Με αφορμή τα 250 χρόνια ελληνικής παρουσίας στις ΗΠΑ (1768-2018) δημοσιεύονται στον ομογενειακό τύπο ιστορίες για τους Έλληνες στην Αμερική, οι οποίες δεν είναι και πολύ γνωστές στην Ελλάδα και την ομογένεια .Μια από αυτές αφορά το ”πογκρόμ” κατά Ελλήνων μεταναστών στην μικρή πόλη Σάουθ Όμαχα της πολιτείας Νεμπράσκα το 1909.
Για την ιστορία ενός πραγματικού ”πογκρόμ” κατά των Ελλήνων μεταναστών που πραγματοποιήθηκε στην μικρή πόλη Σάουθ Όμαχα της πολιτείας Νεμπράσκα το 1909, έχει συγγράψει μονογραφία ο Ελληνοαμερικανός δάσκαλος και πανεπιστημιακός Τζον Μπίτζες. Η μελέτη του υπήρξε προϊόν σκληρού μόχθου και επίπονης δουλειάς στα αρχεία των τοπικών εφημερίδων αλλά και των επίσημων αρχών. Η πρώτη μορφή αυτής της εργασίας δημοσιεύθηκε στο περιοδικό ”Nebraska History” το καλοκαίρι του 1970 και πήρε το βραβείο ”James Sellers”.
Διαβάζοντας τη μελέτη του κ. Μπίτζες διαπιστώνουμε ότι στον Έλληνα μετανάστη απέδιδαν τότε οι αμερικανικές εφημερίδες όλα τα στερεότυπα: Οι Έλληνες είναι «βρώμικοι», «υπάνθρωποι», «απολίτιστοι», «άγριοι», επιρρεπείς στο έγκλημα.
Οι ανθελληνικές ταραχές στη Σάουθ ‘Ομαχα σημειώθηκαν στις 21 Φεβρουαρίου του 1909, μετά από τη σύλληψη του Γιάννη Μασουρίδη ως ένοχου για την δολοφονία του αστυνομικού Εντ Λόουρι. Οι εφημερίδες αμέσως μίλησαν για τον «Έλληνα δολοφόνο» και δημοσίευσαν την εμπρηστική ανθελληνική προκήρυξη που συνέταξε ο Τζόζεφ Μέρφι, ένας τοπικός πολιτικός παράγοντας. Σ’ αυτή την προκήρυξη γινόταν λόγος για τους «βρωμερούς Έλληνες που επιτίθενται στις γυναίκες μας και χτυπούν τους περαστικούς στο δρόμο, που διατηρούν χαρτοπαιχτικές λέσχες και κάθε λογής παρανομίες». Στο κλείσιμο της προκήρυξης γινόταν έκκληση για συνάντηση στο Δημαρχείο «όπου θα πάρουμε μέτρα για να διώξουμε τους Έλληνες από την πόλη μας» (εφημερίδες World Herald και Daily News, 20 Φεβ 1909).
Την επομένη, το κύριο άρθρο της Herald αναφερόταν στον Μασουρίδη με τα ακόλουθα λόγια:»Ένας Έλληνας που στη γενέτειρά του δεν είχε ποτέ το προνόμιο να υψώσει το κεφάλι του προς τα πάνω (…) η μόνη του σκέψη ήταν να σκοτώσει, να σκοτώσει.» Ο Μασουρίδης είχε έρθει στις ΗΠΑ από ένα χωριό της Καλαμάτας το 1906. Η αστυνομία τον είχε υπό παρακολούθηση, επειδή είχε συλληφθεί για παράνομο τζόγο. Στις 19 Φεβρουαρίου 1909, ο Λόουρι τον συνέλαβε μετά από καταγγελίες εις βάρος του, ότι είχε σχέσεις με μια ανήλικη (17 χρονών) κοπέλα, που του έκανε μαθήματα αγγλικών. Τη στιγμή της σύλληψης ανταλλάχθηκαν πυροβολισμοί που κατέληξαν στον τραυματισμό του Μασουρίδη και το θάνατο του Λόουρι. Αμέσως συγκεντρώθηκαν μερικές εκατοντάδες κάτοικοι με σκοπό να λιντσάρουν τον Μασουρίδη. Με δυσκολία κατάφερε η αστυνομία να τον φυγαδεύσει σε ασθενοφόρο.
Τους κατηγορούσαν ακόμα ότι έφερναν στην Αμερική τις δικές τους άγριες συνήθειες, ότι ήταν βρώμικοι (εφόσον έκαναν πάντα τις βρώμικες δουλειές), ότι πολιτικολογούσαν στα δικά τους καφενεία και χαρτόπαιζαν. Οι ντόπιοι θεωρούσαν τη συμπεριφορά των Ελλήνων «ανήθικη» και «αντιαμερικάνικη».
Η συγκέντρωση περίπου 1.000 κατοίκων την επομένη, οδήγησε σε ανεξέλεγκτη βία εις βάρος των Ελλήνων. Με κραυγές «θάνατος στους Έλληνες» και «θυμηθείτε τον καημένο τον Λόουρι», το πλήθος όρμησε στην ελληνική συνοικία, την «Γκρίκ-τάουν» και επιτέθηκε στους ανύποπτους Έλληνες. ‘Όσοι απ’ αυτούς δεν κατάφεραν να διαφύγουν, έπεσαν στα χέρια των φανατισμένων Αμερικάνων και δάρθηκαν χωρίς έλεος. Στην απελπισία του, κάποιος προσπάθησε να αμυνθεί με όπλο και τραυμάτισε ελαφρά δυο παιδιά. Τότε πλέον το πλήθος των επιτιθέμενων χωρίστηκε στα δύο και άρχισε τις λεηλασίες και τα σπασίματα σ’ όλα τα μαγαζιά και τα σπίτια των Ελλήνων. Οι ταραχές συνεχίστηκαν όλη τη μέρα κάτω από τη σιωπηλή επιδοκιμασία κάποιων αστυνομικών και την αδυναμία των τοπικών αρχών. Επί έξι ώρες το πλήθος «με ρεβόλβερ, με κλομπ και με δαυλούς γύριζε στην πόλη, έπινε τα κλεμμένα ποτά, έκλεβε εμπορεύματα, χτυπούσε όποιον μπορούσε, μέχρι να τρέξει το αίμα από τις πληγές.»
Περιγράφοντας την εικόνα που είχαν για τους ‘Έλληνες οι παλαιότεροι κάτοικοι της περιοχής, o Τζον Μπίτζες αναφέρεται στην εχθρότητα που προκλήθηκε από το γεγονός ότι οι Έλληνες δούλευαν με μικρότερα μεροκάματα και χρησιμοποιούνταν ως απεργοσπάστες. Τους κατηγορούσαν ακόμα ότι έφερναν στην Αμερική τις δικές τους άγριες συνήθειες, ότι ήταν βρώμικοι (εφόσον έκαναν πάντα τις βρώμικες δουλειές), ότι πολιτικολογούσαν στα δικά τους καφενεία και χαρτόπαιζαν. Οι ντόπιοι θεωρούσαν τη συμπεριφορά των Ελλήνων «ανήθικη» και «αντιαμερικάνικη».
«Το σημείο που προκαλεί το ανθελληνικό στοιχείο», γράφει η ”Omaha Bee”, «είναι ότι δουλεύουν φτηνά. ‘Οτι ζουν ακόμα φθηνότερα, σε ομάδες. ‘Οτι αδιαφορούν για τις μικρές λεπτομέρειες στις οποίες αποδίδουν μεγάλη σημασία οι Αμερικάνοι.» Και ο εκδότης της ”Daily News” πρόσθετε ότι «τα δωμάτιά τους είναι βρώμικα. Επιτίθενται στις γυναίκες. Μ’ άλλα λόγια, με τη στάση τους εμφανίζονται ως επιθετικοί στα μάτια των περισσοτέρων κατοίκων της Σάουθ ‘Ομαχα».
Μετά το τέλος των ταραχών η κοινότητα των Ελλήνων της περιοχής σκόρπισε σε ολόκληρη την Αμερική. Από τις 2.000 μεταναστών που ζούσαν στην Σάουθ ‘Ομαχα μέχρι εκείνο το μοιραίο Σάββατο τον Φεβρουάριο του 1909, σε λίγους μήνες η απογραφή του 1910 κατέγραφε μόλις 59 άτομα. Η περίπτωση των ανθελληνικών ταραχών στη Σάουθ ‘Ομαχα δεν είναι η μόνη εκείνης της περιόδου. Ο Μπίτζες ανακάλυψε στην εφημερίδα ”Evening News of Roanoke” στην πολιτεία της Βιρτζίνια αναφορά σε επιθέσεις όχλου εναντίον των καταλυμάτων Ελλήνων μεταναστών τον Ιούλιο του 1907. Και την ίδια βδομάδα με τα επεισόδια στην Σάουθ ‘Ομαχα ξέσπασαν παρόμοιες βίαιες ταραχές σε δύο τουλάχιστον πόλεις, στο Κάνσας Σίτι της πολιτείας Κάνσας και στο Ντέιτον του Οχάιο.
Το τελευταίο μάθημα που παίρνουμε από την ιστορία αυτή είναι η τύχη της έρευνας του Μπίτζες. Το 1991, ο Τζον Μπίτζες επανήλθε στο θέμα, συμπληρώνοντας με καινούργια στοιχεία την υπόθεση. Όμως τη νέα του μελέτη δεν δέχθηκε κανείς να τη δημοσιεύσει. Όπως εξήγησε ο ίδιος ο ερευνητής, η άρνηση των ακαδημαϊκών αρχών να προχωρήσουν στη δημοσίευση, οφειλόταν ακριβώς στο «ακανθώδες» αντικείμενό της. Οι σύγχρονοι Αμερικανοί θέλουν να «ξεχάσουν» το ρατσισμό εναντίον των μεταναστών στις αρχές του αιώνα, όπως ακριβώς και οι σύγχρονοι Έλληνες αρνούνται να πληροφορηθούν τις δύσκολες συνθήκες, κάτω από τις οποίες πραγματοποιήθηκε εκείνη η μετανάστευση.
ΑΠΕ-ΜΠΕ