Αποφάσισε να βγει από την ανωνυμία και να μιλήσει για το καθεστώς Ερντογάν, για όλα όσα πέρασε ο ίδιος επί 16 μήνες φυλακισμένος στην Τουρκία και ζουν ακόμη οι συγκρατούμενοί του στη χώρα τους. Ο Τζαφέρ Τοπκαγιά μιλάει με το όνομα και το πρόσωπό του για τις άδικες κατηγορίες σε βάρος πρώην αξιωματούχων των τουρκικών Ένοπλων Δυνάμεων, την παράλογη κράτησή τους, την καταπάτηση των ανθρώπινων δικαιωμάτων και τα βασανιστήρια. «Για να βοηθήσω όσους είναι ακόμη πίσω», θα εξηγήσει στο «Έθνος της Κυριακής».
Ο 42χρονος Τοπκαγιά ήταν αξιωματικός του τουρκικού Ναυτικού και υπηρετούσε στο ΝΑΤΟ από τον Αύγουστο του 2015. Μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα στην Τουρκία τον Ιούλιο του 2016, ο Ερντογάν «ξήλωσε» την συντριπτική πλειοψηφία των αξιωματικών που υπηρετούσαν στο Βέλγιο, όπως και χιλιάδες δημοσίους υπαλλήλους, εκπαιδευτικούς και δικαστές στο εσωτερικό της χώρας. Ίσως και λόγω της πρόσφατης άφιξής του στο Βέλγιο, ο Τοπκαγιά ήταν από τους τελευταίους που ανακλήθηκε στην Τουρκία. Και, σε αντίθεση με τους συναδέλφους του, εκείνος αποφάσισε να πάει. «Ήμουν αθώος και είχα την ψευδαίσθηση ότι αυτό θα μετρήσει», μας είπε.
Η ολιγοήμερη επιστροφή του στην Άγκυρα –στις Βρυξέλλες είχε αφήσει τη γυναίκα του και τα τρία τους παιδιά- μετατράπηκε σε πολύμηνη κράτηση. Αφέθηκε ελεύθερος με αναστολή, επειδή δεν υπήρχαν αρκετά στοιχεία σε βάρος του. Και τότε αποφάσισε να δραπετεύσει. Έφτασε στην Ελλάδα μέσω του ποταμού Έβρου, τη νύχτα της 28ης Φεβρουαρίου.
Δεν το ήξερε τότε, αλλά μία μέρα μετά, θα συλλαμβάνονταν οι δύο Έλληνες στρατιωτικοί, ο Δημήτρης Κούκλατζης και ο Άγγελος Μητρετώδης. «Η σύλληψή τους δε νομίζω ότι σχετίζεται άμεσα με τη δική μου υπόθεση. Όμως λόγω των οχτώ (σ.σ. εννοεί τους οχτώ Τούρκους αξιωματικούς που ήδη τότε είχαν παραδοθεί στις ελληνικές Αρχές), οι τουρκικές Αρχές έψαχναν τρόπο να πιέσουν. Και η σύλληψη των δύο έδινε αυτήν την ευκαιρία. Προσωπικά, δεν είμαι καν σίγουρος ότι οι δύο πέρασαν σε τουρκικό έδαφος…», θα σχολιάσει σχετικά ο Τζαφέρ Τοπκαγιά.
Τον συναντήσαμε στο σπίτι του στις Βρυξέλλες, πολύ κοντά στην έδρα του ΝΑΤΟ που πλέον δεν έχει το δικαίωμα να επισκεφθεί καν. Η βελγική πρωτεύουσα αποτελεί «προπύργιο» του Ερντογάν, αφού σε κάθε εκλογική διαδικασία, ο Τούρκος Πρόεδρος συγκεντρώνει περί το 90% των ψήφων και οι ψηφοφόροι του είναι περήφανοι γι’ αυτό. «Δεν φοβόσαστε;», τον ρωτάμε. «Ναι, φοβάμαι, γιατί η τουρκική μυστική υπηρεσία έχει ήδη προχωρήσει σε απαγωγές σε διάφορες χώρες. Και ήδη, έχω λάβει πολλά εκφοβιστικά και απειλητικά μηνύματα. Επίσης, υπάρχει και ο ρατσισμός από τους υποστηρικτές του Ερντογάν εδώ –συνηθίζαμε να πηγαίνουμε σε τουρκικά μαγαζιά της πόλης, αλλά οι ιδιοκτήτες είπαν ότι δεν θέλουν τα χρήματα από τους «προδότες», εννοώντας όσους δεν είναι με τον Ερντογάν. Για όλα αυτά έχουν ενημερωθεί οι βελγικές Αρχές και έχουν λάβει τα μέτρα τους…», απαντάει.
Την ίδια στιγμή όμως που μιλάει για φόβο, βγάζει με αποφασιστικότητα από έναν ογκώδη φάκελο που έχει μπροστά του χαρτιά και φωτογραφίες για όσα συμβαίνουν τα τελευταία δύο χρόνια στην Τουρκία. Ο ίδιος κατηγορήθηκε για τη διαχείριση ενός λογαριασμού στο Twitter, που βάλλει κατά του Ερντογάν. «Οι δικαστές δεν μπορούσαν να εξηγήσουν πώς, ενώ ήμουν στη φυλακή, ο λογαριασμός εξακολουθούσε να λειτουργεί. Μου έλεγαν ότι έχω συνεργούς. Ότι είμαι μέλος του FETO, του κινήματος των Γκιουλενιστών. Όμως εγώ δεν έχω καμία σχέση με την πολιτική. Είμαι από τα 15 μου στο Ναυτικό και πριν με στείλουν στο ΝΑΤΟ, με έλεγξαν μέχρι τους… προπαππούδες μου!», διηγείται.
Ο Τοπκαγιά είναι πεπεισμένος ότι το πραξικόπημα αποτέλεσε μια «χρυσή» ευκαιρία για τον Ερντογάν να «καθαρίσει» το στράτευμα από όλους όσοι δεν ήταν δικοί του και να τοποθετήσει νέους –εν είδη γενίτσαρων- οι οποίοι θα του είναι απολύτως αφοσιωμένοι και θα έχουν κατεύθυνση αντι-Δυτική, «φιλική προς τη Ρωσία, το Ιράν και κατά του ΝΑΤΟ και της Δύσης», όπως επισημαίνει. «Μία από τις κατηγορίες που μου ανακοίνωσαν αφού ήμουν ήδη 11 μήνες κρατούμενος, είναι ότι… υπηρετούσα στο ΝΑΤΟ!», λέει ο Τοπκαγιά. «Η φιλοδυτική προσέγγιση δεν είναι πλέον η επικρατούσα στην Τουρκία. Και πολύ σύντομα, ο Ερντογάν θα γίνει ο βασικός πονοκέφαλος της Ευρώπης και της Δύσης γενικότερα», λέει.
Αναπόφευκτα, η κουβέντα πηγαίνει στα βασανιστήρια. «Όταν με συνέλαβαν μου απαγόρεψαν να έχω οποιαδήποτε επαφή με τους δικούς μου ή με δικηγόρους. Οι συνθήκες ήταν άθλιες. Υπήρχε η μυρωδιά του αίματος παντού. Τα στρώματα που μας έβαζαν να κοιμόμαστε, στο πάτωμα, ήταν ποτισμένα με αίμα. Την ώρα που κοιμόμασταν άναβαν όλα τα φώτα ξαφνικά. Μετά έσβηναν πάλι… Το φαγητό ήταν ελάχιστο –ένα ψωμί για χάμπουργκερ το πρωί, ένα το βράδυ και δύο κουταλιές ρύζι ή μακαρόνια ενδιάμεσα. Ήταν τέλος Οκτωβρίου όταν πρωτοπήγα στη φυλακή και έκανε ήδη κρύο στην Άγκυρα. Οι υπεύθυνοι μας άναβαν την ψύξη το βράδυ και τη μέρα την θέρμανση –υποτίθεται ότι είχε πρόβλημα το σύστημα της φυλακής», λέει και γελάει σαρκαστικά.
«Προσωπικά ήμουν τυχερός. Δεν με έδειραν και δεν υπέστην τρομερά βασανιστήρια. Οι συγκάτοικοι μου όμως στο κελί, δύο καθηγητές που υπηρετούσαν στο Μπαχρέιν (σ.σ. όλα τα ονόματα που αναφέρει είναι στη διάθεση της εφημερίδας), βασανίστηκαν πολύ», θυμάται. «Ήμουν παρών, όταν πήραν τον έναν από τους δύο για ανάκριση. Γύρισε πίσω τρέμοντας, σε απόλυτο σοκ. Μας είπε ότι τον χτύπησαν πολύ άσχημα, τον έβαλαν να κείτεται στο πάτωμα και τον απειλούσαν με το όπλο στο στόμα, τον πίεζαν να υπογράψει τις κατηγορίες σε βάρος του, που ο ίδιος δεν υπέγραφε γιατί ήταν αθώος».
Ο Τοπκαγιά θυμάται και έναν συνταγματάρχη. Είχε συλληφθεί τρεις μήνες μετά το πραξικόπημα και στις ανακρίσεις τον έδερναν συνεχώς. Όταν είδαν ότι δεν λύγισε, του έφερναν τη γυναίκα του εκεί. Τον εκφόβιζαν ότι αν δεν παραδεχτεί ότι είναι Γκιουλενιστής, θα συλλάβουν και τη γυναίκα του. «Απ’ ο,τι έμαθα, αυτό έγινε…», λέει ο Τοπκαγιά.
«Και θα σας πω και για έναν ακόμη, ο οποίος υπέστη φρικτά βασανιστήρια. Εικονικό πνιγμό, ηλεκτρική καρέκλα, ένιωθε –μου είπε- το σώμα του να καίγεται. Τελικά, υπέγραψε τις κατηγορίες, παρόλο που ήταν αθώος», τονίζει. «Και για έναν ακόμη που τον είχαν στην απομόνωση. Αυτός μου είπε ότι τα βασανιστήρια δεν ήταν τυχαία, είχαν σύστημα. Γιατί πονούσαν πολύ και δεν φαίνονταν στο δικαστήριο…».
Ο ίδιος ο Τοπκαγιά απέκτησε τελικά δικαίωμα να έχει επαφή με τον έξω κόσμο ύστερα από αρκετούς μήνες. «Μία επίσκεψη μισής ώρας από συγγενείς κάθε δύο εβδομάδες και 10 λεπτά τηλεφωνήματος, όχι όμως στο εξωτερικό, δηλαδή στη γυναίκα και τα παιδιά μου», εξηγεί. «Την ίδια στιγμή, μέλη του ISIS που ήταν φυλακισμένα σε διπλανό κελί και είχαν γερμανική υπηκοότητα, τηλεφωνούσαν στην πατρίδα τους. Οι κρατούμενοι του Ισλαμικού Κράτους ήταν οι αγαπημένοι και του συστήματος και της φυλακής», υπογραμμίζει με νόημα ο Τοπκαγιά.
Στους 16 μήνες, ο 42χρονος οδηγήθηκε ξανά στον δικαστή, ο οποίος αναγνώρισε ότι η κράτησή του ήταν εκτεταμένη, ενώ τα στοιχεία σε βάρος του δεν είχαν ακόμη συγκεντρωθεί. Οπότε τον άφησε ελεύθερο, με περιοριστικούς όρους να παραμείνει στην Τουρκία και να παρουσιάζεται στο αστυνομικό τμήμα.
«Μίλησα με άλλους πρώην κρατούμενους και δικηγόρους και μου είπαν ότι η περιπέτειά μου δεν είχε τελειώσει, ότι θα με ταλαιπωρούσαν χρόνια. Και τότε αποφάσισα να δραπετεύσω. Βρήκα ένα παλιό διαβατήριο γιατί το διπλωματικό μού το είχαν κατασχεσει. Δεν το είπα κανέναν. Το βράδυ της 28ης Φεβρουαρίου πέρασα τα σύνορα μέσω του ποταμού. Παραδόθηκα στο αστυνομικό Τμήμα της Αλεξανδρούπολης», θυμάται.
Περιγράφει με έκδηλο άγχος ότι η βασική του αγωνία ήταν να μην τον απελάσουν οι ελληνικές Αρχές στην Τουρκία. Στο κελί συνάντησε κι άλλες οικογένειες Τούρκων. Είχαν καταλάβει κι αυτοί ότι ο Ερντογάν τους επεφύλασσε μαύρο μέλλον… «Οι Έλληνες αστυνομικοί ήταν πολύ καλοί μαζί μου. Μου εξήγησαν ότι μπορούσα να κάνω αίτηση για άσυλο ή να φύγω, αφού είχα διαβατήριο εν ισχύ. Προτίμησα να φύγω για να έρθω στην οικογένειά μου», εξομολογείται.
Μετά τους πρώτους μήνες του μετατραυματικού στρες και εσωστρέφειας, ο Τζαφέρ Τοπκαγιά αποφάσισε να μιλήσει δημόσια. Έφτιαξε έναν λογαριασμό με το όνομά του στο twitter και διηγήθηκε όσα πέρασε. «Ήταν τότε που στην Άγκυρα προσήγαγαν για δεύτερη φορά τον αδερφό μου. Τον ανάγκασαν να υπογράψει τις κατηγορίες σε βάρος μου. Τώρα μάλιστα, θα αλλάξει το επίθετό του εξαιτίας μου…», καταλήγει ο Τοπκαγιά.
Πλέον, η σύζυγος και τα παιδιά του έχουν άσυλο στο Βέλγιο, ο ίδιος ακόμη περιμένει. Η οικονομική τους κατάσταση είναι δυσχερής –ζουν με το κοινωνικό βοήθημα. «Τι θέλετε για το μέλλον», τον ρωτάμε. «Να αλλάξουν τα πράγματα και να γυρίσω στη χώρα μου», μας λέει. «Θέλω τη χώρα μου πίσω»…
news247.gr