Ο Ρόμερου Λουκάκου είναι μέχρι στιγμής από τους καλύτερους παίκτες στο Μουντιάλ. Χωρίς καμία αμφισβίτηση είναι ένας από τους καλύτερους επιθετικούς αυτή τη στιγμή σε παγκόσμιο επίπεδο στο ποδόσφαιρο.
Όμως τα πράγματα δεν ήταν πάντα έτσι για τον 25χρονο Βέλγο. Η παιδική του ηλικία ήταν πολύ δύσκολη. Οι δηλώσεις του στις οποίες την περιγράφει όχι μόνο συγκλονίζουν όσους τις διαβάζουν αλλά και φέρνουν δάκρυα στα μάτια.
«Θυμάμαι τη στιγμή που κατάλαβα πως χρεωκοπήσαμε. Μπορώ ακόμη να δω τη σκηνή όπου η μαμά μου είναι μπροστά στο ψυγείο, την έκφρασή της. Ήμουν έξι και επέστρεψα για μεσημεριανό στο σπίτι. Το μενού ήταν ίδιο καθημερινά: Ψωμί και γάλα. Όταν είσαι παιδί δεν τα σκέφτεσαι αυτά. Αλλά φαντάζομαι πως ήταν το μόνο που μπορούσαμε να αγοράσουμε. Εκείνη την ημέρα επέστρεψα στο σπίτι και πήγα στην κουζίνα και είδα τη μητέρα μου στο ψυγείο με ένα κουτί γάλα, όπως πάντα. Αλλά αυτή τη φορά ανακάτευε κάτι μέσα σε αυτό. Το κουνούσε, κατάλαβες; Δεν κατάλαβα τι συνέβαινε. Μετά μου έφερε το μεσημεριανό και μου χαμογέλασε σαν να είναι όλα εντάξει. Αλλά είχα καταλάβει αμέσως τι έγινε. Ανακάτευε το νερό με το γάλα. Δεν είχαμε αρκετά χρήματα για να έχουμε γάλα όλη την εβδομάδα. Ήμασταν απένταροι. Όχι απλά φτωχοί, απένταροι» λέει ο Λουκάκου.
«Γνώριζα ότι πεινούσαμε. Αλλά, όταν ανακάτευε το νερό με το γάλα, κατάλαβα ότι τελείωσε… κατάλαβες τι εννοώ; Αυτή ήταν η ζωή μας. Δεν είπα τίποτα, δεν ήθελα να την αγχώσω. Έφαγα απλά το φαγητό μου. Αλλά, ορκίστηκα στο Θεό, έδωσα μια υπόσχεση στον εαυτό μου εκείνη την ημέρα. Ήταν σαν κάποιος να με ξύπνησε. Ήξερα ακριβώς τι έπρεπε να κάνω και τι θα έκανα. Δεν μπορούσα να βλέπω τη μητέρα μου να ζει έτσι» συνεχίζει ο Βέλγος επιθετικός.
«Οι άνθρωποι στο ποδόσφαιρο θέλουν να μιλούν για τη δύναμη του μυαλού. Ωραία, είμαι ο πιο δυνατός τύπος που θα γνωρίσεις σε όλη σου τη ζωή. Γιατί θυμάμαι να κάθομαι στο σκοτάδι με τον αδελφό μου και τη μητέρα μου, να προσευχόμαστε, να σκεφτόμαστε, να πιστεύουμε, να γνωρίζουμε τι θα συνέβαινε. Κρατούσα την υπόσχεσή μου. Αλλά, μετά από μερικές ημέρες επέστρεψα από το σχολείο και βρήκα τη μητέρα μου να κλαίει. Τότε της είπα: “Μαμά, αυτό θ’ αλλάξει. Θα το δεις. Θα παίξω για την Άντερλεχτ και θα γίνει σύντομα. Θα είμαστε καλά. Δεν πρέπει να ανησυχείς».
Ρώτησα τον πατέρα μου, «πότε μπορείς να παίξεις επαγγελματικό ποδόσφαιρο;» και απάντησε στα 16. Είπα, «ok, στα 16 τότε». Θα το έκανα να συμβεί. Τελεία.
«Μια ημέρα μου τηλεφώνησε ο παππούς μου –ο πατέρας της μαμάς μου. Ήταν ένας από τους πιο σημαντικούς ανθρώπους της ζωής μου. Ήταν ο συνεκτικός κρίκος με το Κονγκό, από εκεί που κατάγονται οι γονείς μου. Μιλάμε στο τηλέφωνο και του λέω “Ναι, τα πάω καλά, σκόραρα 76 γκολ και κερδίσαμε το πρωτάθλημα. Οι μεγάλες ομάδες με έχουν εντοπίσει”». Όπως πάντα, ήθελε να ακούει πως τα πάω στο ποδόσφαιρο. Είπε, «Ναι, Rom, τέλεια. Μπορείς να μου κάνεις μια χάρη;». «Τι είναι;» απάντησα. «Μπορείς να προσέχεις την κόρη μου, σε παρακαλώ;». Θυμάμαι να είμαι μπερδεμένος. Του είπα, «Τη μαμά; Ναι, είμαστε μια χαρά». Μου απάντησε, «όχι, να μου το υποσχεθείς. Απλά πρόσεχε την κόρη μου για μένα, εντάξει;». «Ναι παππού, στο υπόσχομαι». Πέντε ημέρες μετά πέθανε. Και τότε κατάλαβα τι πραγματικά εννοούσε.
Είχα πει στη μαμά μου πως στα 16 μου θα παίζω στην Άντερλεχτ. Άργησα 11 ημέρες. Στις 24 Μαΐου του 2009 έπαιξα στον τελικό. Άντερλεχτ εναντίον Σταντάρ Λιέγης.