Ο “άσωτος” ποιητής του Χάνδακα που έγραψε τα αριστουργήματά του στη φυλακή!

Την ερχόμενη Δευτέρα, 30 Ιουλίου, στο Πολιτιστικό Κέντρο του Ηρακλείου, γίνεται συζήτησαν για τον παλιότερο γνωστό ποιητή της βενετοκρατούμενης Κρήτης, τον Στέφανο Σαχλίκη, εισηγητή της ομοιοκαταληξίας στη νεοελληνική ποίηση, και δημιουργό σατιρικών και συμβουλευτικών ποιημάτων που μόλις τελευταία έγιναν γνωστά στο ευρύτερο κοινό από την πρόσφατη φιλολογική έκδοση του Γιάννη Μαυρομάτη στο ΜΙΕΤ. Τώρα, και καθώς ετοιμάζεται από τον ίδιο και τον Arnold van Gemert, η μεγάλη, κριτική έκδοση των έργων του ποιητή, το Κέντρο Κρητικής Λογοτεχνίας και ο πολιτιστικός σύλλογος του χωριού Πενταμόδι (όπου ο Σαχλίκης κατείχε φέουδο και πέρασε κάποιο διάστημα της ζωής του) οργανώνουν αυτή την ενδιαφέρουσα ημερίδα στη γενέτειρα του ποιητή το πρωί (με επιστημονικές ανακοινώσεις) και στο χωριό του το απόγευμα (με ξενάγηση και γλέντι), για να γνωρίσουμε καλύτερα τον άνθρωπο που έζησε “εκ των έσω” τη νυχτερινή ζωή, τις κακόφημες συνοικίες και τη φυλακή του βενετσιάνικου Χάνδακα και τα έκανε στίχους που ακόμη “και τα παιδία του σκολειού πολλά τα ετραγουδούσαν”!

Σημαντική προσθήκη στην ημερίδα είναι το γεγονός ότι την ξενάγηση στο Πενταμόδι θα κάνει η κ. Λιάνα Σταρίδα η οποία θα μιλήσει in situ για την ιστορία του οικισμού και την αρχιτεκτονική των κτισμάτων του παλιού πυρήνα του χωριού.

Με τη συνδρομή του Δήμου Ηρακλείου και της ΔΕΠΤΑΗ.

Η αφίσα της εκδήλωσης και η σύνθεση του προγράμματος είναι ευγενική προσφορά του Χρυσόστομου Σπετσίδη.

(Δείτε στο τέλος το αναλυτικό πρόγραμμα)

Ο Σαχλίκης
Ο εκ των πλέον επιφανών των κρητικών γραμμάτων, ο αρχαιολόγος από το Αβδού, Στέφανος Ξανθουδίδης (1864-1928, δημοσίευσε το 1909 στο περιοδικό “Ο Κρητικός Λαός”, που κυκλοφόρησε στο Ηράκλειο από τους Ιωάννη Χατζηιωάννου και Γεώργιο Ελευθεριάδη, για τη χαρτοπαιξία και τα ζάρια στην Κρήτη, μια μελέτη, την οποία συνόδευσε με ένα ποίημα του Ηρακλειώτη ποιητή του 14ου αιώνα Στέφανου Σαχλίκη.
Ο Σαχλίκης, αν και καταγόταν από έντιμη και εύπορη οικογένεια, κατασπατάλησε την περιουσία του στα ζάρια και τα πορνεία, με αποτέλεσμα τελικά να κλειστεί στη φυλακή, όπου και έγραψε το ποίημα -παραίνεση προς νέο να μην ακολουθήσει τον ίδιο δρόμο της ασωτίας.
Διαβάζομε στο ενδιαφέρον κείμενο του τότε εφόρου αρχαιοτήτων Κρήτης:
“Ζωηράν εικόνα του ζαριστού μας παρουσιάζει ο Σαχλίκης είς στιχούργημά του, το οποίον δημοσιεύομεν παρακάτω. Περί του ποιητού τούτου θα ομιλήσωμεν αλλαχού, σημειούμεν δε μόνο ότι έζησεν ούτος κατά την 15 εκατονταετηρίδα είς Χάνδακα, ότι κατήγετο εκ γονέων εντίμων και ευπόρων, και ότι κατεσπατάλησε την κληρομίαν του είς τα ζάρια και τα πορνεία και ότι επί τέλους ένεκα της πολιτικής Κουταγιώταινας ερρίφθη είς την φυλακήν του Χάνδακος, οπόθεν έγραψε τα πλείστα των ποιημάτων του, και δη και το παρόν, όπερ απευθύνει ως ερμηνείαν ήτοι παραίνεσιν προς νέον τινά Φρατζισκήν λεγόμενον υιόν στενού του φίλου ακολουθούντο την αυτήν οδόν της ασωτείας, ήτις ωδήγησε και τον Σαχλίκην είς την ειρκτήν.
Το ποίημα αυτό εδημοσιεύθη προ ετών υπό του Legrand και είτα υπό του Wagner και διωρθώθη εκ των πολλών σφαλμάτων υπό τούτων και του εν Οδησσώ κ. Συνόδη Παπαδημητρίου, διορθούται δε και υπ’ εμού κατωτέρω πολλά, αλλά δε προσαρμόσθησαν προς το Κρητικόν ιδίωμα.
Δεύτερον συμβουλεύω σε τα ζάρια να μισήσης
και δι’ αυτά την χέρα σου ποτέ να μην την σείσης.
Οργίσου των των αζαριών από τον νουν σου ας έβγουν
ότι οπ’αγαπούν αυτά της ατυχιάς δουλεύγουν.
δεν έχει νουν ο ζαριστής, γυρίζει σκοτισμένος
δεν έχει χρήσιν η τιμήν αμμ’ ενε ντροπιασμένος
άλλου ερημιάν επεθυμά άλλον θε να πτωχάνη
τα ξέρνα ρούχα ρέγεται και τα δικά του χάνει.
Ο ζαριστής ορέγεται πάντα να ζυγανεύγη
και μ’αδικίαν ψιλοκοπά πάντα να μηχανεύγη·
ο ζαριστής αγανακτά, θυμόνεται, μανίζει,
την πίστιν του και τον Χριστόν και τους αγιούς υβρίζει.
Ο ζαριστής ουδέν ψηφά, αν εν κι’ ομόση ψόμα,
ομνεί και πάντα ‘πιορκά το δολερόν του στόμα·
και πεθυμά ο κακότυχοι με ξένα να πλουτήση
και κείνος από την πτωχειάν πολλά θ’αγανακτήση
όταν δεν έχει ο ζαριστής τα ρούχα του μαχεύγει
και παίζει τα και χρεόνεται, κι από την χώρα φεύγει
αμμ’ όταν κάτση ο άτυχος και παίξη το δικόν του
τα ρούχα και δινέρια του κ’ όλον το σπιτικόν του
δίχως να φα δίχω να πιή κάθεται χορτασμένος,
με την χολήν του παιγνιδιού είναι θαραπαϊμένος,
και μερονύκτιν κάθεται, νάπες ότι ν’δεμένος,
νάπες ότι καρφώσαν τον και στέκει καρφωμένος
όταν κερδέση ο ζαριστής σαν άμμο τα σκορπίζει,
κ’ ουδέν πιστεύγει ο άτυχος, ουδέ ποτέ του ελπίζει,
ότι τα κέρδεσε γοργόν εγρήγορα τα χάνει,
και γίνεται παντέρημος, τέλεια να πτωχάνη
θέλεις ιδή τον ζαριστήν, κι αν εν και έχη χρήσιν
κ’ αν εν και έχη χρήσιν κι αν έχη πέρπυρα πολλά, κι έχη λογάρι βρύσιν.
Τρία κομματσούλια κόκκαλα νάχουν κουκούδια μαύρα
τον βάνουσι τον ζαριστήν εις την εστιάν και λαύρα.
Κυλεί τ’ ο κακορρίζικος και δυνατά τ’απώθει
και γίνεται παντέρημος και κείνος δεν το γνώθει.
Κυλεί το ζάρι ο ζαριστής και’ δρώνει σαν να σκάφτη
χάνει ψυχήν και το κορμί και τα παιδιά του βλάφτει.
Οταν κερδαίνη ο ζαριστής, πολλοί τον συντροφιάζουν
αμμ’ όταν χάση αφίνουν τον μ’ουδέ τον ανεμιάζουν
κ’ όταν κερδέση μιαν φοράν, χάνει απ’οπίσω δέκα,
και των παιδιών του ‘ργίζεται και δέρνει την γυναίκα
και γδύνεται ο κακότυχος ν’αναπαυτή στο στρώμα,
νάπες ότι έστρωσαν τον αγκάθες με το χώμα.
Ο ζαριστής ορέγεται να κάτση στο παιγνίδιν
τα κοκκαλάκια να κυλή στο μαγληνόν σανίδιν.
Κερδαίνω, χάνω μοναχά εν όλη του η ομιλία
και φαίνεται του νόστιμος η τετοιανά δουλεία·
και καίετ’ ο κακότυχος και κείνος δεν το γνώθει.
κ’αφού τον ερημάξουσιν ετότες μεταγνώθει.
Πολλοί από βίαν του παιγνιδιού επήγασι κ’ εκλέψαν,
κ’ ευρήκασι μαι πιάσαν τους, στην φούρκαν τους επέψαν.
Θέλεις να δης στον ζαριστήν ένα καλόν σημάδιν;
οπ’ ένε πλέα μάστορας, ένεν και πλέα ρημάδιν.
Κυλεί τα ζάρια ο ζαριστής και τάβλες παίζει ομάδιν;
ετότες γίνεται πτωχός τέλεια ερημάδιν.
Ο μάστορας ο ζαριστής θέλει να προφητεύγη
και μ’αδικίαν ψυλοκοπά πάντα να μηχανεύγη
τες εσοδιές και πραγματιές όσες κι αν έχη τρώτες,
και τα παιδιά του πιάνουσι των Χριστιανών τες πόρτες.
Ο μάστορας ο ζαριστής πιστεύγει ν’αυγατίση
και με το κέρδος το κακόν ελπίζει να πλουτίση
και κείνος μα την μούζαν του μα την κακήν του μοίραν
τα ρούχα του’νε άτσαλα και γέμουσι την ψείραν
ο λογισμός του παιγνιδιού ωσάν εχθρός τον βιάζει
το πράγμα και τα ρούχα του’ς άδηλα να ξοδιάζη,
κ’αγανακτά την μοίραν του και κλαί το ριζικόν του,
το πως εκάτσεν άτυχος, κ’έχασε το δικόν του
κ’αναθυμάται τες βολές όπου τον επτωχάναν, και λέγει:
Εξυγανεύγαν με και δι’αυτό εχάνα,
αν είχαν έλθει ένδεκα εις την δική μου χέραν
εκέρδαινα τα πέρπυρα κ’είχα καλήν ημέραν.
Επτά θελα και δώδεκα κ’ ήλθε μου τέρσο κ’άσσο
τα ζάρια μου λεγαν κακόν κ’ ανάκειτο να χάσω
από δεκάξη το κρατεί στην ωκα πάντα’ λ ‘άσσο
εχάσα τα δηνέριά μου και πάλιν ας γελάσω.
Και κείνον οπού κέρδεσε εκείνον πάλιν ψέγουν,
ουδέν κατέχει τες βολές των αζαριών να λέγουν,
άσκημα σει την χέραν του, ρίκτει τα σαν ψημένος,
κ’ ουδέν κατέχει τίβοτας δεν είναι μαθημένος.
Και τότε λέγουσι γι’αυτόν άφες νάρθη κ’ εις άλλην
και κείνος εγλυκάθηκε και απ’εκατόν θα βάλη
κ’ όσα κ’ αν μας εκέρδεσε διπλά τα θέλει χάσει,
έρημον να τον κάμωμεν, κ’όλα να τα ξεράση,
και ναύρουν πρωτοζαριστήν και να τον εμπρεδέσουν
να τους εβγάλη το ταβλίν κ’εμπρός να του το θέσουν.
Εχάσαν τα δηνέρια των τα ρούχα των μαχεύσαν
κ’από τα ζάρια γέρθησαν έρημοι και μισεύσαν·
κι αν χάσουν δεν παιδεύονται, θέλουν να γδικαιωθούσιν
και πάλιν να διαγείρουσι κ’εις το ταβλίν ναρθούσιν·
θαρρώντα να κερδήσουσι εχάσαν ό,τι είχαν
και είτι τους απόμεινεν ουδέν’αξίζει τρίχαν.
Ο ζαριστής καθημερνώς δια κέρδος έχει θάρρος,
και κείνος από την πτωχείαν έχει μεγάλο βάρος
το κέρδος όπου πεθυμά ουδέν το πετυχαίνει,
και πάντοτε στο χαϊμόν, καθημερνώς πτωχαίνει.
Πιστεύει νάναι φρόνιμος και κείνος εν βουβάλι,
τον νουν του και το πράγμα του’ς τα ζάρια να το βάλλη.
Με τ’αύριον με το σήμερον θαρρεί για να πλουτήση
μα σπήτια από τα ζάρια ποτέ δεν θέλει κτίσει,
αμμέ αν έχη τίποτες πράγμα να το πουλήση,
το σπίτι του το έχειν του όλο να το ποντίση.
Είδες το ψάριν πως αρπά στο πέλαγος την ψίχα
αμμέ τ’οπίσω ρίκτουν του τ’αγκίστριν με την τρίχα·
έτσι το κάμνει ο ζαριστής όταν κερδέση λίγον
ύστερον παίρνει τρώγουσα και πόνον με τον ρίγον
όταν πιστεύγη ο ζαριστής και κάτσεν εντυμένος
εγέρθηκεν ολόγυμνος και παραπονεμένος·
εις το παιγνίδιν του θαρρεί, στον άνεμον ελπίζει,
κ’ εις τάφκαιρα και τάδηλα το πράγμα του σκορπίζει,
κ’όσο που χάνει ο άτυχος πλεότερα πεισματώνει,
κ’ αν αμαχέψη ρούχα του, πλέον δεν τα γλυτώνει.
Ο ζαριστής εσμίγεται με σύντροφον με φίλον,
και να κερδέση πεθυμά κ’αράσσει σαν τον σκύλον.
Ειδωλολάτρης γίνεται τα ζάρια ν’εορτάζη
και ν’αντιμετωπίζη τον θεόν τον δαίμονα να κράζη,
Κατέχη κύριν ή γονιόν, έχασε την ευκή του,
έχασε και το πράγμά του, χάνει και την ψυχήν του.
Θωρείς υιέ μου Φρατζισκή τα κάμνει το παιγνίδιν,
τα κοκκαλάκια τα μικρά στο μαγληνόν σανίδιν;
λοιπόν, παιδί μου, έπρεπε να τ’απολησμονήσης,
αν θέλης την καλήν ζωήν να την αποκερδίσης·
αφες και τες πολιτικές, μίμησε και τα ζάρια,
της νύχτας τα γυρίσματα την πελελήν αγγάρεια.
Οι παιζόμενοι κύβοι, ως βλέπομεν εκ του ανωτέρω ποιήματος και ως γνωρίζομεν και άλλοθεν ήσαν τρεις τον αριθμόν ουχί δύο, όπως σήμερον εν Τουρκία και Ελλάδι, εκυλίσεντο δε επί στιλπνού σανιδιού επίτηδες κατασκευασμένου. Γνωρίζο- μεν επίσης ότι εκέρδιζον οι βόλοι αι αριθμούντες 7-14, έχανον δε οι αριθμούντες ολιγώτερον των 7 ή περισσότερον του 14, και τοιούτος ατυχής βόλος εκαλείτο Zara!”

 

 

Σχετικά Άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

* Το email σας δεν θα εμφανιστεί