Τι επιδιώκει ο Τραμπ από τον Κίμ

Την προηγούμενη χρονιά ο πρόεδρος Τραμπ απείλησε την Βόρεια Κορέα με «φωτιά και οργή, όπως κανένας δεν έχει δει προηγούμενα» ενώ χλεύασε τον Κιμ Γιονγκ Ουν χαρακτηρίζοντας τον ως «Μικρό Πυραυλάνθρωπο».

Από την πλευρά του, ο ηγέτης της Βόρειας Κορέας ανταπάντησε στα φραστικά πυρά του Αμερικανού προέδρου, χαρακτηρίζοντας τον «πνευματικά ασταθή και ξεμωραμένο».

Σήμερα, οι δύο ηγέτες βαδίζουν προς την πραγματοποίησης μιας ιστορικής διάσκεψης κορυφής, ενώ μια σημαντική συμφωνία μπορεί να βρεθεί στην τράπεζα των διαπραγματεύσεων, σχολιάζει το ABC News.

Ωστόσο, ποιο μπορεί να είναι το πλαίσιο μιας τέτοιας συμφωνίας;

Αναφορικά με την Βόρεια Κορέα, τόσο οι ΗΠΑ, όσο και η Νότια Κορέα επιδιώκουν την αποπυρηνικοποίηση, δηλαδή, επιδιώκουν την πλήρη εγκατάλειψη του πυρηνικού της προγράμματος από την Πιονγιάνγκ. “Μπορώ να σας πω για τις οδηγίες που μου έδωσε ο πρόεδρος Τραμπ με έμφαση για το πως θα προχωρήσουμε κατά της Βόρειας Κορέας,” δήλωσε χαρακτηριστικά ο υπουργός των Εξωτερικών Μάικ Πομπέο στην διάρκεια ακρόασης από την Επιτροπή Διεθνών Σχέσεων της Βουλής των Αντιπροσώπων.

«Δεν θα κάνουμε παραχωρήσεις για τις παραχωρήσεις. Δεν θα το αφήσουμε αυτό να παραταθεί. Δεν θα παρέχουμε οικονομική βοήθεια μέχρι να έχουμε κάποιες μη αναστρέψιμες ενέργειες. Όχι λόγια, όχι δεσμεύσεις από την πλευρά της Βόρειας Κορέας» δήλωσε χαρακτηριστικά ο Πομπέο.

Η Βόρεια Κορέα από την πλευρά της έχει δηλώσει την πρόθεσή της να εγκαταλείψει τα πυρηνικά της όπλα, αλλά μόνο στην περίπτωση που οι ΗΠΑ αποσύρουν τους 28.500 Αμερικανούς στρατιώτες που σταθμεύουν στο έδαφος της Νότιας Κορέας.

Στην διάρκεια της ακρόασης, ο Πομπέο εξέφρασε την ελπίδα ότι θα επιτευχθεί συμφωνία στην διάσκεψη της Σιγκαπούρης, αλλά και για την προώθηση της συμφωνίας αυτής στο Κογκρέσο. Η κυβέρνηση Τραμπ αναμένει ότι μία συμφωνία με την Βόρεια Κορέα θα επικυρωθεί ως συνθήκη στο πλαίσιο που προβλέπεται για επίσημες συμφωνίες μεταξύ δύο κυβερνήσεων ή και διεθνών οργανισμών.

Στις ΗΠΑ, η διαπραγμάτευση των διεθνών συμφωνιών γίνεται από την εκτελεστική εξουσία (κυβέρνηση). Μετά την αποδοχή των όρων μιας συμφωνίας από τους διαπραγματευτές, ο Αμερικανός πρόεδρος προχωρεί στην αποστολή της συμφωνίας αυτής στην Γερουσία, προκειμένου να συζητηθεί κοινοβουλευτικά (advice and consent) και να γίνει αποδεκτή, μέσω μιας απόφασης επικύρωσης ή αποδοχής της.

Στην διάρκεια μιας συνέντευξης που έδωσε στο τηλεοπτικό δίκτυο Fox News την Τρίτη, ο Ρεπουμπλικάνος Γερουσιαστής Τζιμ Ριστς που είναι μέλος της Επιτροπής Διεθνών Σχέσεων της Γερουσίας, είπε ότι τόσο ο Τραμπ, όσο ο αντιπρόεδρος Μάικ Πενς, αλλά κι ο υπουργός των Εξωτερικών Μάικ Πομπέο έχουν όλοι δεσμευτεί ότι “θα πράξουν ότι καλύτερο μπορούν” προκειμένου η οποιαδήποτε συμφωνία επιτευχθεί με τους Βορειοκορεάτες, να έχει την μορφή της διεθνούς συνθήκης.

«Αυτό είναι καλό για εμάς και επίσης είναι καλό για την Βόρεια Κορέα, καθώς η Πιονγιάνγκ θα υπολογίζει στο γεγονός ότι η συμφωνία αυτή, δεν θα είναι μία από τις διμερείς συμφωνίες, τις οποίες μπορεί να εγκαταλείψει ένας άλλος πρόεδρος. Θα είναι στην ουσία της, μία (διεθνή) συνθήκη. Όλοι τους έχουν δεσμευτεί να κάνουν ότι καλύτερο μπορούν, προκειμένου η συμφωνία να έχει μία μορφή, η οποία θα μπορούσε να ψηφιστεί ως συνθήκη».

Από την άλλη μεριά, οι επικριτές της διπλωματικής προσπάθειας που βρίσκεται σε εξέλιξη προειδοποιούν ότι θα υπάρξουν σοβαρές συνέπειες.

«Θα είναι επικίνδυνο να βαδίσουμε στο μονοπάτι μιας ειρηνευτικής συμφωνίας, χωρίς να είμαστε πλήρως ενημερωμένοι για τις συνέπειες» δήλωσε χαρακτηριστικά στο ABC News, ο Μπρους Κλίνγκνερ υψηλόβαθμος συνεργάτης στον τομέα της έρευνας για το ινστιτούτο (Heritage Foundation). Παράλληλα, θα προκαλέσει μία δυναμική τόσο στις ΗΠΑ, όσο και στη Νότια Κορέα ότι: «ο πόλεμος τελικά τελείωσε γι’ αυτό φέρτε τους στρατιώτες πίσω» είπε ο ίδιος.

“Οι ΗΠΑ και η Νότια Κορέα δεν πρέπει να υπογράψουν μία συνθήκη ειρήνευσης μέχρι να εξαφανιστεί πλήρως η πυρηνική απειλή από την Βόρεια Κορέα, αλλά κι ο κίνδυνος από το συμβατικό οπλοστάσιό της να μειωθεί,” είπε ο Κλίνγκνερ, προσθέτοντας επίσης, ότι οι στρατιωτικές δυνάμεις της Βόρειας Κορέας θα πρέπει “να μειωθούν και εξοικειωθούν με τη νέα πραγματικότητα” από το αρχικό στάδιο.

“Ο περιορισμός του κίνδυνου μιας ξαφνικής εισβολής από την μία ή την άλλη πλευρά, με την ταυτόχρονη αύξηση της διαφάνειας στις στρατιωτικές δυνάμεις, μπορεί να μειώσει τις εντάσεις όπως επίσης και το ενδεχόμενο αποτροπής χειρισμών, που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε στρατιωτική σύγκρουση,” τόνισε ο Κλίνγκνερ.

Η αμερικανική κυβέρνηση διαπραγματεύεται το κείμενο μιας συνθήκης, το οποίο, πρέπει να εγκριθεί με πλειοψηφία 2/3 από την Γερουσία, πριν από την επικύρωσή του. Το Σύνταγμα των ΗΠΑ δίνει έναν ρόλο στην Γερουσία, προκειμένου ο πρόεδρος των ΗΠΑ να εξασφαλίσει μία συμβουλευτική δυνατότητα, αλλά και να γίνεται έλεγχος στην άσκηση των προεδρικών εξουσιών του, σύμφωνα με το αρμόδιο γραφείο στην Γερουσία (Senate’s Historical Office).

Με την κατάθεση του κειμένου της συνθήκης στην Γερουσία από τον πρόεδρο των ΗΠΑ, αλλά και σχετικού υλικού που την υποστηρίζει, ενεργοποιείται η Επιτροπή Διεθνών Σχέσεων που πρέπει να γνωμοδοτήσει θετικά, αρνητικά ή ακόμη και να μην προχωρήσει σε γνωμοδότηση.

Στην περίπτωση που η γνωμοδότηση είναι θετική, το κείμενο της συνθήκης πηγαίνει προς ψήφιση από την ολομέλεια. Στην περίπτωση που η γνωμοδότηση είναι αρνητική, το κείμενο της συνθήκης δεν επιστρέφεται αυτομάτως στον πρόεδρο των ΗΠΑ, αλλά παραμένει διαθέσιμο στην Γερουσία για την κοινοβουλευτική σύνθεση του επόμενου Κογκρέσου ή η Γερουσία μπορεί να συμφωνήσει για την επιστροφή του στο προεδρικό γραφείο.

Όταν η συνθήκη βρίσκεται στην ολομέλεια, τότε, η Γερουσία έχει την κοινοβουλευτική δυνατότητα να την τροποποιήσει, αλλά και να την απορρίψει.

Το 1919 και το 1920 η Γερουσία αρνήθηκε να επικυρώσει την Συνθήκη των Βερσαλλιών που είχε διαπραγματευτεί ο πρόεδρος Γούντροου Γουίλσον, μετά από τις ανησυχίες που είχαν εκφραστεί ότι οι ΗΠΑ θα ήταν νομικά δεσμευμένες να εφαρμόζουν τις αποφάσεις της Κοινωνίας των Εθνών, αντικαθιστώντας τις εξουσίες του Κογκρέσου στην κήρυξη πολέμου.

Πιο πρόσφατα η Γερουσία απέρριψε με ψήφους 61-38 μία συνθήκη του ΟΗΕ (2012) που απαγόρευε τις διακρίσεις κατά ατόμων με ειδικές ανάγκες. Μία ομάδα συντηρητικών μελών της Γερουσίας πίστευε ότι η συνθήκη θα παρέδιδε το δικαίωμα λήψης σχετικών αποφάσεων σε επιτροπή του ΟΗΕ, παρεμβαίνοντας στην αμερικανική νομοθεσία.

ΑΠΕ-ΜΠΕ

Σχετικά Άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

* Το email σας δεν θα εμφανιστεί