Για «το τέλος των μνημονίων και την επόμενη μέρα για τη χώρα» γράφει ο υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ Δημήτρης Λιάκος στο «Περιοδικό», που κυκλοφορεί από σήμερα.
Ακολουθεί ολόκληρο το άρθρο του κ. Λιάκου:
«Η τυπική ολοκλήρωση του τρίτου προγράμματος δανειακής στήριξης είναι πλέον ζήτημα λίγων ημερών. Στις 20 Αυγούστου τελειώνει οριστικά ο ιστορικός κύκλος των μνημονίων και δικαιώνονται επιτέλους, μετά από 8 ολόκληρα χρόνια, οι προσπάθειες και οι θυσίες του λαού μας. Η χώρα μας αφήνει πίσω της την πιο επώδυνη περίοδο της σύγχρονης ιστορίας της και μεταβαίνει στην επόμενη μέρα. Μια μέρα δημιουργίας, δικαιοσύνης και ανάπτυξης για όλους.
Οι συνθήκες για την αλλαγή σελίδας και το πέρασμα σε μια περίοδο κανονικότητας έχουν διαμορφωθεί. Η Ελλάδα σήμερα ανακάμπτει με ρυθμούς ανάπτυξης που βρίσκονται στα υψηλότερα επίπεδα της τελευταίας δεκαετίας. Η ανεργία έχει υποχωρήσει κατά 7 μονάδες και το κυριότερο, ακολουθεί πτωτική τάση, ενώ όλοι οι βασικοί οικονομικοί δείκτες αποκτούν σταδιακά θετική δυναμική.
Ωστόσο για να φτάσουμε σήμερα να μιλάμε για αυτή τη νέα κατάσταση περάσαμε τα προηγούμενα τριάμισι χρόνια δια πυρός και σιδήρου. Ο κριτικός αναστοχασμός αυτής της συλλογικής εμπειρίας είναι αναγκαίος και θα μας βοηθήσει να αντλήσουμε τα σωστά διδάγματα, ώστε να μην επαναλάβουμε στο μέλλον τα λάθη του παρελθόντος.
Ας πάρουμε επομένως τα γεγονότα από την αρχή. Αναλάβαμε την ευθύνη της διακυβέρνησης τον Ιανουάριο του 2015 σε μια οριακή στιγμή για τη χώρα. Οι διαλυτικές συνέπειες της βαθιάς ύφεσης, μετά από δυο ανεπιτυχή κι ανολοκλήρωτα προγράμματα στήριξης, είχαν καθηλώσει την ελληνική οικονομία και είχαν πλήξει μεγάλα στρώματα της κοινωνίας. Η ανεργία είχε εκτοξευτεί στο 27% και η χώρα είχε απολέσει το ένα τέταρτο του εθνικού της εισοδήματος. Η λαϊκή εντολή ήταν ξεκάθαρη: να αντιστρέψουμε αυτή την κατάσταση, να διορθώσουμε τις κοινωνικές αδικίες που προκάλεσε και να βάλουμε τη χώρα σε μια πορεία βιώσιμης ανάπτυξης.
Αρχικά οι ευρωπαίοι εταίροι αντιμετώπισαν με δυσπιστία τις κυβερνητικές και προγραμματικές μας προτεραιότητες. Μετά από μια έντονη περίοδο δύσκολων διαπραγματεύσεων καταλήξαμε σε μια συμβιβαστική συμφωνία. Ήταν μια ετεροβαρής συμφωνία, αποτέλεσμα των ιδεολογικό – πολιτικών συσχετισμών που επικρατούν στην Ευρώπη, αλλά παρόλα αυτά ήταν μια συμφωνία που έδινε προοπτική και κρίνοντας σήμερα εκ του αποτελέσματος, δικαιωνόμαστε για την απόφασή μας να εμμείνουμε σε αυτήν.
Το πρόγραμμα προέβλεπε την εφαρμογή ενός απαιτητικού σχεδίου 450 μεταρρυθμιστικών δράσεων σε όλους τους τομείς της οικονομίας, χωρισμένο σε τέσσερις αξιολογήσεις και ταυτόχρονα, τη λήψη των κατάλληλων μέτρων για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους και την εξασφάλιση της βιωσιμότητάς του.
Στις πρώτες δύο αξιολογήσεις υπήρξαν καθυστερήσεις με βάση το χρονοδιάγραμμα οι οποίες οφειλόταν εν μέρει στην έλλειψη εμπιστοσύνης, όσο και στις εσωτερικές αντιθέσεις μεταξύ των θεσμών. Το ΔΝΤ μπόρεσε σε αυτό το πλαίσιο να επιβάλει τις συντηρητικές του εκτιμήσεις που οδήγησαν στην προώθηση κάποιων μη αναγκαίων «μεταρρυθμίσεων λιτότητας», όπως η μείωση των συντάξεων (το 2019) και του αφορολογήτου (το 2020). Ως αντιστάθμισμα διεκδικήσαμε την παράλληλη ψήφιση των λεγόμενων «αντιμέτρων» που αφορούν σε στοχευμένες φοροελαφρύνσεις και σε ενισχυμένες κοινωνικές παροχές. Ωστόσο, η σημερινή πορεία των δεδομένων είναι πολύ καλύτερη και διαψεύδει όχι μόνο τις συντηρητικές αλλά ακόμη και τις πιο μετριοπαθείς εκτιμήσεις, διανοίγοντας έτσι ντε φάκτο ένα πεδίο επαναξιολόγησης της σκοπιμότητας κάποιων παρεμβάσεων.
Η τρίτη και η τέταρτη αξιολόγηση ολοκληρώθηκαν εγκαίρως με συνέπεια το πρόγραμμα να βαίνει ομαλά στη λήξη του.
Στην πλειονότητά τους οι μεταρρυθμιστικές δράσεις ήταν αναγκαίες και κινήθηκαν στη λογική του εκσυγχρονισμού της ελληνικής οικονομίας και του εξορθολογισμού των δόμων του κράτους.
Πολύ συνοπτικά αξίζει να αναφέρω την ανεξαρτητοποίηση των φορολογικών αρχών, την εισαγωγή των ηλεκτρονικών συναλλαγών, το άνοιγμα των αγορών, την απλοποίηση και την επιτάχυνση των αδειοδοτήσεων, τη γενικότερη δημιουργία φιλοεπενδυτικού κλίματος, τη διαφάνεια στα δημόσια συστήματα προμηθειών και συμβάσεων και την ορθολογικότερη επανασχεδίαση των κοινωνικών προγραμμάτων, μεταξύ πολλών άλλων.
Αλλαγές ουσιαστικές κι όχι κατ’ όνομα όπως στο παρελθόν, ο θετικός αντίκτυπος των οποίων ήδη αρχίζει να διαφαίνεται. Ο ΟΟΣΑ μας απέδωσε την πρωτιά στην εφαρμογή δραστικών μεταρρυθμίσεων και αλλαγών και πλέον όλοι οι θεσμοί αναγνωρίζουν την ποιοτική δουλειά που συντελέστηκε αυτά τα τριάμισι χρόνια.
Ταυτόχρονα και υπό συνθήκες εξαιρετικά δύσκολες, καταφέραμε μια πρωτοφανή δημοσιονομική εξισορρόπηση υπερβαίνοντας κάθε χρόνο και συστηματικά τους στόχους του προγράμματος για πρωτογενή πλεονάσματα, με αποτέλεσμα να έχουμε ανακτήσει πιο γρήγορα τη χαμένη αξιοπιστία και το κεφάλαιο εμπιστοσύνης απέναντι στη χώρα μας.
Τα μέτρα για την ελάφρυνση του χρέους καθώς και το ευέλικτο πλαίσιο της συμβατικής μεταμνημονιακής παρακολούθησης ήρθαν για να ολοκληρώσουν ως επιστέγασμα την παραπάνω προσπάθεια στο Eurogroup της 21ης Ιουνίου. Σε μια καθοριστικής σημασίας συνεδρίαση, πάρθηκαν οι κατάλληλες αποφάσεις που θέτουν το ελληνικό χρέος σε ελεγχόμενη τροχιά απομείωσης με τρόπο που δεν θα υπονομεύεται η ανάπτυξη της χώρας και δόθηκαν οι ρητές ευρωπαϊκές εγγυήσεις για την μακροπρόθεσμη βιωσιμότητά του.
Η Ελλάδα είναι πια έτοιμη να επιστρέψει με σίγουρα βήματα στις διεθνείς αγορές και να ανακτήσει τον οικονομικό και πολιτικό της αυτοκαθορισμό. Αν το θέσουμε κάπως σχηματικά, καταφέραμε σε αυτήν πυκνή κυβερνητική θητεία να ξαναστήσουμε την οικονομία στα πόδια της αλλά με την κοινωνία όρθια και ταυτόχρονα, βάλαμε τις υγιείς βάσεις για τη μετάβαση στην επόμενη μέρα. Σήμερα βγαίνουμε από αυτήν την περιπέτεια και πορευόμαστε με το δικό μας αναπτυξιακό σχέδιο για μια σύγχρονη οικονομία της γνώσης που θα παράγει πλούτο και καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας, αλλά και με τις δικές μας κοινωνικές προτεραιότητες για τη μείωση των ανισοτήτων και την προστασία της εργασίας, όπως όλα αυτά συνοψίζονται στην έννοια της δίκαιης ανάπτυξης. Ένα πρόγραμμα που παρουσιάσαμε στους θεσμούς και πείσαμε ότι είναι εφικτό.
Ταυτόχρονα να μην παραλείψω το χρονίζον ονοματολογικό ζήτημα της ΠΓΔΜ και την επιτυχή εξεύρεση μιας κοινά αποδεκτής λύσης. Μιας λύσης ουσιαστικά πατριωτικής, γιατί ισχυροποιεί την διεθνοπολιτική παρουσία της χώρας μας σε πολλά επίπεδα και δεν εξαντλείται στην εύκολη πατριδοκαπηλία.
Συνεπώς και με βάση όσα περιέγραψα παραπάνω, πιστεύω πως τιμήσαμε την εμπιστοσύνη του ελληνικού λαού κι ότι παρά την κόπωση της μακροχρόνιας συλλογικής προσπάθειας, θα μας αναγνωριστεί ότι δημιουργήσαμε καλύτερες προϋποθέσεις για τη χώρα και την πορεία της στο μέλλον. Η σταδιακή βελτίωση των συνθηκών θα λειτουργήσει υπέρ μας, θα δικαιώσει τις στρατηγικές μας επιλογές και θα ενισχύσει την κοινωνική μας επιρροή.
Όλοι μαζί, η κοινωνία και οι δημιουργικές δυνάμεις του τόπου, θα ανακτήσουμε τη συλλογική μας αυτοπεποίθηση, θα αφήσουμε πίσω την ηττοπάθεια και τις φωνές του παρελθόντος, της εσωστρέφειας και της καθυστέρησης και από κοινού θα πραγματώσουμε τις δυνατότητες της χώρας μας για ένα καλύτερο αύριο. Με σχέδιο και τις προοδευτικές τομές που έχει ανάγκη ο τόπος».
Πηγή: ΑΠΕ