Η 19χρονη Ashwaq Ta’lo έζησε για 10 μήνες, ως σκλάβα του ISIS. Απέδρασε, βρέθηκε ως πρόσφυγας στη Γερμανία, κι εκεί συνάντησε το δυνάστη της.
Η εξομολόγησή της στο κουρδικό πρακτορείο Bas News, όπου αποκαλύπτει την ιστορία της που καταλήγει σε μια τραγική ειρωνεία είναι συγκλονιστική.
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Όταν η Ashwaq ήταν 15 χρόνων, βρέθηκε στη μέση μιας επίθεσης του ISIS, στο Khanasore, στο μέρος όπου παραδοσιακά ζουν οι Yazidis (αυτόχθονες που ζουν στο βόρειο Ιράκ, μιλούν Κουρδικά, τα Ηνωμένα Έθνη τους αναγνωρίζουν σαν ξεχωριστή εθνότητα, οι Μουσουλμάνοι τους θεωρούν αιρετικούς ενώ το Ισλαμικό Κράτος επιδίωξε την εξαφάνιση τους).
Όπως εξιστορεί η Ashwaq Ta’lo «Μέχρι εκείνη την ημέρα, την 3η του Αυγούστου, του 2014 ζούσαμε αρμονικά με τους Μουσουλμάνους. Ξαφνικά όλα άλλαξαν. Οι στρατιώτες έκαναν επιδρομές στα σπίτια μας, υπό τις οδηγίες ενός άνδρα που ήταν γνωστός ως Nashmi Asali. Συνέλαβαν και τα 77 μέλη της οικογένειας μας. Μας ζητούσαν να ασπαστούμε το Ισλάμ, αμέσως. Όταν έφυγαν από το σπίτι μας, αποφασίσαμε να αποδράσουμε. Σύντομα καταλάβαμε πως αυτό δεν γίνεται, γιατί υπήρχαν πολλοί Μουσουλμάνοι Άραβες που είχαν μείνει στο πόδι των στρατιωτών. Επέστρεψαν και πήραν 66 μέλη της οικογενείας μου, για να τα πάνε στη Συρία. Μείναμε πίσω εγώ, η αδελφή μου, ο σύζυγος της και τρία παιδιά, όλα με αναπηρίες».
Μέχρι σήμερα, πέντε αδέλφια της Ashwaq αγνοούνται και η αδελφή της παραμένει όμηρος του ISIS, όπως και πολλοί άλλοι συγγενείς. Η Ashwaq ήταν μεταξύ εκείνων που απήχθησαν και πήγαν στη Συρία. «Μας έβαλαν σε ένα τριώροφο κτίριο, το οποίο περιφρουρούσαν μέλη του ISIS. Οι άνδρες κρατούνταν στον πρώτο όροφο, οι γυναίκες και τα παιδιά στο δεύτερο και ο τρίτος όροφος προφανώς ήταν το σημείο όπου γίνονταν τα εγκλήματα».
Τα νέα κορίτσια μεταφέρθηκαν στη Μοσούλη, σε ένα ξενοδοχείο. «Μια μέρα, ένας στρατιώτης του ISIS, ονόματι Abu Mohammed ήλθε και πήρε 18 κορίτσια, μαζί και μένα. Μας πήγε σε ένα μεγαλύτερο δωμάτιο, όπου περίμεναν κάποιοι άνδρες. Ένας από αυτούς έβγαλε το πορτοφόλι του και έδωσε στον Mohammed χρήματα. Αγόρασε εμένα, τέσσερις αδελφές μου και μια ξαδέλφη. Κλαίγαμε με λυγμούς. Αργότερα μάθαμε πως παρόμοιες διαδικασίες συνέβαιναν σε άλλα δωμάτια του ξενοδοχείου».
Μετά, οι στρατιώτες του ISIS μάζεψαν γύρω στα 100 κορίτσια έξω από το ξενοδοχείο και τα πήγαν κοντά στα σύνορα, στα δυτικά της Μοσούλης. “Ένας στρατιώτης, ο Abu Hilal μας διέταξε να κάνουμε μπάνιο και να αλλάξουμε. Μια κοπέλα, ονόματι Jeilan είπε πως δεν δέχεται να την ακουμπήσει κάποιος. Αργότερα την ίδια ημέρα, είδαμε το νεκρό της σώμα να κείτεται στο πάτωμα του μπάνιου. Είχε κόψει τις φλέβες της».
«Οι στρατιώτες βρήκαν αγοραστές. Εμένα με αγόρασε ο Humam, για 100 δολάρια. Ζούσαμε μαζί με άλλα τέσσερα κορίτσια. Τους είπα πως πρέπει να αποδράσουμε. Βρήκα το κινητό του Humam και τηλεφώνησα στον αδελφό μου. Μας είπε ένα σχέδιο. Την επομένη αρχίσαμε να πληγώνουμε τα χέρια και το σώμα μας. Είπαμε στον απαγωγέα μας πως είχαμε αλλεργία και ότι έπρεπε να μας πάει στο νοσοκομείο. Μας άφησε εκεί. Μας έδωσαν χάπια που όπως μου είχε πει ο αδελφός μου, σε μεγάλες ποσότητες μπορούσαν να προκαλέσουν υπνηλία. Τα βάλαμε στο φαγητό που ετοιμάσαμε για τον Humam και τους 17 καλεσμένους του, την επομένη». Έτσι απέδρασαν τον Οκτώβριο του 2014.
Περπατούσαν για 14 ώρες, μέσα στο σκοτάδι, μέχρι να φτάσουν στο βουνό Sinjar, όπου είχαν βρει καταφύγιο χιλιάδες Yezidis. Εκεί ήταν η μητέρα της και δυο από τους αδελφούς της. Μαζί ξεκίνησαν για τη Γερμανία, στο πλαίσιο ανθρωπιστικού προγράμματος, τον Ιούνιο του 2015.
Εγκαταστάθηκαν σε κέντρο προσφύγων, στην Στουτγάρδη. Σύντομα η Ashwaq άρχισε να μαθαίνει γερμανικά. Πήγε και σχολείο, όπου την παρακολουθούσε και ψυχολόγος, ώστε να διαχειριστεί τα τραύματα που είχε αποκτήσει από την ομηρία της.
Όπως διηγείται «στις 21 του περασμένου Φλεβάρη, όπως περπατούσα στο δρόμο, στο Schwäbisch Gmünd (μια πόλη 40 λεπτά μακριά από την Στουτγάρδη) με σταμάτησε ένας άνδρας. Κοκάλωσα. Είχε τα ίδια τρομακτικά γένια και το ίδιο άσχημο πρόσωπο. Με ρώτησε, στα γερμανικά, αν είμαι η Ashwaq. Του απάντησα “όχι” και ότι δεν ήξερα για ποια μιλάει. Μετά του είπα ότι δεν ξέρω και ποιος είναι αυτός. Μου συστήθηκε και μου είπε “με ξέρεις. Και ξέρω πόσο καιρό ζεις στη Γερμανία. Τρόμαξα. Ήξερα ότι είναι ο απαγωγέας μου. Δυσκολευόμουν να αρθρώσω λέξη. Σκέφτηκα πως στη Γερμανία δεν έχει σημασία τι κάνω. Δεν ενδιαφέρεται κανείς. Σκέφτηκα πως όλα τελείωσαν για μένα. Άρχισε να μου μιλά στα αραβικά. Συνέχισα να του απαντώ στα γερμανικά, να κάνω ότι δεν καταλαβαίνω αραβικά».
Κατάφερε να ξεφύγει και πάλι. Η Ashwaq αμέσως ενημέρωσε τον αδελφό της και απευθύνθηκε στη γερμανική αστυνομία, η οποία ταυτοποίησε τον άνδρα από υλικό που κατέγραψαν κάμερες ασφαλείας. Ωστόσο, οι γερμανικές αρχές ανέφεραν πως δεν μπορούσαν να τον συλλάβουν, καθώς ήταν κι αυτός καταγεγραμμένος ως πρόσφυγας.
Μετά από αυτήν την εξέλιξη, η έφηβη αποφάσισε να εγκαταλείψει τη Γερμανία, τρία χρόνια μετά την άφιξή της εκεί, πιστεύοντας ότι θα είναι πιο ασφαλής στο κουρδικό Ιράκ, όπου ζει ο πατέρας της. «Δεν θα επιστρέψω ποτέ», είπε.
tvxs.gr