Στις 22 Ιουλίου 1943 κορυφώθηκαν οι διαδηλώσεις κατά της επικείμενης επέκτασης της βουλγαρικής κατοχής στη Μακεδονία, με πολυπληθές μαχητικό συλλαλητήριο στην Αθήνα, το οποίο πνίγηκε στο αίμα από τις δυνάμεις κατοχής.
Στις 14 Ιουλίου 1943 οι εφημερίδες δημοσίευσαν γερμανική ανακοίνωση που ανέφερε:
“Δια στρατιωτικούς λόγους, οφειλομένους εις την γενικήν πολεμικήν κατάστασιν και εξαιτίας της πληγής των ανταρτών, κατέστη αναγκαία η ενίσχυσις των στρατευμάτων κατοχής εν Ελλάδι. Εν τω πλαισίω των μέτρων τούτων, την από στρατιωτικής απόψεως ασφάλειαν εις την περιοχήν ανατολικώς του ποταμού Αξιού – πλην της πόλεως Θεσσαλονίκης – ανέλαβον βουλγαρικά στρατεύματα. Η διοίκησις και εις τα υπό των βουλγαρικών στρατευμάτων μέλλοντα να καταληφθούν τμήματα της χώρας, ευρίσκεται εις χείρας Γερμανικών διοικητικών υπαλλήλων και της Γερμανικής Αστυνομίας. Ουδαμώς αποσιωπούνται οιαιδήποτε μεταβολαί εις τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδος και εις την οικονομίαν της χώρας. Ιδία εξακολουθούν να ισχύουν οι ελληνικοί νόμοι και αι ελληνικαί διατάξεις, καθώς και τα διοικητικά μέτρα της ελληνικής κυβερνήσεως”.
Από την ανακοίνωση γινόταν φανερό ότι το αντάρτικο, που είχε φουντώσει στην κατεχόμενη Ελλάδα, υποχρέωνε τους Γερμανούς να απασχολούν περισσότερα στρατεύματα για την αντιμετώπισή του. Γι’ αυτό, εκ των πραγμάτων υποχρεώθηκαν να αναθέσουν τα ελαφρύτερα καθήκοντα των κατοχικών δυνάμεων στην περιοχή ανατολικά του Αξιού ποταμού (εκτός από τη Θεσσαλονίκη) στους Βούλγαρους συμμάχους τους, που ήδη είχαν υπό την κατοχή τους τις περιοχές ανατολικά των Σερρών.
Η απόφαση των γερμανικών δυνάμεων κατοχής προκάλεσε κύμα αγανάκτησης σε όλη τη χώρα. Μαχητικές διαδηλώσεις διοργανώθηκαν σε πολλές πόλεις, με πρωτοβουλία του ΕΑΜ. Στις 22 Ιουλίου κορυφώθηκαν οι εκδηλώσεις διαμαρτυρίας στην Αθήνα. Χιλιάδες κόσμου (υπολογίζονται από 200-500.000) κατέβηκαν στους δρόμους της Αθήνας, αδιαφορώντας για την απειλητική παρουσία των κατοχικών δυνάμεων σε επίκαιρα σημεία της πρωτεύουσας.
Από τα σημεία συγκέντρωσης (Μοναστηράκι, Πλατεία Λαυρίου, Ομόνοια κ.α.), το ανθρώπινο ποτάμι κινήθηκε προς το κέντρο, κρατώντας ελληνικές σημαίες και φωνάζοντας συνθήματα, όπως «Όχι στην Επέκταση» και «Έξω οι Βούλγαροι φασίστες από τη Μακεδονία και τη Θράκη». Τα κατοχικά θωρακισμένα οχήματα προσπάθησαν να διαλύσουν τους διαδηλωτές. Οι συγκρούσεις δεν άργησαν να γενικευτούν.
Στη διασταύρωση των οδών Πανεπιστημίου και Ομήρου μία 17χρονη Επονίτισσα, η Παναγιώτα Σταθοπούλου, προσπάθησε με το σώμα της να ακινητοποιήσει ένα άρμα. Ένας Γερμανός, μέλος του πληρώματος, την πυροβόλησε και τη σκότωσε. Την ίδια στιγμή, η 19χρονη φοιτήτρια της Γαλλικής Ακαδημίας, Κούλα Λίλη επιτέθηκε στον οδηγό του άρματος με το τακούνι του παπουτσιού της, αλλά έπεσε κι αυτή νεκρή από τα πυρά του πληρώματος. Συνολικά, την ημέρα εκείνη 30 διαδηλωτές έχασαν τη ζωή τους, 300 τραυματίστηκαν και 500 συνελήφθησαν. Πολλοί από τους συλληφθέντες οδηγήθηκαν σε στρατοδικεία και καταδικάσθηκαν σε βαριές ποινές.
Μπροστά στην αποφασιστικότητα του ελληνικού λαού, οι Γερμανοί κατακτητές αναγκάστηκαν να αναστείλουν την υλοποίηση των αποφάσεων τους.
Ο Ηλίας Βενέζης, στο διήγημά του 22 Ιουλίου 1943, δίνει το κλίμα της διαδήλωσης αυτής.
“Μες στην Αθήνα στους μεγάλους δρόμους της, το πλήθος περπατά σιωπηλό και σκυφτό σα να σεργιανά στον ήλιο και στα αγάλματα. Τίποτα δεν προδίνει πως κάτι ετοιμάζεται, πως κάτι θα γίνει. Ωστόσο, η στυφή σιωπή είναι τόση μες στη χαρά του ήλιου που λάμπει, που το μαντεύεις: κάτι είναι σαν ηφαίστειο που άξαφνα θ’ ανάψει. Κι η σπίθα ανάβει. Απ’ το λαό που περπατά σαν αμέριμνος, σ’ ένα δοσμένο σύνθημα ξεχύνεται άξαφνα ένα μεγάλο κύμα και τρέχει προς τον ανοιχτό χώρο που είναι μπρος στο Πανεπιστήμιο. Γεμίζει ο τόπος.
Ενα κορίτσι, κρατώντας ένα στεφάνι από δάφνη, σκαλώνει στο άγαλμα του Φεραίου και το στεφανώνει. Ο λαός γονατίζει. Και όλα τα πικραμένα στόματα ψέλνουν τον Υμνο στην Ελευθερία. Την ίδια στιγμή ακούγονται απ’ την άκρη του δρόμου οι αλυσίδες του γερμανικού τανκ, που κίτρινο σαν το θάνατο, τρέχει προς το μέρος που άναψε η σπίθα. Πριν προφτάξει να ρίξει τη φωτιά του, η διαδήλωση πυκνή τώρα, ολοένα πιο πυκνή, ξεχύνεται σε άλλο δρόμο, στρίβει, ελίσσεται σαν ζωντανό πλάσμα που αμύνεται και παλεύει με σιγουριά και με πίστη.
Ολα τα στόματα τώρα φωνάζουν, όλα τα στόματα ουρλιάζουν. «Οχι πια άλλο! Θέλουμε τη λευτεριά μας! Θέλουμε τη λευτεριά!». Από πολύ μακριά, κληρονομημένο από χρόνους παλιούς το βαθύ αίσθημα, η αγάπη του λαού αυτού για τη λευτεριά και τη δικαιοσύνη, ξεσπούσε γυρεύοντας ν’ ακουστεί, ενώ γύρω του λυσσασμένα άρχισαν να χύνουν μολύβι και αίμα τα άρματα πάνου σε ανθρώπους άοπλους και ανυπεράσπιστους, σε γυναίκες και παιδιά. «Οχι πια άλλο! Οχι άλλο! Κάτω οι τύραννοι!» Αφρισμένο τώρα κατέβαινε την πλατιά λεωφόρο το κύμα και βογκούσε. Σαν αλαφρός ψίθυρος στην αρχή, από λίγα στόματα πρώτα, ύστερα από όλα τα στόματα, άρχισε πάλι να χύνεται το παθητικό τραγούδι της λευτεριάς, ο Υμνος των Ελλήνων. Στην κορυφή του κύματος μια ασπρογάλανη σημαία ξεδιπλώθηκε τότε. Κυμάτισε στο λίγο αγέρα, κυμάτισαν και τα μαλλιά του κοριτσιού που τη σήκωνε στα χέρια του.
Προχωρούσε με σταθερό βήμα, ξαναμμένη και περήφανη, και πλάι της βάδιζε ο φίλος της. Τραγουδούσαν τον Υμνο στην Ελευθερία και βάδιζαν. Λίγο πιο μπρος τους, μπρος τα μάτια τους που σπίθιζαν, έλαμπε το όραμα της Ελλάδας. Και λίγο πιο μπρος ακόμα, ήταν το όραμα το δικό τους, η ευτυχία που μίλησαν χτες με τα άστρα, ένα αγοράκι με μαύρα μαλλιά, που θα το μεγάλωναν και θα το μάθαιναν να γίνει σωστός άντρας που να μπορεί να πει στην κρίσιμη ώρα ένα «όχι». Οχι πια πόλεμοι και αίμα άδικο… Τα περιστατικά ήρθαν έπειτα γρήγορα σαν αστραπή. Το γερμανικό άρμα φάνηκε στην άκρη του δρόμου απ’ την αντίθετη μεριά που κατέβαινε η διαδήλωση και χύθηκε πάνου στο πλήθος. Το πολυβόλο άρχισε να κροτά.
Αλλά το κύμα που κατέβαινε με ορμή δεν ήταν μπορετό να σταματηθεί. Συνέχισε την πορεία. Το πολυβόλο έριχνε τώρα πάνου στα κορμιά. Βρήκε πρώτα κατάστηθα το νεανικό σώμα που είχε ανεμισμένα μαλλιά στο κεφάλι και που κρατούσε στα χέρια του την ανεμισμένη σημαία. Την ίδια στιγμή το τανκ που έτρεχε με δαιμονισμένο θόρυβο και είχε φτάσει, έπεσε πάνου στο λαβωμένο σώμα που σπάραζε, πέρασε από πάνω του τις βαριές αλυσίδες του, μπήκε μέσ’ στο πλήθος, το σκόρπισε για μια στιγμή και τράβηξε πέρα. Ολα έγιναν σαν αστραπή. Το αλαλιασμένο πλήθος μόλις πέρασε ο μηχανοκίνητος θάνατος ξεχύθηκε πάλι απ’ τις παρόδους όπου είχε καταφύγει, κι έτρεξε βογκώντας προς το σώμα του κοριτσιού, που έχοντας αγκαλιασμένη τη σημαία την έβρεχε με το αίμα που έτρεχε απ’ τις σπαραγμένες σάρκες του”.
Πηγές: sansimera.gr και Ριζοσπάστης