Η φετινή ΔΕΘ, από τις καλύτερες όλων των εποχών, με τις μεγαλύτερες συμμετοχές τόσο αριθμητικά όσο και ποιοτικά, αντανακλά την ανάκαμψη της οικονομίας και ακριβώς γι αυτό μπορούμε να λέμε ότι έχουμε γυρίσει πια σελίδα, βρισκόμαστε σε μια νέα εποχή, τονίζει ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Κατρούγκαλος μιλώντας στο “Πρακτορείο 104,9 fm”, που σήμερα εκπέμπει από τον περίπτερο του ΑΠΕ-ΜΠΕ στην 83η ΔΕΘ.
Αυτό φαίνεται «στο ενδιαφέρον που υπάρχει από τις ξένες εταιρείες για επένδυση στην Ελλάδα» προσέθεσε ο κ. Κατρούγκαλος, τονίζοντας πως «έχει έρθει η ώρα αυτό να φανεί βέβαια και στην τσέπη των απλών ανθρώπων να φανεί στην καθημερινότητα».
Ερωτηθείς για τη συμφωνία των Πρεσπών, επισήμανε πως «δεν ήταν προς το συμφέρον της χώρας μας να αφήνουμε να αιμορραγεί μια πληγή στα βόρεια σύνορά μας», «ήταν σημαντικό να κλείσει αυτή η πληγή», γιατί «το διπλωματικό κεφάλαιο που ξοδεύαμε, μπορούμε αφενός να το αξιοποιήσουμε πολύ καλύτερα και πολύ αποτελεσματικότερα για τη χώρα μας εκεί που έχουμε τα μείζονα εθνικά θέματα, στα ανατολικά μας σύνορα με την Τουρκία, και αφετέρου γιατί η σταθεροποίηση της περιοχής μέσω της σταθεροποίησης και του γειτονικού μας κράτους είναι απολύτως προς το συμφέρον μας γεωπολιτικά, γιατί προφανώς δεν θέλουμε αναταραχή στην περιοχή μας, και οικονομικά ειδικά για τη Βόρεια Ελλάδα γιατί μπορούμε πράγματι να έχουμε ένα οικονομικό χώρο στον οποίο οι επιχειρήσεις μας να διαδραματίσουμε ένα πολύ σημαντικό ρόλο».
Τόνισε, επίσης την ανάγκη συμμαχίας σε επίπεδο ΕΕ ανάμεσα στις δυνάμεις της Αριστεράς, της Σοσιαλδημοκρατίας και της Οικολογίας προκειμένου να ανατραπεί «το κυρίαρχο παράδειγμα του νεοφιλελευθερισμού που διαλύει το κοινωνικό κράτος και κάνει τις ανισότητες εκρηκτικές», αλλά και μέσα στην Ελλάδα «αν βέβαια ο χώρος της Σοσιαλδημοκρατίας ακολουθήσει την τάση της Σοσιαλδημοκρατίας στην Ευρώπη και επιδιώξει να διαμορφώσει έναν προοδευτικό πόλο». Και προσέθεσε ότι «είναι αυτονόητο ότι θέλουμε τις ευρύτατες δυνατές συνεργασίες και στο επίπεδο της αυτοδιοίκησης» με βασικό κριτήριο «πώς μπορεί να γίνει η ζωή των δημοτών καλύτερη στη βάση ενός προοδευτικού προγράμματος».
Ακολουθεί η συνέντευξη του αναπληρωτή υπουργού Ευρωπαϊκών Υποθέσεων Γιώργου Κατρούγκαλου στο “Πρακτορείο 104,9 fm”
Κύριε Κατρούγκαλε, 83η ΔΕΘ οι προσδοκίες είναι υψηλές από αυτή την Έκθεση την καλύτερη όλων των εποχών όπως φιλοδοξούν οι ΗΠΑ. Ένα δικό σας πρώτο σχόλιο για το τι να περιμένουμε.
Αντανακλά η φετινή Έκθεση Θεσσαλονίκης -πράγματι αν όχι η καλύτερη από τις καλύτερες με τις μεγαλύτερες συμμετοχές τόσο αριθμητικά όσο και ποιοτικά- την ανάκαμψη της οικονομίας και ακριβώς γι αυτό μπορούμε να λέμε ότι έχουμε γυρίσει πια σελίδα, βρισκόμαστε σε μια νέα εποχή. Δεν είναι μόνο στους αριθμούς που φαίνεται αυτό, φαίνεται και στις επενδύσεις, πέρσι και φέτος, φαίνεται στο ενδιαφέρον που υπάρχει από τις ξένες εταιρείες για επένδυση στην Ελλάδα. Και όπως έχουμε κουβεντιάσει πολλές φορές έχει έρθει η ώρα αυτό να φανεί βέβαια και στην τσέπη των απλών ανθρώπων να φανεί στην καθημερινότητα.
Το αμερικανικό ενδιαφέρον φαίνεται ισχυρό, είδαμε ακούσαμε χθες τον υπουργό Εμπορίου των ΗΠΑ και τον Γουίλμπουρ Ρος να μιλάει για αμερικανικές επενδύσεις που θα έρθουν άμεσα στην Ελλάδα. Προσδοκάτε ότι θα γίνει αυτό το επόμενο διάστημα; Θα έχουμε αυτό το μπουμ των αμερικανικών επενδύσεων στην ελληνική αγορά;
Ακούσαμε χθες τον υπουργό Εμπορίου των ΗΠΑ στη δεξίωση που παρέθεσε ο πρέσβης, ο κ. Πάιατ, να λέει ακριβώς αυτό. Και νομίζω ότι εξηγείται εύκολα ως αποτέλεσμα δυο παραγόντων: ο ένας είναι αυτός που σχετίζεται με την ανάκαμψη της οικονομίας αναφέρθηκα ήδη, ο δεύτερος είναι αυτός που σχετίζεται με την αναβάθμιση της διεθνούς θέσης της χώρας, του διεθνούς της κύρους ,το ότι έχουμε αναδειχθεί σε έναν παράγοντα σταθερότητας για την όλη περιοχή των Βαλκανίων και της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Και αυτό δεν έχει μόνο σημασία σε ό,τι αφορά στις εξωτερικές μας σχέσεις, έχει σημασία γιατί οι επενδυτές θέλουν ακριβώς αυτό, ένα περιβάλλον ασφάλειας και σταθερότητας, που η χώρα μας το εγγυάται.
Κύριε υπουργέ βεβαίως οι προσδοκίες είναι πολύ υψηλές. Ο ελληνικός λαός έχει περάσει δύσκολα μια δεκαετία σχεδόν. Από την άλλη τα βλέμματα των αγορών και των εταίρων μας παραμένουν ακόμη στραμμένα προς την Ελλάδα, δεν θέλουν να δουν να γίνονται σφάλματα που είχαν γίνει πριν από αρκετά χρόνια, ενώ υπάρχει και μια σύνθετη πολιτική και οικονομική συγκυρία τόσο στην Ευρώπη με τα φαινόμενα ακροδεξιάς, αλλά επίσης και τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν μεγάλες χώρες όπως η Ιταλία και η Τουρκία. Άρα πώς πορευόμαστε;
Έχετε δίκιο να λέτε ότι το περιβάλλον στο οποίο κινούμαστε δεν είναι ακριβώς ένα ασφαλές λιμάνι, υπάρχουν αναταραχές, υπάρχουν αυτοί οι κίνδυνοι για τις ανερχόμενες αγορές από την κρίση στην Τουρκία και στην Αργεντινή, υπάρχει το πρόβλημα που αντανακλά εγγενείς αδυναμίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Ιταλία. Νομίζω όμως ότι η δική μας χώρα βρίσκεται σε μια σταθερή πορεία ανάκαμψης. Και σε ό,τι αφορά τη σχέση με το παρελθόν -να μη γυρίσουμε πίσω- συμφωνώ απόλυτα σε ό,τι αφορά τα θεσμικά χαρακτηριστικά και της δημοκρατίας και του οικονομικού μοντέλου. Ούτε μπορούμε να γυρίσουμε σε επίπεδο πολιτικής στις σχέσεις διαπλοκής που χαρακτήριζαν το πολιτικό σύστημα, και σε μεγάλο βαθμό εξακολουθούν και τώρα να προσπαθούν να το ελέγξουν, ούτε σε ένα παραγωγικό μοντέλο ξεκάθαρα χρεοκοπημένο, βασισμένο μόνο στην ιδιωτική και στη δημόσια κατανάλωση που χρηματοδοτείται από δανεισμό. Σε καμία περίπτωση όμως δεν θεωρώ επιστροφή στο παρελθόν να προσπαθήσουμε τα κέρδη από την ανάπτυξη της οικονομίας να περάσουν στους ανθρώπους. Δεν είναι δυνατόν απλώς να βελτιώνονται οι αριθμοί και οι άνθρωποι να δυστυχούν. Επομένως είναι μια παράλληλη πορεία αυτή που θέλει να ξαναστήνουμε στα πόδια της την οικονομία με έμφαση στα συγκριτικά της πλεονεκτήματα και ταυτόχρονα ό,τι κερδίζουμε από αυτή την ανάπτυξη να περνάει στο μέσο άνθρωπο γιατί αλλιώς ούτε η ανάπτυξη γίνεται σταθερή -αν δεν υπάρχει εσωτερική ζήτηση που να τροφοδοτήσει την ανάπτυξη δηλ σε λίγο θα ξεφουσκώσει-, και το σημαντικότερο όλα όσα κάνει μια κυβέρνηση για το καλό του λαού της γίνεται δεν γίνονται για άλλους σκοπούς.
Το μήνυμα υπουργέ να μη γυρίσουμε πίσω σε ό,τι αφορά την οικονομική κρίση, το μήνυμα να μη γυρίσουμε πίσω είναι και σε ό,τι αφορά τη συμφωνία των Πρεσπών και την επίλυση αυτής της μακροχρόνιας διένεξης με τη γειτονική μας χώρα;
Είναι παράγοντας αυτού που σας είπα των προσπαθειών που κάνουμε για να αναβαθμίσουμε τη διεθνή θέση της χώρας. Όσοι δεν μπορούν να πουν κάτι για το περιεχόμενο της συμφωνίας των Πρεσπών θέλουν να το εμφανίσουν ως πίεση του διεθνούς παράγοντα, ότι τάχα από τους Αμερικανούς πιεστήκαμε ή από το ΝΑΤΟ ή… ξέρετε αυτή τη θεωρία συνωμοσίας. Η αλήθεια είναι ότι σε καμία περίπτωση δεν ήταν προς το συμφέρον της χώρας μας να αφήνουμε να αιμορραγεί μια πληγή στα βόρεια σύνορά μας, που μπορούσαμε να τη λύσουμε ήδη από τη δεκαετία του 1990, και θα την είχαμε λύσει αν ακολουθούσαμε την κατεύθυνση που ήδη ο αείμνηστος πατέρας Μητσοτάκης είχε τότε ακολουθήσει και αν ανατρεπόταν από τον Σαμαρά. Γιατί ήταν σημαντικό να κλείσει αυτή η πληγή; Γιατί το διπλωματικό κεφάλαιο που ξοδεύαμε, μπορούμε αφενός να το αξιοποιήσουμε πολύ καλύτερα και πολύ αποτελεσματικότερα για τη χώρα μας εκεί που έχουμε τα μείζονα εθνικά θέματα, στα ανατολικά μας σύνορα με την Τουρκία, και αφετέρου γιατί η σταθεροποίηση της περιοχής μέσω της σταθεροποίησης και του γειτονικού μας κράτους είναι απολύτως προς το συμφέρον μας γεωπολιτικά, γιατί προφανώς δεν θέλουμε αναταραχή στην περιοχή μας, και οικονομικά ειδικά για τη Βόρεια Ελλάδα γιατί μπορούμε πράγματι να έχουμε ένα οικονομικό χώρο στον οποίο οι επιχειρήσεις μας να διαδραματίσουμε ένα πολύ πολύ σημαντικό ρόλο.
Κύριε υπουργέ σε ό,τι αφορά τη σχέση μας με την Τουρκία, έχουμε δίπλα μας μια παραπαίουσα οικονομία δυστυχώς- και λέω δυστυχώς γιατί όπου δεν υπάρχει οικονομική σταθερότητα ξεκινάνε άλλου τύπου προβλήματα. Μπορούν οι ελληνοτουρκικές σχέσεις μέσα σε αυτό το κλίμα να σημειώσουν μια βελτίωση μετά και τη θετική εξέλιξη που είχαμε στο θέμα των δύο Ελλήνων στρατιωτικών;
Δεν θα την χαρακτήριζα παραπαίουσα γιατί εξακολουθεί να είναι σε ρυθμούς ανάπτυξης, οπωσδήποτε όμως έχει ανακοπεί η αναπτυξιακή της ορμή και φαίνεται ότι υπάρχουν χαρακτηριστικά υπερθέρμανσης, μεγάλος πληθωρισμός και κυρίως μια ακόμα ανεξέλεγκτη πτώση του νομίσματος. Όταν κουβεντιάζαμε στο παρελθόν, κυρίως με αφορμή το θέμα των δυο Ελλήνων στρατιωτικών, σας έλεγα ότι δεν είναι ρεαλιστικό να περιμένει μια χώρα η οποία ανεβάζει την ένταση, όχι μόνο με τις γειτονικές της χώρες αλλά και με παραδοσιακούς εταίρους, να μην περιμένει ότι αυτό θα έχει ως αντανάκλαση κάποια στιγμή στην οικονομία της; Άρα και επιλογές εσωτερικές σχετικές με την οικονομία και αυτή η ένταση είναι παράγοντες που δημιούργησαν αυτή την κατάσταση. Αντιλαμβάνομαι ότι η Τουρκία έχει αντιληφθεί ότι δεν μπορεί να συνεχιστεί αυτό το καθεστώς έντασης και κάνει ανοίγματα προς την Ευρώπη, προς εμάς. Η συζήτηση ανάμεσα στους δύο υπουργούς Εξωτερικών με ευκαιρία τα εγκαίνια του προξενείου μας στη Σμύρνη πήγε αρκετά καλά. Εμείς λοιπόν θέλουμε να δημιουργήσουμε συνθήκες καλής γειτονίας και επανέναρξης του διαλόγου με την Τουρκία, μένει βέβαια να δούμε αν και η άλλη πλευρά θα ανταποκριθεί σε κάτι τέτοιο.
Κύριε υπουργέ, να σας πάμε και σε ένα άλλο θέμα όπου επίσης γνωρίζετε πάρα πολύ καλά. Αυτή η χρονιά που ξεκινά είναι μεταξύ πολλών άλλων και μια χρονιά έναρξης της διαδικασίας για τη συνταγματική αναθεώρηση. Είναι κάτι που αφορά τους πολίτες;
Οπωσδήποτε αφορά τους πολίτες σε πολλά σημεία της καθημερινότητάς τους. Πρώτα- πρώτα είναι σημαντικό να δώσουμε διάρκεια σε δημοκρατικές τομές που έχουμε ήδη κάνει. Πολλές φορές η οικονομία και η δυσκολία που έχουν οι περισσότεροι από εμάς ακόμα και σήμερα να τα βγάλουν πέρα επισκιάζει πλευρές του θεσμικού εποικοδομήματος. Να πούμε ένα παράδειγμα: Μια από τις πρώτες πράξεις στις οποίες προχωρήσαμε ήταν στο δεύτερο νόμο που φέραμε στη Βουλή και στην ευθύνη του δικού μου τότε υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης, ήταν η κατάργηση της πολιτικής επιστράτευσης των απεργών, να μην μπορεί το κράτος όταν θέλει να αντιδράσει σε μια απεργία ουσιαστικά να στρατιωτικοποιεί τις εργασιακές σχέσεις. Αυτό καταργήθηκε αλλά θα μπορούσε να επανέλθει εάν είχαμε μια επιστροφή ρεβανσιστικών δυνάμεων σε βάρος εργασίας, ρεβανσιστικών στην κυβέρνηση. Είναι σημαντικό λοιπόν όλα αυτά που κουβεντιάζαμε για την ανάγκη να αντιμετωπιστεί το πολιτικό σύστημα της διαπλοκής αλλά και ο επελαύνων νεοφιλελευθερισμός -ευτυχώς σε κρίση ήδη και Ευρώπη- σε επίπεδο συνταγματικό και οι άξονες μάλλον που είχε προσδιορίσει ο πρωθυπουργός στην ιστορική ομιλία του το 2016 στα Προπύλαια αναγγέλλουν ακριβώς τέτοιας ποιότητας αλλαγές που θα έχουν όπως προανέφερα σημαντική επίπτωση στην καθημερινότητά μας. Στην πραγματικότητα θα διαμορφώσουν τη νέα Ελλάδα στην οποία θα κινούμαστε και θα ζήσουμε εμείς και τα παιδιά μας.
Το 2019 είναι έτος αυτοδιοικητικών εκλογών, εκτός από τις αλλαγές στην αυτοδιοίκηση με τη σφραγίδα του κ. Σκουρλέτη, θα επιδιώξει συνεργασίες ο ΣΥΡΙΖΑ;
Μα είναι η ουσία της πολιτικής μας όχι μόνο σε επίπεδο αυτοδιοικητικό, αλλά πολύ περισσότερο σε επίπεδο αυτοδιοικητικό. Ποια είναι η στρατηγική μας των συμμαχιών. Ας ξεκινήσω από την Ευρώπη γιατί πια τίποτα δεν μπορεί να γίνει εθνικά εάν δεν συνοδεύεται από αντίστοιχες αλλαγές στον μεγάλο μας σπίτι που είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση. Εκεί επιδιώκουμε πράγματι μια συμμαχία ανάμεσα στις δυνάμεις της Αριστεράς, της Σοσιαλδημοκρατίας και της Οικολογίας. Αυτό είναι αναγκαίο να γίνει γιατί το κυρίαρχο παράδειγμα του νεοφιλελευθερισμού που διαλύει το κοινωνικό κράτος και κάνει τις ανισότητες εκρηκτικές δεν μπορεί να ανατραπεί μόνο από την Αριστερά. Έχουμε πολύ θετικά πρώτα δείγματα προς την κατεύθυνση αυτή. Όχι μόνο οι προσπάθειες που είχαν γίνει και τις ξέρετε στο παρελθόν στο Ευρωκοινοβούλιο ή στην Πορτογαλία- ήδη χθες ξεκίνησαν συνομιλίες ανάμεσα στον Ποδέμος και στους Σοσιαλδημοκράτες στην Ισπανία, ανάμεσα στον κ. Σάντσεθ και στον κ. Ιγκλέσιας. Ανάλογα θα έπρεπε να γίνουν και στην Ελλάδα, αν βέβαια ο χώρος της Σοσιαλδημοκρατίας ακολουθήσει την τάση της Σοσιαλδημοκρατίας στην Ευρώπη και επιδιώξει να διαμορφώσει έναν προοδευτικό πόλο, παρά τις ταλαντεύσεις πολλών στο ΚΙΝΑΛ που φαίνεται να διαλέγουν ως στρατηγικό εχθρό το ΣΥΡΙΖΑ, αυτό είναι εντελώς εκτός πολιτικής πραγματικότητας .
Εάν, λοιπόν, η στρατηγική μας βασίζεται σε συμμαχίες στο πολιτικό επίπεδο, πολύ περισσότερο είναι αυτονόητο ότι θέλουμε τις ευρύτατες δυνατές συνεργασίες και στο επίπεδο της αυτοδιοίκησης. Εκεί το βασικό κριτήριο δεν είναι τόσο η κομματική ένταξη -μολονότι πολιτικά διακυβεύματα υπάρχουν σε όλα τα επίπεδα διακυβέρνησης-, αλλά πώς μπορούμε να κάνουμε τη ζωή των δημοτών καλύτερη. Είναι προφανές λοιπόν ότι όπου μπορούν να υπάρξουν προσωπικότητες που θα μπορέσουν να προωθήσουν ένα παρόμοιο πρόγραμμα, προσωπικότητες με μια ακτινοβολία και ένα έργο ας πούμε όπως του δημάρχου του κ. Μπουτάρη εδώ, θα επιδιώξουμε να συνεργαστούμε όσο μπορούμε με αυτές. Προφανώς θα συζητήσουμε με τα όργανα του ΣΥΡΙΖΑ, με οργανώσεις τοπικές, αλλά η βούλησή μας είναι να έχουμε ευρύτατες συνεργασίες με αυτό το κριτήριο, πώς μπορεί να γίνει η ζωή των δημοτών καλύτερη στη βάση ενός προοδευτικού προγράμματος.
ΑΠΕ_ΜΠΕ