Τις προτάσεις της επιμελητηριακής κοινότητας για την εγκαθίδρυση ενός δικαιότερου φορολογικού συστήματος που παράλληλα θα συνδράμει στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας απέστειλε ο πρόεδρος της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων Ελλάδας και του ΕΒΕΑ Κωνσταντίνος Μίχαλος με επιστολή του προς τον υπουργό Οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτο και την υφυπουργό Οικονομικών Αικατερίνη Παπανάτσιου.
Η αναμόρφωση του φορολογικού συστήματος αποτελεί, για τα επιμελητήρια, απαραίτητη προϋπόθεση για την αύξηση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας και των επιχειρήσεων, μετά την έξοδο της χώρας από τα μνημόνια. Και αυτό γιατί, παρά τις αλλεπάλληλες και δραστικές νομοθετικές τροποποιήσεις του φορολογικού συστήματος, τα ζητήματα της υπερφορολόγησης και της δυσανάλογης κατανομής του φορολογικού βάρους παραμένουν μείζονα και άμεσα συνδεόμενα με το φαινόμενο της φοροδιαφυγής.
Σε αυτό το πλαίσιο, η Κεντρική Ένωση Επιμελητηρίων Ελλάδος κατέθεσε προτάσεις επί συγκεκριμένων φορολογικών ζητημάτων, η υιοθέτηση των οποίων αποσκοπεί στην εγκαθίδρυση ενός δικαιότερου φορολογικού συστήματος που παράλληλα συνδράμει στην οικονομική ανάπτυξη:
Φορολογία εισοδήματος φυσικών προσώπων
– Υιοθέτηση ενιαίου συντελεστή φορολόγησης («flat tax rate»)
Η υιοθέτηση ενός ενιαίου συντελεστή μεσαίου ύψους (της τάξης του 20%-25%) που θα εφαρμόζεται στο σύνολο των εισοδημάτων των φυσικών προσώπων (με κάποιες εξαιρέσεις, για εισοδήματα που ενδεχομένως χρήζουν ευνοϊκότερης μεταχείρισης), ανεξάρτητα από την πηγή τους, συμβάλλει καταρχάς στην απλοποίηση του φορολογικού συστήματος. Κατά δεύτερον, αποτελεί ένα δικαιότερο τρόπο φορολόγησης, καθώς επικεντρώνεται στη φορολογία του εισοδήματος ανεξάρτητα από την πηγή ή το ύψος αυτού και ανεξάρτητα από το πρόσωπο που το αποκτά. Επιπλέον, η φορολόγηση των πάσης φύσεως εισοδημάτων που αποκτώνται από τα φυσικά πρόσωπα συμβάλλει και στην εξάλειψη της ανάγκης για εξεύρεση εναλλακτικών τρόπων απόκτησης του εισοδήματος, μέσω φορολογικού σχεδιασμού.
– Αναγνώριση εκπιπτόμενων δαπανών φυσικών προσώπων.
Ο φόρος πρέπει να επιβάλλεται επί των πραγματικών εισοδημάτων. Συνεπώς, για την εξεύρεση των πραγματικών εισοδημάτων πρέπει να είναι επιτρεπτή η έκπτωση (αφαίρεση) των σημαντικότερων δαπανών των φυσικών προσώπων, μισθωτών και αυτοαπασχολούμενων. Τέτοιες δαπάνες είναι οι ιατρικές δαπάνες, οι δαπάνες ενοικίου, συγκεκριμένες δαπάνες διαβίωσης (κυρίως αυτές που σχετίζονται με επαγγέλματα στα οποία παρατηρείται φοροδιαφυγή), οι δαπάνες για την καταβολή ασφαλίστρων κτλ. Η έκπτωση των ως άνω δαπανών, σε συνδυασμό με τη μείωση του συντελεστή Φ.Π.Α. (όπως αναφέρεται κατωτέρω), θα συμβάλει στη μείωση της φοροδιαφυγής και της παραοικονομίας, καθώς ο φορολογούμενος θα επιδιώκει πλέον την έκδοση και λήψη απόδειξης προκειμένου να επωφεληθεί της έκπτωσης.
Επίσης, η έκπτωση κάποιων εκ των ως άνω δαπανών, όπως π.χ. η δαπάνη για την καταβολή ασφαλίστρων, ενέχει και μια οικονομικο-κοινωνική διάσταση: από τη μία συμβάλλει στην διεύρυνση της αγοράς, από την άλλη δίνει ένα κίνητρο για την – κατά ιδιωτική βούληση – βελτίωση την ποιότητας ζωής των φορολογούμενων πολιτών, μέσω της εξασφάλισής τους έναντι κινδύνων ζωής, γήρατος, ζημιών κτλ.
Εναλλακτικά, εκτιμάται ότι θα μπορούσε να υιοθετηθεί η τήρηση ενός διακριτού αφορολόγητου λογαριασμού (με συγκεκριμένα όρια και προϋποθέσεις) από κάθε φορολογούμενο, τα διαθέσιμα του οποίου θα διατίθενται αποκλειστικά για την κάλυψη ιατρικών δαπανών / δαπανών υγείας και ασφάλισης.
– Κατάργηση εναλλακτικού τρόπου υπολογισμού της ελάχιστης φορολογίας φυσικών προσώπων («τεκμαρτό εισόδημα»).
Προς την ίδια κατεύθυνση κινείται και η ανάγκη κατάργησης του εναλλακτικού τρόπου υπολογισμού της ελάχιστης φορολογίας φυσικών προσώπων («τεκμαρτό εισόδημα»), καθώς, με τον τρόπο αυτό, το φυσικό πρόσωπο δεν φορολογείται τελικώς επί των πραγματικών εισοδημάτων του. Σημειώνεται ότι ο εναλλακτικός τρόπος υπολογισμού της φορολογίας με βάση το «τεκμαρτό εισόδημα» δεν ανταποκρίνεται πλέον στην οικονομική πραγματικότητα, καθώς στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό σε περιουσιακά στοιχεία που αποκτήθηκαν στο παρελθόν υπό διαφορετικές οικονομικές συνθήκες.
– Μείωση φόρου μερισμάτων
Η αύξηση του συντελεστή φορολογίας μερισμάτων από 10% σε 15%, σε συνδυασμό με την επιβολή ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης (με ανώτατο συντελεστή 10% επί αυτών) αποτέλεσε αποτρεπτικό παράγοντα για την πραγματοποίηση διανομής των – ήδη περιορισμένων – κερδών των εταιρειών και παράλληλα αντικίνητρο για την πραγματοποίηση επενδύσεων σε νεοσύστατες ή υφιστάμενες εταιρείες. Επιπλέον, αποτέλεσε εμμέσως την αφορμή για «απο-επένδυση», καθώς πολλοί μέτοχοι επεδίωξαν την επιστροφή (χωρίς φόρο) των κεφαλαίων που είχαν εισφέρει σε εταιρείες, περιορίζοντας έτσι και το κεφάλαιο των εταιρειών αυτών στο ελάχιστο.
Συμπερασματικά, το αναπτυξιακό όφελος που αναμένεται να προκύψει από την υιοθέτηση ευνοϊκότερης φορολόγησης των μερισμάτων κρίνεται σημαντικότερο από το μικρό δημοσιονομικό όφελος που προέκυψε από την αύξηση του συντελεστή φορολόγησης αυτών.
– Καθιέρωση καθεστώτος φορολογικής κατοικίας «non-dom».
Κατά το παράδειγμα άλλων χωρών (π.χ. Ηνωμένο Βασίλειο, Ολλανδία κτλ.), προτείνεται η θέσπιση κινήτρων για την εγκατάσταση στην Ελλάδα φυσικών προσώπων κατοίκων αλλοδαπής (π.χ. μειωμένος συντελεστής φόρου εισοδήματος για κάποια χρόνια). Η καθιέρωση ενός τέτοιου καθεστώτος θα μπορούσε να συμβάλει και στην αναστροφή του φαινομένου brain drain.
Φορολογία εισοδήματος νομικών προσώπων
– Μείωση συντελεστή φορολογίας εισοδήματος νομικών προσώπων
Η καθιέρωση του υψηλού – για την ελληνική οικονομική πραγματικότητα – συντελεστή φορολογίας εισοδήματος νομικών προσώπων (29%), σε συνδυασμό με τις λοιπές φορολογικές επιβαρύνσεις των νομικών προσώπων καθιστά την Ελλάδα μία μη ελκυστική χώρα για την πραγματοποίηση επενδύσεων. Συνεπώς, κρίνεται σκόπιμη η μείωση του ισχύοντος συντελεστή φορολογίας εισοδήματος νομικών προσώπων από 29% σε 20% και η περαιτέρω σταδιακή μείωσή του έως 15%, προκειμένου να καταστεί το ελληνικό φορολογικό περιβάλλον πιο ευνοϊκό για τις επιχειρήσεις.
– Αναγνώριση ζημίας που προκύπτει από «κούρεμα» απαιτήσεων.
Εξαιτίας της οικονομικής κρίσης των τελευταίων ετών, πολλές επιχειρήσεις στην Ελλάδα αναγκάστηκαν (και συνεχίζουν να αναγκάζονται) να προβαίνουν σε διαγραφή των απαιτήσεων κατά οφειλετών τους που δεν πρόκειται να εισπράξουν («κούρεμα»). Η εν λόγω ζημία από τη μη καταβολή των απαιτήσεων κατά οφειλετών θα πρέπει να αναγνωρίζεται φορολογικά, άλλως οδηγούμαστε στο άτοπο της φορολόγησης στο επίπεδο των επιχειρήσεων εισοδημάτων που ουδέποτε αποκτήθηκαν.
Πηγή: ΑΠΕ