Παλιό το δόγμα, αλλά διατηρεί άθικτο μεγάλο τμήμα της αλήθειας του: Οι δημοσιογράφοι είμαστε για να γράφουμε τις ειδήσεις και να τις σχολιάζουμε, με το στυλ του ο καθένας, τις ιδεούλες του, τις εμμονές και τις προκαταλήψεις του, που οι αναγνώστες δεν αργούν να τις εντοπίσουν και να τις ελέγξουν, με το πρίσμα που τους προσφέρουν οι δικές τους προκαταλήψεις. ‘Οταν λοιπόν γινόμαστε οι ίδιοι είδηση, μάλλον κάτι έχει πάει στραβά. Αυτό συμβαίνει συνήθως όταν πολιτικοί καταθέτουν μήνυση ή αγωγή εις βάρος μας, τις περισσότερες φορές με την κατηγορία της συκοφαντικής δυσφήμισης, ή όταν εμείς καταθέτουμε μήνυση κατά πολιτικών, και πάλι με την κατηγορία της συκοφαντικής δυσφήμισης, και παραβλέποντας ότι ως κλάδος ζητάμε να καταργηθεί η διαδικασία του αυτοφώρου.
Η ρίζα του προβλήματος βρίσκεται ίσως στην απόλυτη πεποίθηση που μοιράζονται αρκετοί δημοσιογράφοι και πολιτικοί ότι μπορούν να λένε περίπου ό,τι κατεβάσει η κούτρα τους, σαν να ’χουν το ακαταλόγιστο. Συμπεριφέρονται δηλαδή μάλλον σαν θορυβοποιοί παρά σαν παραγωγοί ενός στοιχειωδώς συνταγμένου λόγου. Και επειδή η προεκλογική περίοδος που μονίμως διανύουμε απαιτεί σαν καύσιμη ύλη την υπερβολή, την οξύτητα, τον άκριτο υπερθετικό βαθμό, οι λέξεις φεύγουν από το έρκος των δοντιών μας (ή από τα πλήκτρα του κομπιούτερ μας) χωρίς να προλάβουμε να τις (ξανα)σκεφτούμε. Και υποτίθεται ότι οι εφημερίδες, τα κανάλια και πρωτίστως η Βουλή δεν λειτουργούν με την ανεύθυνη επιθετικότητα της ανωνυμογραφίας και της ψευδωνυμογραφίας των σόσιαλ μίντια.
Το άλλο που μοιράζονται οι δύο συντεχνίες είναι το τέχνασμα-άλλοθι της παρερμηνείας: «Παρερμηνεύτηκαν τα λεγόμενά μου, κύριοι…». Οι δικαστικές αποφάσεις πάντως –όσες πληροφορούμαστε, γιατί συνήθως τις τρώει το σκοτάδι των (λησ)μονόστηλων– δείχνουν ότι όλο και περισσότεροι δημοσιογράφοι, από τους διάσημους μάλιστα, υποχρεώνονται να ζητήσουν συγγνώμη, διότι διαπόμπευσαν πολιτικούς χωρίς να διαθέτουν κανένα στοιχείο. Μόνο την προκατάληψή τους διέθεταν. Ή τη στράτευσή τους, σε κόμμα ή σε εργοδότη· ποιο είναι χειρότερο από τα δύο θα το δείξει η νεκροψία του Κώδικα Δεοντολογίας.
Αστράτευτοι δημοσιογράφοι, δηλαδή στρατευμένοι αποκλειστικά στη δουλειά τους και σε όσα τούς υπαγορεύει το κεφαλάκι τους; Βεβαίως και υπάρχουν. Ή τουλάχιστον προσπαθούν να υπάρξουν, μέσα σ’ ένα περιβάλλον όλο και πιο στενάχωρο, που λατρεύει όλο και φανατικότερα τον Μάνη, τον Πέρση πατέρα του μανιχαϊσμού.
Πηγή: Η Καθημερινή