«Σύντροφε Μάνο, κρητικόπουλο, Ερωτόκριτέ μας άξιε γιε της Ρωμιοσύνης
Ερωτας είσαι και ομορφιά και λεβεντιά και αγάπη
στο μπόι σου παίρνει μέτρο η ανθρωπιά και η τέχνη
μες στη φωνή σου ακέριος ο λαός βρίσκει την πιο σωστή φωνή του
μες στη φωνή σου πέντε αηδόνια, τρεις αητοί κι ένα λιοντάρι δένουν τη φιλία του κόσμου.
Σύντροφε Μάνο εσένανε σου πρέπουν αψηλόκορφοι ύμνοι σαν τον πάππο σου τον ψηλορείτη…»
Κάθε φορά που θέλει κάποιος να μιλήσει για τον Μάνο Κατράκη , αυτοί οι στίχοι του Γιάννη Ρίτσου έρχονται και διεκδικούν την πρώτη θέση στη σκιαγράφηση αυτής της πολυδιάστατης προσωπικότητας, διεκδικούν την πρώτη θέση για να μνημονεύσουν τον άνθρωπο, τον αγωνιστή και καλλιτέχνη, που πάντα βρίσκεται στην καρδιά και στη μνήμη μας, κι ας έχουν περάσει (…) χρόνια από τότε που έφυγε (2/9/1984). Τα λόγια αυτά του Ρίτσου ήταν το δώρο του για τον εορτασμό των 50 χρόνων στο Θέατρο του Μάνου Κατράκη , με τον οποίο πρώτα απ’ όλα μοιράστηκαν τα βάσανα της εξορίας, στη συνέχεια βρέθηκαν πλάι – πλάι στους αγώνες για την ειρήνη και το σοσιαλισμό, χτίζοντας έτσι μια βαθιά φιλία.
«Αν ο Μάνος Κατράκης μεσουρανούσε στη θεατρική ζωή του τόπου μας, δεν το χρωστάει μονάχα στο λεβέντικο παράστημα και στο συναρπαστικό φωνητικό όργανο, μα στην απόλυτη ψυχική του αφοσίωση στην Τέχνη» επισημαίνει ο κορυφαίος σκηνοθέτης και συγγραφέας Αλέξης Σολομός, προλογίζοντας το λεύκωμα που κυκλοφορεί από τη «Σύγχρονη Εποχή» με τίτλο «Μάνος Κατράκης (Στη ζωή, στη σκηνή και την οθόνη)». Και συνεχίζει ο Αλέξης Σολομός: «Δίχως συμφεροντολογικά κίνητρα, δίχως συμβιβασμούς και αυτοθαυμασμούς, μας πρόσφερε παραστάσεις με πνευματικό μήνυμα, πατριωτικό αίσθημα και ανθρώπινη πνοή. Οσο παράξενο κι αν φαίνεται, η «υποκριτική τέχνη» δε στηρίζεται στην υποκρισία, αλλά στην ψυχική ειλικρίνεια. Και την ειλικρίνεια αυτή – που χαρακτήριζε τον Κατράκη σαν ηθοποιό και σαν άνθρωπο – τη συνδυάζω με κάτι που μου είπε, όταν ετοιμάζαμε μια παράσταση: «Θα προτιμούσα να μην τονίσω τη φράση αυτή όπως τη θέλεις, γιατί, αν την πω έτσι, δε θα είμαι εγώ»»…
Αδάμαστος και ευαίσθητος
Η ζωή του αρχίζει από το Καστέλι Κισσάμου, όπου ξαναγύριζε όποτε μπορούσε για να ξαναθυμηθεί τον πατέρα του, Χαράλαμπο, από τον οποίο ορφάνεψε νωρίς, τα άλλα τέσσερα αδέρφια του και την κυρα-Ειρήνη, τη μάνα του, που τη λάτρευε και της έμοιαζε όχι μόνο στην εμφάνιση, αλλά και στον πεισματικό χαρακτήρα και την αδάμαστη ψυχή. Θυμίζουμε έναν, καταγραμμένο, σχεδόν δύο δεκαετίες πριν στο «Ρ», διάλογό του με τη μάνα του, ως δείγμα του χαρακτήρα και των δυο. Η κυρα-Ειρήνη, όπως όλες οι μανάδες των κρατουμένων αγωνιστών, υπέφερε με τον εγκλεισμό του παιδιού της. Σε μια συνάντησή τους στην εξορία, ο Κατράκης δοκίμασε την ψυχική αντοχή της μάνας του: -«Τι είναι Μανόλη;» -«Θες να ‘ρθω στο σπίτι, μάνα;» -«Πώς θα ‘ρθεις;» -«Ε… θα υπογράψω και θα ‘ρθω»- «Ιντα να υπογράψεις;» -«Δήλωση» -«Ιντα δήλωση;» -«Οτι δεν είμαι αυτό που είμαι…» -«Και δεν είσαι;» -«Είμαι» -«Μην υπογράψεις, κερατά, μην υπογράψεις…».
Οσοι τον γνώρισαν μιλούν για την παλικαριά του Μάνου Κατράκη να αγαπά και να μοχθεί για τη ζωή, τον αγώνα, την τέχνη. Δυνατός, εργατικός, σεμνός και αταλάντευτος, επέλεξε το δύσκολο δρόμο και στη ζωή και στην τέχνη. Οι προσωπικές του αγωνίες ήταν οι αγωνίες του λαού και η ανησυχία του ήταν η ανησυχία του παθιασμένου εργάτη της τέχνης.
Ο Μάνος Κατράκης από την πρώτη του κιόλας εμφάνιση στο θέατρο το 1928, φανέρωσε το υποκριτικό του ταλέντο και ανέβηκε γρήγορα την κλίμακα της θεατρικής ιεραρχίας, για να καταλάβει μια δεσπόζουσα θέση ανάμεσα στους κορυφαίους ηθοποιούς μας.
Η κριτική αντιμετωπίζει με ενθουσιασμό την πρώτη κιόλας παρουσία του στο θέατρο (στο ρόλο του Χαρίδημου, στον Ερωτόκριτο). Ο Αλκης Θρύλος έγραψε: «Υπήρξε μια αποκάλυψη. Ο κ. Κατράκης γέμισε τη σκηνή μόλις παρουσιάστηκε, χόρεψε με χάρη γοητευτική και μια εξαιρετική ευλυγισία και έπαιξε σαν δοκιμασμένος ηθοποιός». Ενώ ο Μιχαήλ Ροδάς τον χαρακτήρισε «λεβέντη στην όψη και στο κορμί», «ελπίδα του νεωτέρου μας θεάτρου, ένα καλλιτεχνικό αστέρι λαμπρό», για το οποίο πίστευε ότι «η Κρήτη που τον έβγαλε έπρεπε να υπερηφανεύεται».
«Διάλεξα να είμαι κομμουνιστής»
Στα δύσκολα χρόνια της γερμανικής κατοχής και στα τραγικά χρόνια του εμφυλίου, βρέθηκε στην πρώτη γραμμή της Αντίστασης. Απολύεται από το Εθνικό Θέατρο για τις ιδέες του, συλλαμβάνεται, του ζητούν να υπογράψει δήλωση, αρνείται και εξορίζεται στην Ικαρία, τη Μακρόνησο και τον Αϊ-Στράτη, μέχρι το 1952. Αλλά και αργότερα, ήταν πάντα από τους πρώτους, σε όλους τους λαϊκούς αγώνες και πάντα μέσα από τις γραμμές του ΚΚΕ, μέχρι το θάνατό του. Σε εποχές γενικού ξεπουλήματος ο Μάνος Κατράκης , είτε με το λόγο του «Προμηθέα», είτε με τη συμμετοχή του στην Αντίσταση, στο συνδικαλιστικό κίνημα, στις διεκδικήσεις του ΚΚΕ, τίποτε άλλο δεν επιζητούσε από το να υπηρετήσει τον άνθρωπο.
Χαρακτηριστικό είναι ένα επεισόδιο που έχουν διηγηθεί, τόσο ο Γιάννης Ρίτσος, όσο και η Ρούλα Κουκούλου, όταν οι Αλφαμίτες τον βασάνιζαν: «Γονάτισε Κατράκη » – του έλεγαν – «αλλιώς θα πεθάνεις». «Οχι, ρε παιδιά, τέτοια χάρη δε σας την κάνω». «Τι παριστάνεις, ρε;» – συνέχιζαν – «Τον Μαρίνο Κοντάρα;» (τον ήρωα της ομώνυμης ταινίας που είχε ενσαρκώσει τον ατρόμητο ήρωα). Κι ο Κατράκης αποκρίθηκε «…όχι ρε παιδιά, δεν παριστάνω τον Μαρίνο Κοντάρα, απλά τον άνθρωπο».
Οι ιδέες, η ειλικρίνεια, το ανυπότακτο του χαρακτήρα, η ανθρώπινη και κοινωνική ευαισθησία, η καλλιτεχνική ιδιοσυγκρασία, αλλά και η κρητική ποιητική φύση του Κατράκη αντανακλώνται και σε ποιήματά του, τα οποία παρατίθενται στο βιβλίο και που έμειναν μια προσωπική υπόθεση που μοιράστηκε μόνο με τους πολύ κοντινούς του ανθρώπους και όχι με το αναγνωστικό κοινό κάποιας έκδοσης. Μέσα από αυτά τα ποιήματα φαίνεται πως στην ψυχή του ζει πάντα η ελπίδα για τον καινούργιο κόσμο: «Στ’ ακροθαλάσσι του Αϊ-Στράτη/ κρυφά από του Θεού το μάτι/ Ζουν άνθρωποι και ωριμάζουν/ καινούριο κόσμο ετοιμάζουν».
Οι δυσκολίες της εξορίας, τα βασανιστήρια, η αλληλεγγύη ανάμεσα στους δοκιμαζόμενους συναγωνιστές καταγράφονται από τον Κατράκη με ποιητικό τρόπο:
«Κείνο το βράδυ στη χαράδρα…/ Δεν το ξεχνάω φίλε/ Είχανε σπάσει δυο μπαμπού/ στα κόκαλά μου…/ Η ανανδρία θυμάμαι/ τα ‘βαλε με τη λεβεντιά/ κείνο το βράδυ/ Μα το νεράκι πού το βρήκες/ σύντροφέ μου;/ Τώρα που πέρασαν οι πόνοι/ σε βλέπω αδύνατο κι ωχρό/ να σεργιανάς/ Κι είπα να σου ‘δινα το χέρι/ για να ξοφλήσω τη δροσιά/ κείνης της νύχτας/ Μα το νεράκι πώς το βρήκες/ το νεράκι/ σ’ εκείνο τ’ άνυδρο το ρέμα».
«Η ζωή άρχισε από τότε που μπήκα στο Κόμμα μου», είχε πει ο ίδιος. «Διάλεξα να είμαι κομμουνιστής. Αισθάνομαι υπερηφάνεια για το κόμμα, για τις εκατοντάδες χιλιάδες τους συντρόφους, που αποτελούν τον κορμό του μεγάλου δέντρου του μέλλοντος. Από αυτό αντλούμε όλη τη δύναμη για την τελική δικαίωση των αγώνων και θυσιών του λαού μας. Από τη ζωοδότρα πηγή αυτού του λαού παίρνουμε εμείς οι καλλιτέχνες το υλικό, που το κάνουμε λόγο, εικόνα, ποίηση, μουσική, θέατρο και ό,τι άλλο βοηθά στην καλυτέρευση του νου και της ψυχής».
Με τη γλώσσα της καρδιάς
Ο Μάνος Κατράκης που στη διάρκεια του βίου του στη χώρα αυτή πληγώνεται, βασανίζεται, καταδιώκεται, εξορίζεται έρχεται ο καιρός που τιμάται όχι μόνο με πολιτειακές και κοινωνικές διακρίσεις εντός της χώρας του αλλά και εκτός.
Το Μάρτη του 1981 διοργανώνεται στο Παρίσι τιμητική εκδήλωση από τον σκηνοθέτη Γιάννη Ιορδανίδη. Στην εναρκτήρια βραδιά της εκδήλωσης ο Μάνος Κατράκης απευθύνεται στους παρευρισκόμενους με τη γλώσσα της καρδιάς όπως έκανε πάντα:
«Και να γνώριζα τη γλώσσα του Ρακίνα και του Μολιέρου πάλι θα σας μίλαγα ελληνικά. Δεν θέλω τίποτα να ψευτίσει τη συγκίνησή μου και την ευγνωμοσύνη μου για την τιμή που μου κάνετε. Γι’ αυτό χρησιμοποιώ τις λέξεις της γλώσσας μου που ταυτίζονται με την ψυχή μου. Είναι λέξεις που κρύβουν μέσα τους την καθαρότητα του ελληνικού ουρανού και του ασίγαστου πόντου. Εσείς τιμάτε τα 50 χρόνια της καλλιτεχνικής μου δραστηριότητας. Σας ευχαριστώ. Εγώ όμως θέλω να σας πω ποιος είμαι. Θέλω να με γνωρίσετε σωστά. Θέλω να σας πω πως γεννήθηκα στην Κρήτη. Μεγάλωσα ξυπόλητο παιδί στις αμμουδιές της πατρίδας μου, που έβαζα στ’ αυτιά μου τα κοχύλια της θάλασσας να ακούσω τη βουή του ωκεανού. Δεν ήξερα να αποζητώ την ομορφιά, μα η ομορφιά ξεδιπλωνόταν ολόγυρά μου. Δεν ήξερα να αποζητώ τη λεβεντιά. Μα η λεβεντιά με συνέπαιρνε μέσα μου από τις ιστορίες του παππού μου. Αφήστε να παινέψω την πατρίδα μου. Το αξίζει. Εγινα ηθοποιός όπως θα μπορούσα να γίνω και σιδηρουργός. Ηθελα να ξοδιάσω όσες δυνάμεις κρύβαν τα μπράτσα μου και η ψυχή μου»…
Πηγή: Ριζοσπάστης – Του πρέπουν «αψηλόκορφοι ύμνοι»… (Σοφία Αδαμίδου)
Η βιογραφία του
Ο Μάνος Κατράκης, κορυφαίος πρωταγωνιστής και θιασάρχης, γεννήθηκε στις 14 Αυγούστου του 1909 στο Καστέλι Κισσάμου των Χανίων Κρήτης. Ήταν το μικρότερο από τα πέντε παιδιά του εμπόρου Χαράλαμπου Κατράκη και της Ειρήνης.
Το 1919 η οικογένειά του μετακόμισε στην Αθήνα, όπου ο Μάνος, που από μικρός είχε δείξει το υποκριτικό ταλέντο του, εμφανίστηκε για πρώτη φορά σε θεατρική σκηνή. Έκανε το ντεμπούτο του σε ηλικία μόλις 18 ετών, με το θίασο Οι Νέοι στο έργο Για την αγάπη της. Το μπρίο και η δυναμικότητά του ενθουσίασαν τον σκηνοθέτη Κώστα Λελούδα κι έτσι ένα χρόνο αργότερα, το 1928, έπαιξε στην πρώτη βουβή ταινία Το λάβαρο του ’21.
Την ίδια περίοδο εντάχθηκε στο Θίασο της Ελευθέρας Σκηνής της Μαρίκας Κοτοπούλη, του Σπύρου Μελά και του Μήτσου Μυράτ, παίζοντας σε έργα όπως Η λύρα του γερο-Νικόλα, Οι άθλιοι και Στέλλα Βιολάντη. Το 1930 συνεργάστηκε με το Λαϊκό Θέατρο του Β. Ρώτα και το 1932 προσλήφθηκε στο νεοϊδρυόμενο Εθνικό Θέατρο, όπου ερμήνευσε μεταξύ άλλων τον Κορυφαίο στον Αγαμέμνονα και τον Κρητικό στη Βαβυλωνία.
Το 1934 συνεργάστηκε με τον Β. Αργυρόπουλο και το 1935 ξανά με τη Μ. Κοτοπούλη, για να επιστρέψει, την ίδια χρονιά στο Εθνικό Θέατρο. Το 1943 ανέλαβε Πρόεδρος του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών και από τη θέση αυτή συνέβαλε τα μέγιστα στην ίδρυση του Κρατικού Θεάτρου Θεσσαλονίκης όπου και έπαιξε μέχρι το 1946, οπότε επέστρεψε στο Εθνικό. Εκδιώχθηκε, όμως, ένα χρόνο αργότερα, λόγω των αριστερών πεποιθήσεών του. Αρνούμενος να υπογράψει «δήλωση μετανοίας», εξορίστηκε στην Ικαρία, στη Μακρόνησο και τον Αϊ-Στράτη.
Επέστρεψε στην Αθήνα το 1952, διοργανώνοντας «ποιητικές απογευματινές» στο θέατρο Μουσούρη. Ξανανέβηκε στη σκηνή με το θίασο της Κατερίνας Ανδρεάδη, λίγο αργότερα με τον θίασο του Αδαμάντιου Λεμού και αμέσως μετά με τον Θυμελικό Θίασο του Λίνου Καρζή (Προμηθεύς Δεσμώτης). Στη συνέχεια και μέχρι το 1955 εμφανίστηκε με την Κυβέλη και αμέσως μετά συγκρότησε δικό του θίασο με την Ασπασία Παπαθανασίου (Ευγενία Γκραντέ, Βαθιές είναι οι ρίζες, Το κορίτσι με το κορδελάκι κ.ά).
Το 1955 ίδρυσε το Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο και εγκαταστάθηκε στον υπαίθριο χώρο του Πεδίου του Άρεως, τον οποίο εγκαινίασε με τον Αγαπητικό της Βοσκοπούλας. Σ’ αυτό το θέατρο, με μεγάλη συμμετοχή κοινού και καλλιτεχνική επιτυχία, συνέχισε ως το 1967, υποστηρίζοντας συστηματικά το ελληνικό έργο (Ο μονοσάνδαλος, Το κορίτσι με το κορδελάκι, Η Αντιγόνη της Κατοχής, Ο Πατούχας και διασκευές από έργα του Καζαντζάκη όπως Ο Χριστός ξανασταυρώνεται και Ο Καπετάν Μιχάλης). Σποραδικά ανέβασε και κλασικό ρεπερτόριο (Ιούλιος Καίσαρ, Φουέντε Οβεχούνα). Τους χειμώνες, το ΕΛΘ φιλοξενείτο σε διάφορα θέατρα ή περιόδευε στην επαρχία, την Κύπρο και την Κωνσταντινούπολη.
Καθώς το 1968 του έγινε έξωση από το Πεδίο του Άρεως, ο Κατράκης συνέχισε την πρωταγωνιστική του πορεία, πότε με το θίασό του, πότε με άλλους πρωταγωνιστές. Το 1972 επέστρεψε στο Εθνικό Θέατρο και πρωταγωνίστησε στον Οθέλλο και τον Δον Κιχώτη, και στην Επίδαυρο στον Οιδίποδα Τύραννο (1973) και στον Προμηθέα Δεσμώτη (1974).
Αργότερα, συνεργάστηκε με την Αλίκη Βουγιουκλάκη, το ΚΘΒΕ, για να επανιδρύσει το 1977 το ΕΛΘ, ανεβάζοντας έργα Αρμπούζοφ (Φθινοπωρινή ιστορία με την Έλλη Λαμπέτη), Γκόρκι (Οι Τελευταίοι), Μπρεχτ (Συντροφιά με τον Μπρεχτ, με τη Μελίνα Μερκούρη), Λέοναρντ (Ντα), Μασάρι (Ταμπού) και τη Λειτουργία κάτω από την Ακρόπολη του Νικηφόρου Βρεττάκου. Η τελευταία του εμφάνιση έγινε το 1984 στο Ηρώδειο, με το μουσικό έργο του Θόδωρου Αντωνίου Προμήθεια.
Συνεργάστηκε με πολύ σημαντικούς καλλιτέχνες (Δ. Ροντήρη, Π. Κατσέλη, Τ. Μουζενίδη, Μ. Βολανάκη, Σπ. Ευαγγελάτο, Μ. Θεοδωράκη, Σπ. Βασιλείου, Α. Κατσέλη, Τ. Καρούσο, Ελ. Χατζηαργύρη, Αν. Βαλάκου) και συμμετείχε σε εκατοντάδες εκδηλώσεις, όπου με την ανεπανάληπτη φωνή του δικαίωνε το νεοελληνικό ποιητικό λόγο. Οι αναγνώσεις του σε κείμενα νεοελληνικής λογοτεχνίας παρέμειναν κλασικές.
Ο Κατράκης έπαιξε και σε πολλές ταινίες στον κινηματογράφο. Αξιόλογες είναι οι ερμηνείες του στο Μαρίνο Κοντάρα του Γιώργου Τζαβέλα (1948), στη Συνοικία το όνειρο του Αλέκου Αλεξανδράκη (1961) στην Ηλέκτρα του Μιχάλη Κακογιάννη (1962), στο Ένας Ντελικανής του Μανόλη Σκουλούδη (1963). Βραβεύτηκε στο Διεθνές Φεστιβάλ του Σαν Φρανσίσκο, για την ερμηνεία του στον ρόλο του Κρέοντα στην Αντιγόνη του Γ. Τζαβέλλα, και στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για τη συμμετοχή του στο Συνοικία το όνειρο.
Λίγο μετά την ολοκλήρωση των γυρισμάτων της τελευταίας ταινίας Ταξίδι στα Κύθηρα, με σκηνοθέτη το Θόδωρο Αγγελόπουλο, άφησε την τελευταία του πνοή, στις 2 Σεπτεμβρίου του 1984, χτυπημένος από καρκίνο των πνευμόνων.