Φρένο στον εκφοβισμό, στην άσκηση ψυχολογικής και σωματικής βίας από όπου κι αν αυτή προέρχεται και κυρίως προστασία στην ελευθερία του λόγου και του Τύπου, έβαλε με την απόφασή του το μεσημέρι της 31ης Μαΐου 2018 το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Χίου, επιβάλλοντας φυλάκιση έξι μηνών και χρηματικό πρόστιμο 2.000 ευρώ στον κ. Ματθαίο Μερμηγκούση, για την επίθεση κατά του διευθυντή του astraparis.gr, Γιάννη Στεβή, στις 14 Σεπτεμβρίου 2016.
Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ο Γ. Στεβής που παρέστη και υπό την ιδιότητά του ως δικηγόρος, αναφέρθηκε στα γεγονότα εκείνης της ημέρας και κυρίως στο κλίμα τρομοκρατίας και στις προειδοποιήσεις για επικείμενη επίθεση εναντίον δημοσιογράφων στη συγκέντρωση, στις 14 Σεπτεμβρίου 2016. «Υπήρχαν προειδοποιήσεις ότι θα δημιουργούσαν κάποιοι σε βάρος μας επεισόδια», είπε χαρακτηριστικά, περιγράφοντας στην συνέχεια τον τρόπο με τον οποίο του επιτέθηκε ο κατηγορούμενος: «Ο κατηγορούμενος στην αρχή πέρασε και με απώθησε με το σώμα του. Δεν έδωσα συνέχεια. Λίγο αργότερα έρχεται κατά πάνω μου, μου άρπαξε και μου έσφιξε το χέρι και μου ρίχνει την κάμερα κάτω από το άλλο χέρι», κατέθεσε στο δικαστήριο για να καταλήξει δηλώνοντας ότι ο κατηγορούμενος τον εξύβρισε και ο ίδιος απευθύνθηκε αναφέροντας το περιστατικό στον τότε υποδιευθυντή της αστυνομικής διεύθυνσης Χίου Γιώργο Κεβόπουλο, χωρίς όμως ο τελευταίος να αναλάβει δράση.
Ο Γ. Στεβής υποστήριξε πως ουδέποτε είχε αναφέρει το όνομα του Μ. Μερμηγκούση νωρίτερα σε ρεπορτάζ παρά μόνο μετά την επίθεσή του κατά του Γιάννη Κουτσοδόντη σε άλλο επεισόδιο στη Σούδα, στις 6 Ιουνίου 2016, όπου και πάλι πρωταγωνιστούσε ο κατηγορούμενος, αποδεικνύοντας πως είχε συμμετοχή κατ’ επανάληψη σε συγκρούσεις με αφορμή το προσφυγικό και περιστατικά βίας.
Από την πλευρά τους οι συνήγοροι της υπεράσπισης προσπάθησαν να στοιχειοθετήσουν ότι ο Μ. Μερμηγκούσης προκλήθηκε από τα δημοσιεύματα του Γ. Στεβή, υποστηρίζοντας πως δεν ήταν στόχος η επίθεση ή η πρόκληση φθοράς γιατί θα ήταν σοβαρότερα τα τραύματα ή η ζημιά στην κάμερα (!).
Τι κατέθεσαν οι τρεις μάρτυρες
Μάρτυρας στη δίκη ήταν ο αστυνομικός Απόστολος Γεόμελος που κλήθηκε από τους συνηγόρους. Ο Α. Γεόμελος ανέφερε στο δικαστήριο πως δεν είδε ο ίδιος το περιστατικό αλλά όμως ήταν αυτός στον οποίο ο Μ. Μερμηγκούσης παρέδωσε την κάμερα του Γ. Στεβή και ο ίδιος με τη σειρά του την έδωσε στον τελευταίο.
Το κλίμα τρομοκρατίας και ψυχολογικής βίας κατά των δημοσιογράφων που κάλυπταν τη συγκέντρωση περιέγραψε στην κατάθεσή του ο δημοσιογράφος του politischios.gr Παντελής Φύκαρης. «Μας προειδοποίησαν ότι είχαν στοχοποιήσει δημοσιογράφους. Ζητήσαμε προστασία από την αστυνομία αλλά δεν τη λάβαμε. Πριν την επίθεση στον Γ. Στεβή δέχτηκα κι εγώ λεκτική επίθεση από άλλο μέλος της συγκεκριμένης ομάδας κι ενημέρωσα τον κ. Κεβόπουλο σχετικά», είπε ο Π. Φύκαρης ολοκληρώνοντας την κατάθεση του με την περιγραφή της επίθεσης.
Κατά την εξέτασή του ο Π. Φύκαρης αναγνώρισε τον κατηγορούμενο σε σειρά φωτογραφιών που του επέδειξε ο Γ. Στεβής και συγκεκριμένα στο μπαλκόνι των γραφείων της Χρυσής Αυγής, την επομένη της δολοφονίας του Παύλου Φύσσα τον Σεπτέμβριο του 2013, στα επεισόδια στη Σούδα τον Ιούνιο του 2016, οπότε και κτύπησε τον κ. Κουτσοδόντη, ενώ ερωτηθείς σχετικά αναφέρθηκε και στο περιστατικό της οδού Καρπασίας, στις 20 Απριλίου 2017, που οδήγησε στην σύλληψη και στην καταδίκη του Μ. Μερμηγκούση σε φυλάκιση 18 μηνών.
Στο ίδιο μήκος κύματος και ο εικονολήπτης της ΕΤ Νίκος Μαραγκέλης, «Είχα δεχτεί κι εγώ επίθεση το ίδιο διάστημα. Μου πέταξαν ένα ποτήρι καφέ ενώ κάλυπτα το ρεπορτάζ. Ο Μ. Μερμηγκούσης ήρθε σκόπιμα για να σταματήσει τον Γ. Στεβή να κάνει λήψεις». Υπήρξε δε απολύτως σαφής και κατηγορηματικός για τη επίθεση κατά του Γ. Στεβή, που – όπως τόνισε – είχε στόχο να σταματήσει να καταγράφει και να κάνει το ρεπορτάζ του.
Η απολογία του κατηγορουμένου
Διαμαρτυρόμενος πολίτης δήλωσε ο κατηγορούμενος υποστηρίζοντας πως τα δημοσιεύματα του astraparis.gr όπου αναφέρονταν το όνομα του μετά την επίθεση στον κ. Κουτσοδόντη, του σπίλωσαν την τιμή και την υπόληψή του και χωρίς να παραδεχτεί την εξύβριση παραδέχτηκε την επίθεση. «Τους κλέφτες τους ναρκομανείς κ.λπ. τους έγραφε με τα αρχικά τους και εμένα συνέχεια έγραφε το όνομα μου. Σπιλώνομαι, έχω νεύρα κι εγώ… Τον γράπωσα, του έπεσε η κάμερα δεν την έριξα. Είναι άθλιο 1,5 χρόνο τώρα να βλέπεις το όνομά σου, σε πνίγει το δίκιο», είπε ο Μ. Μερμηγκούσης, προσπαθώντας να δικαιολογήσει την πράξη του, χωρίς – ωστόσο – να εμφανιστεί μετανιωμένος. «Δεν έχω πρόβλημα με κανέναν άλλο δημοσιογράφο. Όσους έπιασα και τους ζήτησα να μην ξαναγράψουν το όνομά μου το έκαναν», κατέληξε περιγράφοντας την αντίληψή του περί ελευθερίας του Τύπου, για να λάβει από τον εισαγγελέα Αθανάσιο Γεωργάκη την απάντηση «αν θέλατε μπορούσατε να προσφύγετε στη δικαιοσύνη».
Ακόμη θα τρώγαμε ξύλο
Εμφανώς συγκινημένος ο Γ. Στεβής ανακάλεσε μνήμες πριν από 40 χρόνια πάλι στην ίδια δικαστική αίθουσα, «έρχομαι μετά από 40χρόνια να υπερασπιστώ και πάλι την ελευθερία του Τύπου, το δικαίωμα του δημοσιογράφου να μπορεί να ασκήσει ελεύθερος το λειτούργημά του, χωρίς την προστασία της αστυνομίας ή μπράβων», είπε χαρακτηριστικά, ανασκαλίζοντας τις μνήμες όλων για την δίκη (τότε) και καταδίκη του αστυνομικού διευθυντή που πριν 40 χρόνια τον είχε απειλήσει με το περίστροφό του.
Περιγράφοντας την δράση του κατηγορουμένου ο Γ. Στεβής είπε ότι «όποια πέτρα κι αν σήκωνες τότε, έβρισκες από κάτω τον Μ. Μερμηγκούση, σε όλα τα επεισόδια, σε όλες τις φασαρίες που προκαλούνταν με αφορμή το προσφυγικό», συμπληρώνοντας πως δεν ήταν μόνο η επίθεση σε βάρος του, αλλά είχε προηγηθεί εκείνη με θύμα τον εργαζόμενο του «Σκυλίτσειου» Γιάννη Κουτσοδόντη και ακολούθησε κι άλλη το 2017 σε βάρος προσφύγων. «Αν δεν υπήρχε η καταδίκη του σε ποινή 18μηνης φυλάκισης, για το επεισόδιο σε πρόσφυγες τον Απρίλιο του 2017 ακόμη θα ήταν πρωτεργάτης των επεισοδίων και ακόμη θα ήταν παρών και πρωτοπόρος. Δεν είναι προσωπική υπόθεση, αλλά υπόθεση της κοινωνίας όλης», είπε ο Γ. Στεβής, καταλήγοντας: «αλίμονο αν πλήττεται το δημοσιογραφικό λειτούργημα με αυτόν τον τρόπο. Αλίμονο αν ο κάθε πολίτης παίρνει ο ίδιος το δίκιο με το μέρος του. Δεν ήταν απλός αγανακτισμένος. Αν δεν υπήρχε η καταδίκη του στην 18μηνη φυλάκιση ακόμη θα τρώγαμε ξύλο».
Το δικαστήριο τον καταδίκασε για τα αδικήματα της εξύβρισης και της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας, για την ζημιά στην κάμερα του Γ. Στεβή. Αθώωσε δε τον κατηγορούμενο για το αδίκημα της απειλής, ενώ το αδίκημα της σωματικής βλάβης από πρόθεση το μετέτρεψε σε όλως ελαφρά σωματική βλάβη, που είναι πταισματικού χαρακτήρα και για την οποία επέβαλε το προαναφερθέν πρόστιμο των 2.000 ευρώ.
Το δικαστήριο ανέστειλε την ποινή επί τριετία, ενώ ο καταδικασθείς άσκησε έφεση.
Ο πρόεδρος του δικαστηρίου ο κ. Κωνσταντίνος Αμπλιανίτης ακούγοντας και την πρόταση του εισαγγελέα Αθανάσιου Γεωργάκη καταδίκασε τον κατηγορούμενο για τα αδικήματα της εξύβρισης και της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας, για την ζημιά στην κάμερα του Γ. Στεβή και τον αθώωσε για το αδίκημα της απειλής, ενώ το αδίκημα της σωματικής βλάβης από πρόθεση το μετέτρεψε σε όλως ελαφρά σωματική βλάβη, που είναι πταισματικού χαρακτήρα και για την οποία επέβαλε το προαναφερθέν πρόστιμο των 2.000 ευρώ.Το δικαστήριο ανέστειλε την ποινή επί τριετία, ενώ ο καταδικασθείς άσκησε έφεση.
Συνήγορος πολιτικής αγωγής ήταν ο κ. Ξένος Πιπίδης, ενώ παρέστη και ο ίδιος ο Γ. Στεβής υπό την ιδιότητά του ως δικηγόρος, ενώ συνήγοροι του καταδικασθέντος ήταν η Βιργινία Καψύλη και ο κ. Κώστας Βεργίνας.
Δήλωση του Γιάννη Στεβή
Μετά την έκδοση της προαναφερόμενης δικαστικής απόφασης, ο Γ. Στεβής προέβη στην ακόλουθη δήλωση:
«Αισθάνομαι δικαιωμένος με την σημερινή απόφαση του δικαστηρίου, γιατί οι άνθρωποι του Τύπου στη Χίο, που τα τελευταία χρόνια δουλεύουμε κάτω από εξαιρετικά αντίξοες και σε ορισμένες περιπτώσεις εχθρικές συνθήκες, δώσαμε και στην δικαστική αίθουσα μια μάχη για την υπεράσπιση της δουλειάς μας και της ελευθεροτυπίας και την κερδίσαμε.
Αισθάνομαι, όμως και υπερήφανος, γιατί η Χίος, που τα τελευταία χρόνια βρίσκεται σε μια δύσκολη θέση και απασχολεί το πανελλήνιο συνήθως με αρνητική δημοσιότητα, έστειλε με την συγκεκριμένη δικαστική απόφαση ένα μήνυμα, ότι οι δημοσιογράφοι πρέπει να μπορούν ανεμπόδιστα και ελεύθερα, χωρίς φόβο και χωρίς να τρομοκρατούνται, να ασκούν το επάγγελμά τους για την ενημέρωση της κοινωνίας».