Απόγνωση, χαμηλωμένα κεφάλια, θλιμμένα βλέμματα. Κι άλλοτε θυμός, οργή, αναπάντητα ερωτήματα και μια «γεύση» ματαιότητας. Οι κόποι μιας ολόκληρης ζωής χαμένοι κι οι ζημιές ανυπολόγιστες. Είναι ό,τι άφησαν πίσω τους οι πυρκαγιές στις καρδιές των ανθρώπων της Κινέτας.
«Έχουμε τρελαθεί από την στεναχώρια μας. Δεν ξέρουμε τι να κάνουμε. Κάηκε το μισό μας σπίτι και ολοσχερώς η επιχείρηση του γιου και του εγγονού μας. Ζω εδώ ως μόνιμος κάτοικος από το ’69 και δεν έχω ξαναζήσει κάτι παρόμοιο. Η περιοχή είχε γεμίσει καπνούς, προσπαθούσαμε να σβήσουμε τη φωτιά με λεμονάδες. Νερό δεν είχαμε» δηλώνει στο ΑΠΕ – ΜΠΕ ο Γιάννης Πικρός.
Γεμάτος οργή ο Κυριάκος Ιωσηφίδης καταγγέλλει ότι «οι κόποι μιας ζωής πήγαν χαμένοι. Είμαι εδώ και 40 χρόνια στην Κινέτα και ποτέ δεν μας έφεραν νερό. Μας φέρνουν νερό με βυτία. Προσπαθούσαμε να σβήσουμε τη φωτιά για να σώσουμε τα σπίτια μας και δεν μπορούσαμε να ανοίξουμε ούτε την βρύση να ρίξουμε έναν κουβά νερό. Η βασική αιτία της εξάπλωσης της φωτιάς ήταν η έλλειψη νερού». Εμφανώς καταβεβλημένος κι ο Πέτρος Καλκαντζάκος.
«Τι να σας πω… Αυτό το σπίτι ίσως να είναι το πρώτο ή το δεύτερο που φτιάχτηκε στην Κινέττα. Ήταν από το ’48 και μετά το ’65 το συντηρήσαμε και το επεκτείναμε. Μια ζωή, τόσος αγώνας και έγινε στάχτη. Απουσιάζαμε και μας ειδοποίησαν ότι καίγεται το σπίτι μας, αλλά δεν μπορούσαμε να έρθουμε. Είχαν κλείσει οι δρόμοι. Δεν ξέρω ίσως ήταν καλύτερα ίσως χειρότερα. Ευτυχώς που δεν κινδυνέψαμε, δυστυχώς που δεν μπορέσαμε να γλιτώσουμε τίποτε. Το θέμα είναι ότι δεν έχουμε νερό. Τόσα χρόνια πέρασαν και δεν έχουμε ακόμη δίκτυο υδροδότησης».
Σε έλλειψη οργάνωσης και πρόληψης του προβλήματος αναφέρθηκε ο Γιάννης Δημητρίου κάτοικος της περιοχής. «Αυτό το σπίτι το έχτισα με τα χέρια μου εδώ και 40 χρόνια. Τώρα δεν ξέρω τι να κάνω. Φυσικά κάτι τέτοιο δεν ξαναγίνεται. Αυτό που ζήσαμε ήταν απερίγραπτο. Καπνός παντού κι ο κόσμος να βγαίνει στους δρόμους για να φύγει, να γλιτώσει. Έπρεπε όμως να υπήρχε ένα σχέδιο προληπτικά, μια επιφυλακή αφού πρόκειται για δασική περιοχή. Γνωρίζαμε ότι θα έχουμε ανέμους και έχουμε ξαναζήσει κι άλλες φωτιές» τονίζει ο κ. Δημητρίου και αναφέρει χαρακτηριστικά ότι νιώθει «σα ναυαγός στο πέλαγος. Είμαστε ανοχύρωτοι».
Κατάκοπη από τη μάχη που έδινε όλη την νύχτα με τις φλόγες η Ασπασία Πιπεράκη Σπυροπούλου δηλώνει στο ΑΠΕ – ΜΠΕ ότι «ζήσαμε την κόλαση του Δάντη. Έχω το μαγαζί μου εδώ στην παραλία και παίρναμε νερό από τη θάλασσα για να ρίχνουμε στην φωτιά. Προσπαθούσαμε όπως όπως να την σβήσουμε αλλά πώς; Νερό δεν υπήρχε. Τόσα χρόνια υποσχέσεις και τίποτε. Τώρα κάηκαν όλα και δεν μας έμεινε τίποτε. Πότε θα ξαναζωντανέψει αυτός ο τόπος; Ο φόβος μας τώρα είναι οι πλημμύρες που θα έρθουν μετά τις πυρκαγιές με τα πρώτα πρωτοβρόχια».
Κοιτώντας φωτογραφίες του σπιτιού του από το κινητά του, ο Αλέκος Καρακίδης μαζί με τη μητέρα του Μαρία θυμούνται όλες τις στιγμές και τα χρόνια που πέρασαν. «Ήρθαμε εδώ όταν ακόμη η Κινέττα ήταν χωριό. Δεν υπήρχε κανείς. Και το σπίτι το φτιάξαμε με κόπο. Τώρα πια θα το αφήσουμε έτσι. Πώς θα το ξαναφτιάξουμε; Δεν γίνεται. Με τόσα μποφόρ και χωρίς νερό τι θα μπορούσαμε να κάνουμε;» αναρωτιέται η Μαρία Καρακίδου.
Ό,τι κι αν πούνε όμως για την τραγωδία που έζησαν χθες, οι κάτοικοι της Κινέτας μπορούν και μάς χαμογελούν και πιστεύουν στο αύριο. Όσο αβέβαιη και μακρινή τους κι αν τους φαίνεται η αυριανή μέρα.
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ