Μια αντίστοιχη με την περιπέτεια των 12 μικρών ποδοσφαιριστών οι οποίοι έχουν εγκλωβιστεί σε σπήλαιο στην Ταϊλάνδη, μια υπόθεση που παρακολουθεί με κομμένη την ανάσα η διεθνής κοινότητα, είχε σημειωθεί πριν 16 χρόνια στο σπήλαιο του Σάρχου. Τότε 3 σπηλαιολόγοι, που προσπάθησαν να κάνουν χαρτογράφηση του σπηλαίου, εγκλωβίστηκαν στο χώρο, καθώς υπερχείλισε μια υπόγεια λίμνη και γέμισε νερά το σπήλαιο, αποκλείοντας και την είσοδο. Οι 3 σπηλαιολόγοι ήταν οι Μεθόδιος Ψωμάς (35 ετών τότε), Χρύσα Μαυρόκωστα (30 ετών) και η 25χρονη Ρωσίδα, Βικτόρια Κουτνάσοβα, φοιτήτρια που παρακολουθούσε μεταπτυχιακό στο Ηράκλειο. Διασώθηκαν σχεδόν ημέρες αργότερα, μετά από μεγάλη και δύσκολη επιχείρηση. Οι ίδιοι είχαν καταφέρει να κρατηθούν σε ένα μικρό μέρος που δεν είχε πλημμυρίσει.
Ήταν Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2002. Έντονες καταιγίδες πλήττουν το Ηράκλειο. Γύρω στις 12 το μεσημέρι γίνεται γνωστό ότι τρεις σπηλαιολόγοι είναι εγκλωβισμένοι στο σπήλαιο Χώνος, στο χωριό Σάρχος, στο Ηράκλειο.
Άμεσα ειδοποιήθηκε η Πυροσβεστική Υπηρεσία και οργανώθηκε ομάδα διάσωσης από την ΕΜΑΚ Ηρακλείου, ΕΜΑΚ Αθηνών, σπηλαιολόγους από την Αθήνα και σπηλαιοδιασώστες από τη Γαλλία, ενώ άνδρες της Ομάδας Υποβρυχίων Καταστροφών προσπαθούσαν να διανοίξουν το πλημμυρισμένο πέρασμα με ελεγχόμενες υποβρύχιες εκρήξεις.
Οι σπηλαιολόγοι που εγκλωβίστηκαν ονομάζονταν: Μεθόδιος Ψωμάς (35 ετών τότε), Χρύσα Μαυρόκωστα (30 ετών) και η 25χρονη Ρωσίδα, Βικτόρια Κουτνάσοβα, φοιτήτρια που παρακολουθούσε μεταπτυχιακό στο Ηράκλειο.
Διαθέσιμη χαρτογράφηση ολόκληρου του σπηλαίου δεν υπήρχε, μόνο το αρχικό του τμήμα, χωρίς και αυτή η χαρτογράφηση να είναι αξιόπιστη!
Μάλιστα οι σπηλαιολόγοι ήθελαν να χαρτογραφήσουν το «άγνωστο» σπήλαιο, αλλά διάλεξαν λάθος μέρα, αφού έβρεχε καταρρακτωδώς!
Από τη βροχή ανέβηκε η στάθμη του νερού σε υπόγεια λίμνη εντός του σπηλαίου με αποτέλεσμα να φράξει το στενό πέρασμα εξόδου.
Η κατάβαση της ομάδας διάσωσης, κράτησε περίπου μία ώρα και πέντε λεπτά, για ένα βάθος 700 μέτρων από την επιφάνεια και σε απόσταση 1.200 μέτρων από την είσοδο του σπηλαίου!
Οι διασώστες από το απόγευμα της 12ης Νοεμβρίου, είχαν απαντλήσει τα νερά, ακριβώς μπροστά από την υπόγεια λίμνη και είχαν ανοίξει την είσοδο της στενής σήραγγας, όπου υπολόγιζαν ότι είχαν παγιδευτεί οι σπηλαιολόγοι.
Στις 2 μετά τα μεσάνυχτα, της 13ης Νοεμβρίου 2002, έπειτα από τέσσερις ημέρες αγωνίας, η ομάδα διασωστών είχε εντοπίσει τους εγκλωβισμένους.
Είχαν βρει καταφύγιο σε ένα θάλαμο, στο μοναδικό στεγνό χώρο που υπήρχε στις όχθες της υπόγειας λίμνης. Ήταν όλοι καλά στην υγεία τους, ψύχραιμοι και εφοδιασμένοι με τρόφιμα.
Βοήθησε φυσικά και ότι σταμάτησε εντωμεταξύ η βροχόπτωση.
Στα σπήλαια ο μεγάλος εχθρός συνήθως είναι η υποθερμία. Ευτυχώς το σπήλαιο του Χώνου είναι ένα από τα πιο ζεστά σπήλαια, με θερμοκρασία περίπου στους 16 βαθμούς.
Μόλις εντοπίστηκαν οι εγκλωβισμένοι ανακοίνωσε το ευχάριστο νέο στην Αθήνα ο υποπυρουργός Χριστόδουλος Παπαμιχαήλ. Η διάσωση έμοιαζε με θαύμα!
Επικεφαλής της επιχείρησης στο Ηράκλειο είχε τεθεί ο αντιστράτηγος Γεώργιος Γεωργιάκος. Με μεγάλη συγκίνηση και δάκρυα χαράς δήλωσε τότε στα «ΝΕΑ»:
«Έχω πάρει μέρος σε επιχειρήσεις διάσωσης σε πολλά μέρη του κόσμου. Αυτή ήταν τρομακτική. Τα συναισθήματα διαφορετικά. Και το σημαντικότερο: τα αποτελέσματα ήταν αίσια».
Η περιγραφή
Από τη σελίδα του Σπηλαιολογικού Ελληνικού Εξερευνητικού Ομίλου, αντιγράφουμε το αναλυτικό χρονικό των γεγονότων, όπως το είχε παρουσιάσει ο τότε ΓΓ του Βασίλης Τριζώνης, που συμμετείχε στην επιχείρηση διάσωσης:
Την Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2002 ενημερωθήκαμε από τον Νίκο Μητσάκη ότι ο Νώντας Γκιουζέλης του ΣΠΟΚ τον ειδοποίησε για τον εγκλωβισμό δύο σπηλαιολόγων σε σπήλαιο κοντά στο Ηράκλειο Κρήτης περί τις 12:00. Αμέσως κινήθηκαν οι διαδικασίες επικοινωνίας της ομάδας σπηλαιοδιάσωσης του ΣΠΕΛΕΟ. Ορίστηκε ως τόπος συνάντησης όλων όσων θα αποτελούσαν την πρώτη ομάδα σπηλαιοδιάσωσης στα γραφεία του ΣΠΕΛΕΟ στην Λ. Αλεξάνδρας 83α. Παράλληλα είχε ειδοποιηθεί και η Πυροσβεστική Υπηρεσία η οποία θα αναλάμβανε την μεταφορά όλου του σπηλαιολογικού εξοπλισμού. Εκτός από τους ατομικούς εξοπλισμούς σπηλαιολογίας συγκεντρώθηκε και εξοπλισμός για σπηλαιοδύτες. Μετά από διασυλλογική συνεννόηση αποφασίστηκε να συμμετέχουν στην πρώτη ομάδα οι Θεοδοσιάδης Θωμάς, Αδαμόπουλος Κώστας, Κατσάνος Περικλής, Μητσάκης Νίκος και Τριζώνης Βασίλης. Αφού φορτώθηκε όλος ο εξοπλισμός σε φορτηγό της Πυροσβεστικής ξεκινήσαμε για το στρατιωτικό αεροδρόμιο της Ελευσίνας στις 14:30.
Στο αεροδρόμιο συναντήσαμε και τους τρεις πυροσβέστες της ΕΜΑΚ, οι οποίοι θα βοηθούσαν τους συναδέλφους τους της ΕΜΑΚ Κρήτης. Αμέσως μετά τις απαραίτητες διατυπώσεις φορτώθηκε όλος ο εξοπλισμός σε ένα στρατιωτικό αεροσκάφος C130 και αναχωρήσαμε στις 16:00 για το αεροδρόμιο του Ηρακλείου.
Μετά από 50 λεπτά πτήσης η ομάδα έφτασε στο αεροδρόμιο, στο οποίο επικρατούσε έντονη καταιγίδα. Αμέσως αρχίσαμε να μεταφέρουμε τα σπηλαιολογικά υλικά σε λεωφορείο της πυροσβεστικής, το οποίο στη συνέχεια μας μετέφερε στο χώρο του σπηλαίου, όπου και φτάσαμε γύρω στις 20:00.
Αμέσως μετά την άφιξη μας ενημερωθήκαμε τόσο από μέλη του ΣΠΟΚ για την κατάσταση στο σπήλαιο όσο και από τον διοικητή της τοπικής ΕΜΑΚ, κ. Κριτσοτάκη για τις ενέργειες που είχαν γίνει μέχρι τη στιγμή εκείνη.
Μάθαμε λοιπόν πως υπήρχαν μάλλον δύο εγκλωβισμένοι, και οι δύο μέλη του ΣΠΟΚ, οι Μεθόδιος Ψωμάς και η Χρύσα Μαυρόκωστα. Αργότερα μας είπαν ότι ήταν πιθανό να υπήρχε και μία τρίτη σπηλαιολόγος, η Βικτόρια Κουτνάσοβα, αλλά δεν ήταν σίγουροι για αυτό.
Η ομάδα των πέντε σπηλαιολόγων με την βοήθεια και των Κρητικών συναδέλφων άρχισε να οργανώνει τον εξοπλισμό της
Οι πυροσβέστες της ΕΜΑΚ Αθηνών ξεκίνησαν για το σπήλαιο με την βοήθεια Κρητικών σπηλαιολόγων χωρίς να πάρουν κάποιο ιδιαίτερο εξοπλισμό. Απλά, πήγαν μόνο για να ανιχνεύσουν την κατάσταση και να δώσουν αναφορά στον υπεύθυνο τους.
Η ετοιμασία μας γινόταν κάτω από δυνατή βροχή και δυνατό αέρα και κράτησε περίπου μία ώρα, λόγω της χρονοβόρας προετοιμασίας του καταδυτικού εξοπλισμού και της κοπιαστικής μεταφοράς του, λόγω του μεγάλου βάρους. Ο εξοπλισμός που τελικά μεταφέρθηκε ήταν για δύο δύτες με μικρές μπουκάλες και μόνο για διείσδυση. Αποφασίσαμε πως σε περίπτωση που τους βρίσκαμε ζωντανούς, θα κατεβάζαμε και άλλο εξοπλισμό ώστε να περάσουν μαζί μας το σιφώνι.
Η ομάδα μας (οι «Αθηναίοι» που ήρθαν με το C130 μαζί με ορισμένους σπηλαιολόγους του ΣΠΟΚ), άρχισε την κάθοδο περίπου στις 21:30.
Τα σπήλαιο ήταν άγνωστο για μάς και δεν υπήρχε εκεί και τότε διαθέσιμη χαρτογράφηση. Μας είχαν ενημερώσει για μια παλιά χαρτογράφηση της ΕΣΕ, αλλά απ’ ότι μας ανέφεραν οι εξερευνητές του ΣΠΟΚ, δεν ήταν αξιόπιστη διότι είχε αρκετά λάθη.
Το σπήλαιο είχε αρκετά στενά σημεία τα οποία σε συνδυασμό με το μεγάλο φορτίο μας καθυστέρησαν μέχρι να φτάσουμε στο σιφώνι. Η κατάβαση κράτησε περίπου μία ώρα και πέντε λεπτά, διαδρομή που σε επόμενες αναβάσεις και καταβάσεις χρειαζόταν σαράντα λεπτά.
Στο σιφόνι βρήκαμε μέλη του ΣΠΟΚ, αποκαμωμένα από την κούραση, αλλά και τους άντρες της ΕΜΑΚ, τόσο αυτούς που ήρθαν από την Αθήνα αλλά και μερικούς από το τοπικό κλιμάκιο της Κρήτης.
Οι πυροσβέστες απ το τοπικό κλιμάκιο είχαν ήδη κατεβάσει δικό τους καταδυτικό εξοπλισμό (μονής μπουκάλας) και όλοι τους είχαν αποφανθεί πως δεν μπορούν να καταδυθούν σε τέτοιο σημείο, τόσο λόγω ακαταλληλότητας του εξοπλισμού αλλά και λόγω της απειρίας τους σε τέτοιες συνθήκες.
Το σιφώνι ήταν αρκετά στενό και τα νερά θολώνανε πολύ γρήγορα λόγω του πλούσιου αργιλικού ιζήματος που υπήρχε. Βέβαια, είχε προηγηθεί και προσπάθεια να γίνει διάνοιξη με την απομάκρυνση της άμμου. Όπως μας εξήγησαν, το σημείο αυτό του σιφονιού ήταν και παλαιότερα φραγμένο αλλά είχε σκαφτεί, οπότε αποκαλύφθηκε μία μεγαλύτερη αίθουσα η οποία είχε ανηφορικό πρανές. Υπήρχε λοιπόν η ελπίδα πως οι εγκλωβισμένοι θα είχαν παραμείνει σε αυτό το σημείο, και όχι σε μία μικρότερη αίθουσα που υπήρχε στη συνέχεια, ώστε να είχαν αποφύγει τον πνιγμό.
Οι ετοιμασίες για την κατάδυση ξεκίνησαν με πρώτο δύτη τον Νίκο Μητσάκη και εφόσον προχωρούσε αυτός θα ακολουθούσε ο Βασίλης Τριζώνης κουβαλώντας ένα δοχείο με πρώτες βοήθειες (τροφή, φάρμακα, κ.λπ.). Η ετοιμασία κράτησε περίπου 20 λεπτά και η ώρα είχε φτάσει ήδη 23:00. Η διείσδυση που έκανε ο Νίκος ήταν λίγα μόνο μέτρα και αυτό λόγω του ότι το σιφώνι ήταν φραγμένο με ίζημα από τα πρώτα κιόλας μέτρα.
Μετά την πρώτη απογοήτευση έγινε μία μικρή επιτόπια σύσκεψη και αποφασίσαμε να αρχίσουμε το σκάψιμο. Εν τω μεταξύ είχε φτάσει σε μικρή απόσταση από εμάς ένα ενσύρματο στρατιωτικό τηλέφωνο ώστε να υπάρχει επικοινωνία με την εξωτερική ομάδα υποστήριξης. Το πρώτο που ζητήθηκε ήταν μια μικρή αντλία ώστε να ξεκινούσε η άντληση των νερών καθώς και επιπλέον σκαπτικά εργαλεία και κουβάδες.
Παράλληλα ξεκίνησε η οργάνωση της υπάρχουσας ομάδας για την διάνοιξη του σιφονιού. Οι άντρες της ΕΜΑΚ Αθήνας ανέβηκαν στην επιφάνεια ώστε να ενημερώσουν τον προϊστάμενο τους και μέσα παρέμειναν οι άντρες της ΕΜΑΚ Κρήτης.
Η άποψη που επικράτησε ήταν να προσπαθήσουμε να απομακρύνουμε το φερτό υλικό, να διανοίξουμε το τούνελ και στην συνέχεια να αντλήσουμε το νερό με την αντλία. Στην απόφαση αυτή συνέβαλε και η παρατήρηση της πτώσης της στάθμης του νερού.
Κάναμε ανθρώπινη αλυσίδα χρησιμοποιώντας τα υπάρχοντα υλικά και αρχίσαμε σιγά – σιγά να αφαιρούμε την άμμο.
Παράλληλα ξεκίνησε μία μικρή ομάδα για να συναντήσει την άλλη που έφερνε το καλώδιο. Μετά από μισή ώρα περίπου έφτασε στο σιφόνι η άκρη του καλωδίου. Η «μάτιση» του καλωδίου έγινε από τον ηλεκτρολόγο της περιοχής, ο οποίος απ’ ότι είχε δηλώσει ήταν η πρώτη φορά που έμπαινε σε σπήλαιο (τον βοήθησε ο Νίκος Πετρουλάκης). Να σημειώσουμε πως η «μάτιση» όλων των καλωδίων έγινε με υποδειγματικό τρόπο, αρκεί να αναλογιστεί κανείς πως αρκετές ματίσεις παρέμειναν μέσα σε νερά καθ’ όλη την διάρκεια της επιχείρησης.
Αφού έγιναν όλες οι απαραίτητες συνδέσεις, άρχισε η άντληση των νερών. Τα απόνερα τα οδηγήσαμε στην άκρη της μικρής αίθουσας, όπου είχαμε σκάψει ένα λάκκο για τον σκοπό αυτό. Γρήγορα καταλάβαμε πως τα νερά επιστρέφανε στο σιφώνι και ότι ήταν μάταιη η προσπάθεια άντλησης. Γι’ αυτό το λόγο ζητήσαμε να έρθει ακόμα μία αντλία, μαζί με καλώδιο, ώστε να οδηγήσουμε τα νερά σε μια παραπάνω αίθουσα όπου μπορούσαμε να στεγανοποιήσουνε μια περιοχή.
Την ώρα των εργασιών της άντλησης, κάποιος από την ομάδα μας είπε πως μάλλον άκουσε κάποιο κτύπο και αμέσως αρχίσαμε να κτυπάμε με το σπηλαιολογικό σφυρί το βράχο ώστε να δούμε εάν υπάρχει απόκριση. Μάταια όμως. Καταλήξαμε πως ήταν ο κυματισμός του νερού και το κτύπημα των νερών στα βράχια, δίνοντας μας την εντύπωση πως υπάρχει κτύπος από άνθρωπο.
Παράλληλα με τις παραπάνω εργασίες, μέλη του ΣΠΟΚ, μας έδειξαν μια μικρή σχισμή από την οποία, όπως είχανε υπολογίσει ίσως θα μπορούσε να παρακαμφθεί το σιφώνι και να μας οδηγήσει στην αίθουσα που ήταν οι σπηλαιοσύντροφοι μας. Όμως χρειάζονταν διάνοιξη και έπρεπε να χρησιμοποιηθούν εκρηκτικά. Ειδοποιήσαμε τον συντονιστή της επιχείρησης (κ. Κριτσοτάκη) και του ζητήσαμε εκρηκτικά. Απ’ ότι μας είπε έπρεπε να ειδοποιήσει στρατιωτικό κλιμάκιο, το οποίο και θα μας προμήθευε όλα τα υλικά. Από μαρτυρίες σπηλαιολόγων μάθαμε ότι ο συντονισμός του ανθρώπινου δυναμικού στην είσοδο είχε προβλήματα λόγω μη συνεννόησης αλλά και άγνοιας ή αδυναμίας κατανόησης του συμβάντος. Μάθαμε επίσης ότι είχαν έρθει και υπόλοιποι σπηλαιοδιασώστες (πάλι με C130). Μαζί με τους υπόλοιπους σπηλαιολόγους έφτασαν και τα υπόλοιπα σπηλαιολογικά υλικά του συλλόγου (αντλία) όπου και αμέσως μεταφέρθηκαν στο σπήλαιο και ήταν στην διάθεση της επιχείρησης.
Εν συντομία, θα πρέπει εδώ να αναφερθεί πως μετά από αρκετή διαπραγμάτευση ανέλαβε τον συντονισμό της όλης επιχείρησης ο Κώστας Ζούπης, πρόεδρος της Ομοσπονδίας μας. Πράγματι, μετά από αυτή την ενέργεια άρχισε να λειτουργεί καλύτερα και αποδοτικότερα το έργο της διάσωσης.
Εν τω μεταξύ, μέχρι να έρθει η 2η, αντλία η ομάδα που ήταν στο σιφόνι είχε αποκάμει από την κούραση και πολλοί από εμάς ξάπλωσαν με τις αλουμινοκουβέρτες τους δίπλα στο σιφώνι για να πάρουν μία ανάσα. Δίπλα ακριβώς από το σιφώνι είχε ξαπλώσει ο γράφων, ο Περικλής Κατσάνος με το sleeping bag και οι υπόλοιποι λίγο πιο πέρα. Ξαφνικά άρχισε να ανεβαίνει η στάθμη του νερού με τόσο γρήγορο ρυθμό που σχεδόν βραχήκαμε όσοι ήμασταν κοντά σε αυτό. Επικράτησε μια μικρή αναστάτωση μέχρι να μαζευτούν όλα τα υλικά και να μεταφερθούν στο παραπάνω επίπεδο. Επειδή η αντλία είχε δεθεί στο βράχο πάνω από το σιφώνι δεν μπορέσαμε να τη βγάλουμε. Τελικά το νερό σταμάτησε να ανεβαίνει αφού πλημμύρισε όλο τον χώρο που ήταν το σιφώνι. Περιττό βέβαια να αναφέρω πόση απογοήτευση ένοιωσαν όλοι όσοι ήταν παρόντες.
Το νέο μαθεύτηκε και στους «επάνω» και άρχισε έντονος προβληματισμός για την συνέχεια των ενεργειών μας. Επίσης μάθαμε πως είχε προηγηθεί έντονη καταιγίδα αρκετή ώρα πριν (4-5 ώρες περίπου) και η άνοδος των νερών οφειλόταν σε αυτό.
Χωρίς να χάσουμε χρόνο αρχίσαμε να οργανώνουμε την συνέχιση της άντλησης. Όμως τα νερά ήταν τώρα πολύ περισσότερα και έπρεπε να υπάρξει αλλαγή στην διαδικασία. Αρκετοί από τους σπηλαιολόγους της Σ.Ο.Ε που ήταν αρκετές ώρες ήδη στο σπήλαιο ανέβηκαν να ξεκουραστούν ώστε να έχουν δυνάμεις για να συνεχίσουν το έργο της διάσωσης, το οποίο απ΄ ότι φαίνονταν θα είχε μεγάλη διάρκεια. Ήδη όμως κατέφθαναν και νέοι σπηλαιολόγοι από την Αθήνα άλλοι είχαν έρθει με το στρατιωτικό αεροπλάνο, άλλοι με τα πλοία της γραμμής και γενικά ο καθένας με ότι μέσο μπορούσε να έρθει.
Είχε φτάσει ήδη Δευτέρα πρωί και μετά από έντονο προβληματισμό για το ποια τεχνική θα χρησιμοποιούσαμε ώστε να γίνει η απορρόφηση των νερών καταλήξαμε πως το νερό δεν μπορούσε να διοχετευθεί πουθενά μέσα στο σπήλαιο διότι πάλι θα επέστρεφε στο σιφώνι, άρα το ορθότερο ήταν τα νερά να μεταφερθούν προς την έξοδο. Η αντλία, που υπήρχε, δεν ήταν ικανή να προωθήσει το νερό προς τα έξω λόγω της μεγάλης υψομετρικής διαφοράς. Άρα καταλήξαμε πως τα νερά έπρεπε να μεταφερθούν σταδιακά προς έξω. Ο μόνος εφικτός τρόπος ήταν η δημιουργία τεχνιτών λιμνών σε διάφορα επίπεδα και σταδιακή άντληση από κάθε επίπεδο.
Εδώ θα πρέπει να αναφέρω την συμβολή του Π. Κατσάνου, όπου με την επιμονή του και την αδιάλειπτη παρουσία του στο σπήλαιο οργάνωσε με υποδειγματικό τρόπο το έργο της υλοποίησης των τεχνητών λιμνών.
Γρήγορα ζητήθηκαν επιπλέον αντλίες, φύλλα νάιλον για να στεγανοποιηθούν οι δεξαμενές, επιπλέον σκαπτικά εργαλεία καθώς και καλώδια ρεύματος για τις αντλίες.
Υπήρξε άμεση κινητοποίηση για την συλλογή αυτών των υλικών και σύντομα άρχισε η προώθηση τους μέσα στο σπήλαιο. Βρέθηκαν τέσσερις θέσεις για την δημιουργία των λιμνών: η πρώτη λίγο πιο πάνω από το πατάρι πριν την τελευταία μεγάλη αίθουσα, η δεύτερη στο σημείο Δ2, η Τρίτη, στο Δ3 και η τέταρτη 200 μέτρα πριν έξοδο. Συγκροτήθηκαν ομάδες οι οποίες θα κατασκεύαζαν αυτές τις τεχνητές δεξαμενές και ξεκίνησε η δημιουργία τους.
Ήταν ήδη Δευτέρα μεσημέρι. Το όλο εγχείρημα κράτησε περίπου 10 ώρες και σταδιακά άρχισε η άντληση των νερών. Υπήρχαν προβλήματα στην αρχή με την παροχή του νερού λόγω της υψομετρικής διαφοράς, το οποίο λύθηκε με την προώθηση μεγαλύτερων αντλιών και αύξησης ισχύος του ρεύματος η παραγωγή του οποίου γινόταν μέσω φορητών ηλεκτρογεννητριών έως ότου τελικά η ΔΕΗ έφερε μέχρι την είσοδο παροχή ρεύματος από το δίκτυο της καθώς και άλλα δεκάδες μικροπροβλήματα στα οποία δίνονταν λύση από την συντονιστική ομάδα που βρίσκονταν στην είσοδο αλλά και με τις γνωστές σπηλαιολογικές πατέντες αυτενέργειας.
Στο μεσοδιάστημα της άντλησης ήρθε και κλιμάκιο του Πολεμικού Ναυτικού για να γνωμοδοτήσει εάν όντως μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν εκρηκτικά, το οποίο αποφάνθηκε ότι λόγω σαθρότητας του πετρώματος ήταν αρκετά επικίνδυνη η χρησιμοποίηση τους.
Εν τω μεταξύ έφτασε από την Αθήνα μια συσκευή της ΕΟΔ, η οποία λειτουργούσε ως ανιχνευτής ζωής και είχε χρησιμοποιηθεί στους σεισμούς της Αθήνας με επιτυχία, όπως μας διαβεβαίωσαν. Όντως, μεταφέρθηκε στο σιφώνι και δοκιμάστηκε. Αυτό όμως που δεν γνωρίζαμε, ήταν ότι η μέγιστη εμβέλεια της ήταν 5 μέτρα και με αμφίβολα αποτελέσματα σε συμπαγή βράχο.
Την Τρίτη έφθασε αεροπορικώς και κλιμάκιο Γάλλων σπηλαιοδιασωστών, οι οποίοι ήρθαν χωρίς εξοπλισμό (ούτε καν ατομικό) και αφού δανείστηκαν σπηλαιολογικά υλικά επισκέφθηκαν το σιφώνι για να δώσουν τεχνική γνώση, μιας και θεωρούνταν έμπειροι. Όντως, αφού έφθασαν στο σιφώνι και αντίκρισαν όλο το έργο αποφάνθηκαν ότι και οι ίδιοι το ίδιο θα πρότειναν με αυτό που ήδη είχε στηθεί. Εκ των υστέρων πληροφορηθήκαμε ότι κανείς από τους συντονιστές της σπηλαιοδιάσωσης δεν τους είχε καλέσει και μάλλον κλήθηκαν από τους συγγενείς των εγκλωβισμένων, οι οποίοι παρέμεναν σ’ όλη τη διάρκεια του έργου, στην αρχή έξω από τον χώρο του σπηλαίου μαζί με δεκάδες περιέργους και δημοσιογράφους. Στην συνέχεια παρέμεναν σε μία διπλανή ταβέρνα όταν η αστυνομία απομάκρυνε όλο τον κόσμο μακριά από τον περιβάλλοντα χώρο της εισόδου του σπηλαίου διότι είχαν δημιουργήσει μια πολύ φορτισμένη ψυχολογικά ατμόσφαιρα αλλά και συνωστισμό με αποτέλεσμα να δυσχεραίνεται το διασωστικό έργο.
Παράλληλα, κατέβηκε μια αντλία αναρρόφησης άμμου, η οποία δεν μπόρεσε να λειτουργήσει. Παρόλο που δεν βοήθησε καθόλου στο διασωστικό έργο δημιούργησε αρκετά προβλήματα, τόσο στην μεταφορά της που κόστισε σε χρόνο και δυνάμεις αλλά και λόγω ελαττωματικής λειτουργίας είχε διαρροή ρεύματος με αποτέλεσμα τον παρ’ ολίγο τραυματισμό των χειριστών της.
Η στάθμη του νερού είχε αρχίσει να κατεβαίνει. Τότε δοκίμασε να καταδυθεί ο Γιάννης Σπίνος με έναν ιδιαίτερο δικό του τρόπο σπηλαιοκατάδυσης. Με την μοναδική μπουκάλα στο χέρι προσπάθησε να καταδυθεί αλλά το σιφώνι ήταν αρκετά στενό και δεν μπόρεσε να περάσει.
Οργανώθηκαν ξανά ομάδες με βασικό έργο το σκάψιμο για την διεύρυνση του σιφονιού. Επειδή όμως ο καιρός ήταν βροχερός μέχρι και την Δευτέρα το βράδυ, το σιφώνι πλημμύρισε για μία ακόμα μια φορά με αποτέλεσμα η προσπάθεια άντλησης να ξεκινήσει εκ νέου.
Καθ’ όλη την προσπάθεια υπήρχε έντονη κινητικότητα από διασώστες, τόσο σπηλαιολόγους όσο και πυροσβέστες (ΕΜΑΚ και απλούς). Ο ΣΠΕΛΕΟ συμμετείχε με δύναμη δεκαεπτά (17) σπηλαιολόγων σε σύνολο ογδόντα (80) που έφτασαν εκεί απ’ όλη την Ελλάδα.
Οι τεχνητές δεξαμενές με την πάροδο των ωρών γέμιζαν, με αποτέλεσμα να δυσκολεύεται η διέλευση των διασωστών. Δημιουργήθηκαν τότε ομάδες για την αρμάτωση με τραβέρσες των σημείων που ήταν δύσκολη η διέλευση (δεξαμενές αλλά και σε μερικά σημεία όπου με την συχνή διέλευση, τα νερά και τη λάσπη έκαναν αρκετά γλιστερές επιφάνειες με κίνδυνο ατυχήματος). Έπρεπε δηλαδή σε περίπτωση που οι εγκλωβισμένοι ήταν τραυματισμένοι να είναι δυνατή η μεταφορά τους με φορείο. Επίσης στο στενό πέρασμα (Σ.6) έγινε μια μικρή διάνοιξη με χρήση καψυλλίου.
Τρίτη απόγευμα. Τα νερά στο σιφόνι είχαν ήδη κατέβει και ο Γιάννης Σπίνος έκανε ακόμα μία προσπάθεια να καταδυθεί. Μετά από επίπονη προσπάθεια, κατάφερε να περάσει φτάνοντας στην άλλη αίθουσα. Η αγωνία από την μεριά μας ήταν στο κατακόρυφο, όσο περνούσε η ώρα και ο Γιάννης δεν επέστρεφε. Ύστερα από 20 λεπτά επέστρεψε φέρνοντας μαζί του και το χαρμόσυνο νέο. Ήταν και οι τρεις καλά στην υγεία τους και ψύχραιμοι. Απλά ήταν λίγο καταπονημένοι από την πολυήμερη παραμονή τους.
Το νέο μεταφέρθηκε και στην συντονιστική επιτροπή η οποία μετά από λίγο μας συμβούλεψε να μην διαδοθεί το νέο, ώστε να μην υπάρξουν αντιδράσεις αλλά και διότι δεν γνωρίζαμε το πότε τελικά θα ολοκληρωθεί η διάσωση. Όμως απ’ ότι έμαθα εκ των υστέρων, το νέο μεταδόθηκε από τα ΜΜΕ. Η σιγή δεν έχει θέση σ’ αυτή την χώρα.
Αμέσως αρχίσαμε να δουλεύουμε με μεγαλύτερη όρεξη και διάθεση στο έργο της άντλησης, γνωρίζοντας ότι οι σύντροφοι μας είναι ζωντανοί.
Τελικά, την Τετάρτη, περίπου στις 00:20 πέρασαν οι πρώτοι διασώστες από το σιφόνι και τελικά οι τρεις σπηλαιολόγοι κατάφεραν να περάσουν το σιφώνι γύρω στις 02:00. Τους δόθηκαν οι πρώτες βοήθειες, ξεκίνησαν για την έξοδο και περίπου στις 09:00 εμφανίστηκαν στη είσοδο του σπηλαίου, όπου η ανακούφιση και η χαρά του κόσμου με την εμφάνιση τους δεν περιγράφεται σε λίγες γραμμές.
Στην συνέχεια, ξεκίνησε η διαδικασία καθαρισμού του σπηλαίου αλλά και της μεταφοράς όλων των υλικών. Οι σπηλαιολόγοι που ήδη εργάζονταν μέσα παρέμειναν εκεί και ξεκίνησαν τις εργασίες συλλογής των υλικών ενώ οι υπόλοιποι από αυτούς που είχαν βγει για να ξεκουραστούν παρέμειναν έξω από το σπήλαιο μέχρι την έξοδο των διασωθέντων (έπρεπε οι κάμερες να τραβήξουν μόνο συγκεκριμένους διασώστες!!). Στην πρώτη φάση συλλογής των υλικών, στο βάθος του σπηλαίου ήμασταν περίπου 8 άτομα για να μαζέψουμε ένα τεράστιο όγκο υλικών (μετρήθηκαν περίπου 130 σακιά, συμπεριλαμβανομένων και των αντλιών). Η προσέλευση των σπηλαιολόγων ήταν ισχνή και οι περισσότεροι πυροσβέστες είχαν φύγει. Μετά από έντονη διαμαρτυρία στην συντονιστική επιτροπή άρχισαν μετά από ώρες να έρχονται για βοήθεια και άλλοι σπηλαιολόγοι και ελάχιστοι πυροσβέστες (7). Δημιουργήθηκαν για βοήθεια επαναλαμβανόμενες αλυσίδες από τους παρευρισκόμενους και μεταφέρονταν οι σάκοι χέρι – χέρι, αποθέτονταν στο τέλος της αλυσίδας και αυτή η διαδικασία επαναλήφθηκε μέχρι τις 21:00 φέρνοντας τα υλικά λίγο πριν την είσοδο. Τότε οι περισσότεροι αποχώρησαν λόγω του ότι έπρεπε να προλάβουν το C130, το οποίο δεν μπορούσε να περιμένει άλλο στο Ηράκλειο και έπρεπε να φύγει άμεσα.
Παρέμειναν ελάχιστοι σπηλαιολόγοι για να ανεβάσουν τα υλικά μέχρι την είσοδο.
Το αεροπλάνο αναχώρησε περί τις 22:00, πηγαίνοντας πρώτα στην Θεσσαλονίκη ώστε να αφήσει την Ελληνική Ομάδα Διάσωσης, η συμβολή των οποίων ήταν τυπική διότι δεν είχαν τις απαραίτητες γνώσεις για το εγχείρημα. Εδώ θα πρέπει να αναφέρω, πως ούτε και οι πυροσβέστες είχαν αυτές τις εξειδικευμένες γνώσεις (εκτός ενός, ο οποίος ήταν ήδη σπηλαιολόγος), αλλά με την δική μας βοήθεια μπόρεσαν και προσέφεραν αρκετά στο όλο εγχείρημα.
Οι απώλειες του συλλόγου σε υλικά ήταν σημαντικές όπως και οι απώλειες από προσωπικά υλικά των συμμετεχόντων.
Η μελλοντική δημιουργία της Εθνικής Ομάδας Σπηλαιοδιάσωσης από την Ομοσπονδίας μας (ΣΟΕ) θα δώσει λύση σε πολλά από τα προβλήματα που δημιουργήθηκαν και δεν αναφέρθηκαν λεπτομερώς σε αυτό το χρονικό, μιας και αποτελεί αντικείμενο ξεχωριστής μελέτης.
Τα μέλη του ΣΠΕΛΕΟ που συμμετείχαν στο έργο της σπηλαιοδιάσωσης ήταν τα ακόλουθα:
|
Για τον ΣΠΕΛΕΟ
Βασίλης Τριζώνης
Γ. Γραμματέας