος Καζαντζάκης άφηνε την τελευταία του πνοή στην Πανεπιστημιακή Κλινική του Freiburg της Γερμανίας. Η Ελένη ήταν στο πλάι του, έζησε την αγωνία και τη λύτρωση. Τα τελευταία λόγια του ήταν: «Διψώ! Διψώ». Τόσους ωκεανούς είχε αγναντέψει ο Οδυσσέας μα δεν είχε ξεδιψάσει.

Η Ελένη Καζαντζάκη περιγράφει στον “Ασυμβίβαστο”, τις τελευταίες εκείνες δραματικές στιγμές της αναχώρησης:

—Διψώ!… Διψώ!… Διψώ!…
Μόνη στο προσκέφαλο του αγαπημένου μου, φώναζα όλους τους άγιους βοήθειά μου.
—Νίκος μου, Νίκος μου, του έλεγα, τριήμερος είναι, θα περάσει. Κουράγιο, αγάπη μου. Σήμερα το βράδυ ο πυρετός θα πέσει. Αύριο θα φέξει πάλι ο ήλιος, θαυμάσιος!
Τα έλεγα και τα πίστευα.
—Ναι… ναι…, έγνεφε ο Νίκος με το κεφάλι και μου ζητούσε νερό να ξεδιψάσει.
—Θυμηθείτε τον Μπέργκσον, την επιστράτεψη! Επιστρατέψετε τις δυνάμεις σας, σας ικετεύω!
—Ναι… ναι…, έγνεφε ο Νίκος και ζητούσε πάλι να πιει να ξεδιψάσει.
[…]
—Νίκος μου, Νίκος μου, φώναξα, με ακούς, αγάπη μου;
Έμεινε ακίνητος. Η «παιδική καρδιά» του χτυπούσε ακόμα. Η ανάσα του έγινε ακόμα πιο γρήγορη και πιο σύντομη. Πήρα το αριστερό του χέρι, μεταξωτό, ποτέ ιδρωμένο, το απόθεσα στο κεφάλι μου:
—Δώσ’ μου την ευχή σου, Καλέ μου. Κάνε ν’ ακολουθήσω πάντα το δρόμο, που χάραξες.
Το χέρι έμεινε ώρα πολλή πάνω στο κεφάλι μου. Ζεστό, μεταξωτό, πάντα δροσερό, όπως το αγαπούσα. Έπειτα το απόθεσα απαλά πάνω στα σεντόνια.
Ο Νίκος Καζαντζάκης δεν υπήρχε πια. Θα ‘θελα ν’ ανοίξω πόρτες και παράθυρα και να φωνάξω:
—Φεγγάρι, άστρα, δέντρα, νύχτα μαύρη, εσείς που τόσο αγάπησε, ο Καζαντζάκης σας δεν υπάρχει πια!
Γύρισα δίπλα του, τον κοίταζα πολλή ώρα. Του έκλεισα τα μάτια. Τα μάτια που ‘ χαν το χρώμα της ελιάς δε θα ‘βλεπαν ποτέ πια τον ήλιο. Η πηχτή νύχτα του θανάτου, έκλεινε τον κύκλο της, τα τριάντα τρία χρόνια φως.
Όρθιος, όπως έζησε, παράδωσε την ψυχή του, σαν το βασιλιά, που αφού γλέντησε στο μεγάλο τραπέζι, σηκώθηκε, άνοιξε την πόρτα, και, χωρίς να στραφεί πίσω, διάβηκε το κατώφλι.

Το χρέος του Ανθρώπου

Η μεγάλη καρδιά του Καζαντζάκη σταμάτησε να χτυπά στα 74 χρόνια του, αλλά η γραφίδα του, τα μηνύματά του, συνεπαίρνουν ειδικά σήμερα, αυτές τις δύσκολες εποχές, το ίδιο ζωντανά, όχι μόνο τους Έλληνες, αλλά πολλούς λαούς του κόσμου.

Κι ένα μήνυμα είναι αυτό που συμπυκνώνει τη φιλοσοφική σκέψη του Καζαντζάκη: Κάμε το χρέος σου. Μη λογαριάσεις αν θα κερδίσεις ή αν θα χάσεις. Κάμε το χρέος σου. Μη σε νοιάζει αν το κάνουν οι άλλοι. Κάμε το χρέος σου. Τα αίματα των προγόνων σου φτάνουν μέχρις εσένα και αφυπνίζουν την ψυχή σου.

Κάμε το χρέος σου, όπως το περιέγραψε στην «Ασκητική» του:

«ΠΡΩΤΟ ΧΡΕΟΣ

…Μα εγώ, ο Νους, με υπομονή, με αντρεία, νηφάλιος μέσα στον ίλιγγο, ανηφορίζω. Για να μην τρεκλίσω να γκρεμιστώ, στερεώνω απάνω στον ίλιγγο σημάδια, ρίχνω γιοφύρια, ανοίγω δρόμους, οικοδομώ την άβυσσο.

Αργά, με αγώνα, σαλεύω ανάμεσα στα φαινόμενα που γεννώ, τα ξεχωρίζω βολικά, τα σμίγω με νόμους και τα ζεύω στις βαριές πραχτικές μου ανάγκες. Βάνω τάξη στην αναρχία, δίνω πρόσωπο, το πρόσωπο μου, στο χάος.

Δεν ξέρω αν πίσω από τα φαινόμενα ζει και σαλεύει μια μυστική, ανώτερη μου ουσία. Κι ούτε ρωτώ δε με νοιάζει.

Γεννοβολώ τα φαινόμενα, ζωγραφίζω με πλήθια χρώματα φανταχτερά, γιγάντιο ένα παραπέτασμα μπροστά από την άβυσσο. Μη λες: “Αναμέρισε το παραπέτασμα, να δω την εικόνα!” Το παραπέτασμα, αυτό είναι η εικόνα.

Είναι ανθρώπινο έργο, πρόσκαιρο, παιδί δικό μου, το βασίλειο μου ετούτο. Μα είναι στέρεο, άλλο στέρεο δεν υπάρχει, και μέσα στην περιοχή του μονάχα μπορώ γόνιμα να σταθώ, να χαρώ και να δουλέψω.

Είμαι ο αργάτης της άβυσσος. Είμαι ο θεατής της άβυσσος. Είμαι η θεωρία κι η πράξη.

Είμαι ο νόμος. Όξω από μένα τίποτα δεν υπάρχει….

ΔΕΥΤΕΡΟ ΧΡΕΟΣ

Ψυχανεμίζουμαι πως κι η μαχόμενη ουσία πολεμάει πίσω από τα φαινόμενα να σμίξει με την καρδιά μου. Μα το σώμα στέκεται ανάμεσα και μας χωρίζει. Ο νους στέκεται ανάμεσα και μας χωρίζει.

Ποιο είναι το χρέος μου;

Να συντρίψω το σώμα, να χυθώ να σμίξω με τον Αόρατο. Να σωπάσει ο νους, ν’ ακούσω τον Αόρατο να φωνάζει.
Περπατώ στ’ αφρόχειλα της άβυσσος και τρέμω. Δυο φωνές μέσα μου παλεύουν.

O νους: «Γιατί να χανόμαστε κυνηγώντας το αδύνατο; Μέσα στον ιερό περίβολο των πέντε αιστήσεων χρέος μας ν’ αναγνωρίσουμε τα σύνορα του ανθρώπου.»

Μα μια άλλη μέσα μου φωνή, ας την πούμε έχτη δύναμη, ως την πούμε καρδιά, αντιστέκεται και φωνάζει:

«Όχι! Όχι! Ποτέ μην αναγνωρίσεις τα σύνορα του ανθρώπου! Να σπας τα σύνορα! Ν’ αρνιέσαι ό,τι θωρούν τα μάτια σου!
Να πεθαίνεις και να λες: Θάνατος δεν υπάρχει!»

ΤΡΙΤΟ ΧΡΕΟΣ

…Η καρδιά δε βολεύεται. Χέρια χτυπούν απόξω από τη φυλακή της, φωνές ερωτικές αφουγκράζεται στον αγέρα κι η καρδιά, γιομάτη ελπίδα, αποκρίνεται τινάζοντας τις αλυσίδες και σε μιαν αστραπή της φαίνεται πως έγιναν οι αλυσίδες φτερούγες.

Μα γρήγορα η καρδιά πέφτει πάλι αιματωμένη, έχασε πάλι την ελπίδα και την ξαναπιάνει ο Μέγας Φόβος.

Καλή η στιγμή, παράτα πίσω σου το νου και την καρδιά, τράβα μπροστά, κάμε το τρίτο βήμα.

Γλίτωσε από την απλοϊκή άνεση του νου που βάνει τάξη κι ελπίζει να υποτάξει τα φαινόμενα. Γλίτωσε από τον τρόμο της καρδίας που ζητάει κι ελπίζει να βρει την ουσία.

Νίκησε το στερνό, τον πιο μεγάλο πειρασμό, την ελπίδα. Τούτο είναι το τρίτο χρέος…

Χρέος σου, ήσυχα, χωρίς ελπίδα, με γενναιότητα, να βάνεις πλώρη κατά την άβυσσο. Και να λες: Τίποτα δεν υπάρχει!

Τίποτα δεν υπάρχει! Μήτε ζωή, μήτε θάνατος. Κοιτάζω την ύλη και το νου σα δυο ανύπαρχτα ερωτικά φαντάσματα να κυνηγιούνται, να σμίγουν, να γεννούν και ν’ αφανίζουνται, και λέω: «Αυτό θέλω!»

Ξέρω τώρα δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβούμαι τίποτα, λυτρώθηκα από το νου κι από την καρδιά, ανέβηκα πιο πάνω, είμαι λεύτερος. Αυτό θέλω. Δε θέλω τίποτα άλλο. Ζητούσα ελευθερία….

ΕΓΩ

…Χρέος έχεις και μπορείς στο δικό σου τον τομέα να γίνεις ήρωας. Αγάπα τον κίντυνο. Τι είναι το πιο δύσκολο; Αυτό θέλω!

Ποιο δρόμο να πάρεις; Τον πιο κακοτράχαλον ανήφορο. Αυτόν παίρνω κι εγώ ακλούθα μου!

Να μάθεις να υπακούς. Μονάχα όποιος υπακούει σε ανώτερο του ρυθμό είναι λεύτερος.

Να μάθεις να προστάζεις. Μονάχα όποιος μπορεί να προστάζει είναι αντιπρόσωπος μου απάνω στη γης ετούτη.

Ν’ αγαπάς την ευθύνη. Να λες:

Εγώ, εγώ μονάχος μου έχω χρέος να σώσω τη γης. Αν δε σωθεί, εγώ φταίω.

Ν’ αγαπάς τον καθένα ανάλογα με τη συνεισφορά του στον αγώνα. Μη ζητάς φίλους να ζητάς συντρόφους! …

Η ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑ

…Τρέχουμε. Ξέρουμε πώς τρέχουμε να πεθάνουμε, μα δεν μπορούμε να σταματήσουμε. Τρέχουμε.

Μια λαμπάδα κρατούμε και τρέχουμε. Το πρόσωπο μας, μια στιγμή, φωτίζεται μα βιαστικά παραδίνουμε τη λαμπάδα στο γιο μας κι ευτύς σβήνουμε, κατεβαίνουμε στον Άδη.

Η μάνα κοιτάει μπροστά, κατά την κόρη η κόρη κοιτάει κι αυτή μπροστά, πέρα από του αντρός της το κορμί, κατά το γιο να πώς πορεύεται στη γης ετούτη ο Αόρατος.

… Περιμάζωξε στην καρδιά σου όλες τις τρομάρες, ανασύνθεσε όλες τις λεπτομέρειες. Ένας κύκλος είναι η λύτρωση κλείσε τον!

Τι θα πει ευτυχία; Να ζει όλες τις δυστυχίες. Τι θα πει φως; Να κοιτάς με αθόλωτο μάτι όλα τα σκοτάδια.

Είμαστε ένα γράμμα ταπεινό, μια συλλαβή, μια λέξη από τη γιγάντια Οδύσσεια. Είμαστε βυθισμένοι σ’ ένα γιγάντιο τραγούδι και λάμπουμε όπως λάμπουν τα ταπεινά χοχλάδια όσο είναι βυθισμένα στη θάλασσα.

Ποιο είναι το χρέος μας; Ν’ ανασηκώσουμε το κεφάλι από το κείμενο, μια στιγμή, όσο αντέχουν τα σπλάχνα μας, και ν’ αναπνέψουμε το υπερπόντιο τραγούδι.

Να σμίξουμε τις περιπέτειες, να δώσουμε νόημα στο ταξίδι, να παλεύουμε ακατάλυτα με τους ανθρώπους, με τους θεούς και με τα ζώα, κι αργά, υπομονετικά, να μολώνουμε μέσα στα φρένα μας, μελούδι από το μελούδι μας, την Ιθάκη…»

Αφήστε ένα σχόλιο

* Το email σας δεν θα εμφανιστεί