Τι δείχνουν τα στοιχεία των φετινών βάσεων εισαγωγής σε ΑΕΙ – ΤΕΙ – Η αναλογία άλλαξε ανάμεσα στους επιτυχόντες στα Πανεπιστήμια και τα ΤΕΙ καθώς φέτος εισήχθησαν στα Πανεπιστήμια περισσότεροι υποψήφιοι και μειώθηκαν στα ΤΕΙ
Επιτυχία στις φετινές Πανελλαδικές εξετάσεις είχαν οκτώ στους δέκα υποψηφίους, σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα το υπουργείο Παιδείας. Στα Γενικά Λύκεια οι επιτυχόντες συνολικά έφτασαν τους 63.210 (79,68%) σε σχέση με τους 60.517 πέρυσι (76,87%). Το ποσοστό των επιτυχόντων στα ΕΠΑΛ αυξήθηκε κατά 8,28%, και έφτασαν συνολικά φέτος τους 6.049 καθώς πέρυσι ήταν 5.913. Σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση των φετινών στοιχείων έπαιξαν τόσο η δημιουργία του νέου Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής όσο και η αύξηση του ποσοστού των εισακτέων από τα ΕΠΑΛ που έφτασε φέτος το 5%.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η αναλογία άλλαξε φέτος ανάμεσα στους επιτυχόντες στα Πανεπιστήμια και τα ΤΕΙ καθώς φέτος εισήχθησαν στα Πανεπιστήμια περισσότεροι υποψήφιοι και μειώθηκαν στα ΤΕΙ. Ενδεικτικά, οι επιτυχόντες στα Πανεπιστήμια από τα Γενικά Λύκεια έφτασαν στους 44.119 σε σχέση με τους 39.706 την περασμένη χρονιά. Αντίστοιχα στα ΤΕΙ, οι επιτυχόντες πέρυσι ήταν 19.212 και φέτος μειώθηκαν κατά περίπου 2.000 και έπεσαν στους 17.376.
Στα ΕΠΑΛ, οι υποψήφιοι φέτος ήταν λιγότεροι από πέρυσι καθώς μειώθηκαν στους 9.524 από 10.707. Την ίδια ώρα, παρατηρούμε ότι ο αριθμός των επιτυχόντων από τα ΕΠΑΛ στα Πανεπιστήμια αυξήθηκε στους 1.887 από τους 278 πέρυσι, ενώ στα ΤΕΙ ο αριθμός των επιτυχόντων μειώθηκε από τους 5.388 πέρυσι στους 3.879 φέτος.
Πτώση των βάσεων
Από την ανακοίνωση των φετινών βάσεων εισαγωγής προκύπτει γενικευμένη πτώση στις περισσότερες σχολές, κυρίως σε εκείνες του 2ου και 3ου επιστημονικού πεδίου (Θετικές – Τεχνολογικές επιστήμες και Επιστήμες Υγείας) που οφείλονται κυρίως στις χαμηλές επιδόσεις των υποψηφίων. Παρά το γεγονός ότι οι βάσεις έπεσαν στις περιζήτητες Ιατρικές Σχολές, διατήρησαν υψηλό τον πήχη: Η Ιατρική Αθήνας έπεσε κατά 114 μόρια φτάνοντας τα 19.029 μόρια, ενώ η Ιατρική Θεσσαλονίκης έπεσε κατά 238 μόρια φτάνοντας τα 18.808. Πτώση σημειώθηκε και στις σχολές Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανολόγων Μηχανικών της Αθήνας, αλλά και στα τμήματα Μαθηματικών, Φυσικών και Χημικών σε πολλές πόλεις.
Στον αντίποδα, οι βάσεις στις Ανθρωπιστικές, Νομικές και Κοινωνικές επιστήμες διατηρήθηκαν στα ίδια με πέρυσι επίπεδα, με τις Νομικές Αθήνας και Θεσσαλονίκης να κερδίζουν λίγα μόρια, ενώ της Κομοτηνής σημείωσε πτώση. Εντυπωσιακή ήταν και η άνοδος στις Παιδαγωγικές Σχολές, οι βάσεις των οποίων εκτοξεύθηκαν κατά 1.500-2.000 μόρια στην Περιφέρεια, δεδομένου ότι φέτος όλοι οι υποψήφιοι μπορούσαν να εισαχθούν από όλες τις κατευθύνσεις χωρίς την εξέταση επιπλέον μαθήματος.
Στις Οικονομικές Σχολές παρατηρήθηκε “βαθμολογικό χάσμα” καθώς τα υψηλόβαθμα τμήματα σημείωσαν άνοδο και τα χαμηλόβαθμα πτώση, ενώ μεγάλη παραμένει η ζήτηση των σχολών της Πληροφορικής.
Νέα δεδομένα δημιούργησε και η ίδρυση του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής, όπου οι βάσεις σε αρκετά τμήματα (που προέκυψαν από την ενοποίηση του ΤΕΙ Αθήνας και ΤΕΙ Πειραιά) σημείωσαν ανοδική πορεία.
ΣΥΡΙΖΑ: Στόχος μας ένα δημόσιο, δωρεάν, δημοκρατικό σχολείο
Τους υποψηφίους των Πανελλαδικών εξετάσεων συνεχάρη ο ΣΥΡΙΖΑ με αφορμή την ανακοίνωση των φετινών βάσεων εισαγωγής στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση. “Σε όσους και όσες δεν πέτυχαν τους στόχους τους σε αυτή τη φάση θυμίζουμε ότι η ζωή δεν τελειώνει εδώ, θα έχουν και άλλες ευκαιρίες στη ζωή τους” προσθέτει, κάνοντας λόγο “για μια δοκιμασία με τεράστιο ψυχολογικό και δυσβάσταχτο οικονομικό κόστος. Γι’ αυτό τον λόγο στο επίκεντρο της εκπαιδευτικής ανασυγκρότησης που προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ παραμένει ένα δημόσιο, δωρεάν και ποιοτικά αναβαθμισμένο δημοκρατικό σχολείο”. Δίνοντας το στίγμα των επικείμενων ανακοινώσεων για το Λύκειο και το νέο σύστημα εισαγωγής αναφέρει πως “προσβλέπουμε στην αναβάθμιση και ενίσχυση του μορφωτικού ρόλου του Λυκείου, ώστε να αποκτήσει, όσο είναι εφικτό, την αυτοτέλειά του και το απολυτήριο να ανακτήσει το κύρος του, ώστε αυτό με τη σειρά του να οδηγήσει σε σημαντικές θετικές αλλαγές για την πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση”.